Μπροστά στο δίλημμα «Έλληνες ή ξένοι διαιτητές» έχουμε τοποθετηθεί προσωπικά πολλές φορές: Ξένοι.
Δυστυχώς, καμία φορά δεν υπήρξε σοβαρή, και σε διάρκεια εικόνα από τους πρώτους για να βρεθούν αντεπιχειρήματα. Στην προσπάθεια να προκύψουν τέτοια, που στο τέλος θα την απάλλασσαν από την δύσκολη δουλειά να φροντίζει για την έλευση ικανών διαιτητών στη χώρα κάθε Κυριακή, ειδικά την περασμένη σεζόν, η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία έκανε κάτι έξυπνο: Έφερνε στη χώρα διαιτητές από πρωταθλήματα χαμηλότερης δυναμικότητας από το δικό μας, φτάνοντας ακόμη και στο σημείο να καλέσει διαιτητές που δεν γνωρίζουν τη χρήση του VAR καθώς αυτό δεν υπήρχε στη χώρα τους και τα έκαναν μαντάρα.
Γιατί όμως ξένοι διαιτητές; Γιατί δεν είναι επιλεγμένοι μέσα από τις δεξαμενές των Ενώσεων Ποδοσφαιρικών Σωματείων που διαμορφώνουν ψηφίζοντας την κατάσταση μέσα στην Ομοσπονδία, δεν συνομιλούν με παράγοντες -όλων των βαθμίδων, από την Ένωσή τους μέχρι τις διαγωνιζόμενες ΠΑΕ, δεν έχουν προσωπικές ή επαγγελματικές σχέσεις με άτομα ή εξαρτήσεις από το ποδοσφαιρικό περιβάλλον της χώρας, δεν έχουν οπαδικές προτιμήσεις και στο τέλος της ημέρας, έχουν κατά την θεωρητική προσέγγιση του πράγματος, τις περισσότερες πιθανότητες να απονείμουν δικαιοσύνη εμπλεκόμενοι στους αγώνες μόνο σε οτι αφορά το 90λεπτο στο οποίο εργάζονται.
Φυσικά δεν (θα) είναι αλάνθαστοι, δεν είμαστε ακόμη στην εποχή που το AI θα αυτοματοποιήσει όλες τις σχετικές λειτουργίες που θα καταστήσουν τον διαιτητή χρήσιμο μόνο στο κομμάτι της φυσικής κατάστασης και της παρουσίας του απλά κοντά στις φάσεις, κάνοντας τότε πράγματι ξανά χρήσιμο τον όρο «Έλληνας διαιτητής», με τρόπο που θα επιτρέψει στο επάγγελμα να μην είναι ένα από αυτά που θα χαθούν στο χρόνο όπως τόσα άλλα γιατί η τεχνολογία τα κατέστησε περιττά: Όταν βγήκαν τα ψυγεία, π.χ., κανείς δεν αγόρασε ξανά παγοκολώνες.
Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα ο Στεφάν Λανουά καλεί λιγότερους ξένους διαιτητές και είναι αλήθεια ότι με αυτές τις επιλογές δεν έχει προβλήματα. Έχει μάλιστα συχνά πρόσβαση σε διαιτητές από τη Γερμανία που ερχόμενοι από ένα πολύ πιο ισχυρό και απαιτητικό και για τους ίδιους πρωτάθλημα, αν όχι πάντα τότε συνήθως δεν δυσκολεύονται να κάνουν τη δουλειά.
Την ίδια ώρα έχει επιλέξει να έχει από κοντά τους Έλληνες διαιτητές, τους βλέπει από το γήπεδο συχνά, συμμετέχοντας έτσι στην αποστολή τους για να τους κάνει προφανώς να αισθάνονται με τη φυσική του παρουσία την καλώς εννοούμενη πίεση να αποδώσουν δικαιοσύνη.
Αυτό όμως δυστυχώς δεν συμβαίνει στην περίπτωση του Άρη, όπως ο ίδιος -πρώτη φορά μετά από πολλές προηγούμενες περιπτώσεις- παραδέχτηκε προσθέτωντας στην καθιερωμένη βιντεοανάλυση φάσεων της προηγούμενης αγωνιστικής τη φάση Μπρινιόλι-Σουλεϊμάνοφ από το πρώτο ΑΕΚ-Άρης στους 16 του κυπέλλου.
Στο Αγρίνιο, χθες Σάββατο (9/11) η ομάδα της Θεσσαλονίκης μίλησε για την «τέλεια ληστεία». Είναι ο «ελληνικός τίτλος» του εμβληματικού Casa de Papel. Μοιάζει εύστοχο, πολλές κρίσιμες για την πλοκή της σειράς ενέργειες έγιναν με έναν φυσικό πρωταγωνιστή και έναν -τον πραγματικό πρωταγωνιστή- που τον συνέδραμε από απόσταση παρακολουθώντας από κάμερες.
Πίσω στο γήπεδο του Αγρινίου τώρα: Ο Άρης φεύγει ηττημένος από το γήπεδο με 2-1 και με εννιά παίκτες. Περίπου σαράντα (με το 10λεπτο έξτρα χρόνου) λεπτά πριν, στο 62', είναι μπροστά με 1-2, έχει στο δεύτερο ημίχρονο μια «πρωταθληματική» εικόνα ομάδας, που μπαίνει από το 1-1 και σβήνει σε λιγότερο από 20 λεπτά ένα ολόκληρο κακό 45λεπτο, κυριαρχώντας ολοκληρωτικά και γυρίζοντας το ματς έχοντας πιο πριν και δοκάρι.
Με την ισορροπία στο 11 εναντίον 11 και την εικόνα των δύο ομάδων εκείνη τη στιγμή, ποιός στοιχηματίζει ότι η ομάδα της Θεσσαλονίκης θα φύγει από το γήπεδο χωρίς τη νίκη;
Εκεί ακριβώς έρχεται η πλήρης αλλοίωση της εικόνας: Πολύ μετά το γκολ - ποίημα του Μανού Γκαρθία, ο VAR Σπύρος Ζαμπαλάς καλεί τον ρέφερι Σταύρο Τσιμεντερίδη και ακυρώνουν το τέρμα ως φάουλ του Σιφουέντες ενώ είναι κάτοχος της μπάλας και την προστατεύει με το σώμα του σε χώρο που δεν μπορεί να την ανακτήσει ο αντίπαλός του, που ζητά φάουλ, σε σημείο ακριβώς μπροστά στον διαιτητή.
Στο τέλος του ματς, ο Άρης μένει με 9 γιατί ο Χουάνκαρ τραυματίζεται από άθελο αλλά επικίνδυνο παιχνίδι του Μαυρία. Ούτε ο διαιτητής Τσιμεντερίδης, ούτε ο βοηθός Δέλλιος δίνουν το φάουλ. Το ματς τελειώνει 2-1 γιατί λίγο μετά στην πλευρά του απόντος Χουάνκαρ ο Παναιτωλικός αξιοποιεί την «τρύπα» και το συνολικό αριθμητικό πλεονέκτημα δύο παικτών σκοράροντας στο 100'.
Κάπου εδώ θα μπορούσε και να κλείνει αυτό το κείμενο, έχει την εξιστόρηση και βίντεο με τη φάση κλειδί όσων είδαμε χθες στο Αγρίνιο και άφησαν τον Άρη στους 21 βαθμούς μετά από 11 ματς.
Στο ματς Παναιτωλικός - Άρης, όσοι καταλαβαίνουν από ελληνικό ποδόσφαιρο είδαν την επιτομή της μεγάλης συζήτησης: Έλληνες ή ξένοι διαιτητές και γιατί.
Ας δώσουμε τώρα ξανά λίγο χώρο στην εικόνα:
Αγρίνιο, 28 Οκτωβρίου 2024. Παναιτωλικός - Βόλος, 0-0, 96ο λεπτό. Ο Μεντιέτα του Βόλου, βλέπει τον Παντελάκη του Παναιτωλικού να πατάει στο έδαφος με δύναμη το αριστερό του πόδι, προκαλεί ο ίδιος μια επαφή και πέφτει στην περιοχή, ο διαιτητής δεν δίνει κάτι. Ένα - ενάμισι λεπτό μετά, ο VAR καλεί τον διαιτητή Τσέτσιλα. Η «ανασκόπηση» της φάσης κρατά ασυνήθιστα πολύ, η απόφαση είναι... «πέναλτι». Ο Βόλος σκοράρει, νικά 0-1.
Ο Παναιτωλικός φωνάζει για αλλοίωση, βγάζει και ανακοίνωση όπως θα έκανε κάθε ομάδα στη θέση του και τα έχει με τον VAR. Ποιος είναι ο VAR; Ο ρέφερι Σπύρος Ζαμπαλάς, ο VAR του αγώνα Παναιτωλικός - Άρης, που καλεί σε ανασκόπηση τον Τσιμεντερίδη για να «δει» το φάουλ του Σιφουέντες πριν το 1-2 του Μανού Γκαρθία!
Θυμηθείτε ότι στο ίδιο ματς, ο Ζαμπαλάς πρέπει (και το κάνει) να τοποθετήσει τις γραμμές του VAR σε δυο γκολ του Παναιτωλικού με παίκτες του εκτεθειμένους πριν την επίτευξη τερμάτων, που σωστά δεν θα μετρήσουν.
Δείτε, γιατί έχει σημασία, την ανάλυση της φάσης στο Παναιτωλικός - Βόλος και την κριτική της Ελένης Λαμπαδαρίου, πρώην μέλους της ΚΕΔ, στη διαχείριση του Ζαμπαλά στο Παναιτωλικός - Βόλος και την επίδρασή της εμπλοκής του στην εξέλιξη του αγώνα:
Ούτε δυο εβδομάδες μετά, ο Στεφάν Λανουά, έχει τη φαεινή ιδέα να βάλει τον ίδιο διαιτητή στην ίδια θέση, σε ματς που η επίτευξη δύο γκολ από θέση οφσάιντ των γηπεδούχων προκαλεί γκρίνια και διαμαρτυρίες, ενδεχομένως φέρνει στη διαιτητική ομάδα και κυρίως στον VAR, όλο και πιο έντονα την ανάμνηση ενός λάθους του που έκρινε αποτέλεσμα σε βάρος της ίδιας ομάδας ίσως και την επιθυμία να «επανορθώσει», πριν συναντήσουν φάσεις στις οποίες έχουν το δικαίωμα και πάλι να αποφασίσουν και εν τέλει να επηρεάσουν τη ροή και το αποτέλεσμα του ματς.
Ξεκάθαρη και στοιχειοθετημένη κατά την ταπεινή μας εκτίμηση η αλλοίωση του αποτελέσματος στο Αγρίνιο το Σάββατο.
Ο Άρης όμως πρέπει να συνεχίσει. Δεν θα είναι ποτέ στην πλευρά των ομάδων που στο τέλος της σεζόν η ζυγαριά των λαθών «υπέρ - εναντίον» θα ισορροπεί, ας μη συζητάμε καν για το αν θα δει την πλάστιγγα να γέρνει στο «υπέρ» γιατί η ίδια η αρχιτεκτονική του φετινού πρωταθλήματος τον καθιστά... πρόβλημα στο να εξελιχθεί η σεζόν ομαλά, με βάση το manual όσων αποφάσισαν για τέσσερα εισιτήρια στο ταξίδι για τον τίτλο και τη δεύτερη προνομιούχο θέση.
Και επειδή φέτος είναι αγωνιστικά πολύ καλός, είναι και πολύ... γοητευτικό όλο αυτό, στη διαδικασία της δικής του ωρίμανσης και ανάπτυξης. Οφείλει να πεισμώσει, οφείλει να δουλέψει με περισσότερη θέληση για να βελτιώσει το κυριαρχικό παιχνίδι, να απαιτήσει από τον εαυτό του να κάνει όλο και λιγότερα λάθη στην άμυνα, να ζητήσει ακόμη και το ανέφικτο, το τέλειο, από ότι μπορεί να παράγει αγωνιστικά και στη συνέχεια να κινηθεί στα άνω όρια των δυνατοτήτων του για να βρει τα λίγα κομμάτια που θα ήθελε να προσθέσει στο παζλ. Γίνεται, όσο δύσκολο και αν είναι.
Έχει και υποψιασμένο κοινό, τόσο ανθεκτικό και σκληρόπετσο από όσα έχει ζήσει εδώ και δυο γενιές οπαδών, που -θα το δείτε με την παρουσία του στο γήπεδο από το επόμενο ματς κιόλας- θα πορευτεί δίπλα στο γκρουπ. Ξέρουν όλοι τί θέλουν, τί προσπαθούν να κάνουν, τί ονειρεύονται.
Να φτάσει το τέλος του δρόμου, μέσα από εμπόδια, περισσότερες νίκες και (λιγότερες) απώλειες. Και ίσως στην φωτογραφία της τελευταίας δημοσίευσης να μην υπάρχουν «ξένοι». Μόνο δικοί του. Και με τον ίδιο τίτλο: «Η τέλεια ληστεία»...