Το Αριστοτέλειο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Θεσσαλονίκης (Α.Μ.Φ.Ι.Θ.) ολοκληρώνοντας τρία χρόνια από την ημέρα της δημιουργίας του, βρίσκεται σήμερα σε ένα κρίσιμο σημείο, που λόγω των συνθηκών της πανδημίας, αλλά και της αδιαφορίας των επίσημων φορέων, δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για τη μελλοντική του πορεία. Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας δημιουργήθηκε το 2019 από το ΑΠΘ και στεγάζεται στην προβλήτα Α’ στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Όπως εξηγεί ο Χαρίτων- Σαρλ Χιντήρογλου, η σύμπραξη μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων πήγε καλά, ωστόσο το μουσείο, που αποτελεί και το μοναδικό Φυσικής Ιστορίας στη Μακεδονία, πανεπιστημιακού επιπέδου, σήμερα βρίσκεται «ξεχασμένο», με τις τεράστιες συλλογές να παραμένουν αναξιοποίητες, κλεισμένες σε ερμάρια των τμημάτων Γεωλογίας και Βιολογίας, και άλλων τμημάτων του ΑΠΘ.
Η διαδρομή ίδρυσής του
«Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία του μουσείου ξεκίνησε πριν από περίπου μισό αιώνα, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του '60, από τα πρώτα μέλη ΕΔΙΠ του Εργαστηρίου Ζωολογίας. Ακολούθησε η δική μας προσπάθεια, όπου αποφασίσαμε ότι το ΑΠΘ, με έναν αιώνα ζωής, θα μπορούσε να δημιουργήσει στην πόλη ένα μουσείο που θα έβγαζε από τα ερμάρια και τα συρτάρια τις τεράστιες συλλογές που μένουν ανεκμετάλλευτες και αναξιοποίητες. Στο αίτημά μας για τη δημιουργία ενός μουσείου Φυσικής Ιστορίας, με πρωτοβουλία του πανεπιστημίου η πόλη ανταποκρίθηκε θετικά. Ο τέως δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, μας βοήθησε στο εγχείρημα και καταφέραμε σε συνεργασία με τον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ), να μας παραχωρηθούν δυο αποθήκες της πρώην Ναυτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης, στο λιμάνι. Με τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου του ΑΠΘ, επί της πρυτανείας του κ. Μήτκα, συμφωνήσαμε να κάνουμε μια «κοινοπραξία», ώστε πανεπιστήμιο και δήμος μαζί με τον ΟΛΘ, να δημιουργήσουμε την πρώτη δομή, το πρώτο κέλυφος του μουσείου που θα είναι επισκέψιμο από τους πολίτες και τους τουρίστες. Το μουσείο δημιουργήθηκε το 2019 και φιλοξένησε εκθέματα που έχουν ως βασικό στόχο την ανάδειξη της γεωλογικής, βιολογικής και οικολογικής ιστορίας της Ελλάδας»
(Φ) Από τις εκθέσεις «Ορυκτά και Τέχνη» και «Δεινοθήριο της Λέσβου», που αποτελεί πρόγονο των ελεφάντων
Από την επιτυχία στη στασιμότητα
Όπως λέει ο Κοσμήτορας της Σχολής Θετικών Επιστημών του ΑΠΘ, ο οποίος θεσμικά είναι μέλος του δ.σ. του Μουσείου, τα πρώτα βήματα λειτουργίας του, έφεραν σημαντικές εκθέσεις και χιλιάδες επισκέψεις. Ωστόσο, στο πέρασμα αυτών των χρόνων, το ενδιαφέρον των φορέων της πόλης άρχισε να αποδυναμώνει, γεγονός που φέρνει σήμερα το μουσείο σε μια κατάσταση αδράνειας, που εντείνεται λόγω των συνθηκών της πανδημίας και που δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για το μέλλον του.
«Η ‘σύμπραξη’ πήγε καλά, το ίδιο και οι συνεργασίες του ΑΠΘ με τον δήμο Θεσσαλονίκης και τον ΟΛΘ. Με πρωτοβουλία του ομότιμου καθηγητή Γεωλογίας και σημερινό πρόεδρο του δ.σ. των Φίλων του Μουσείου, Σπυρίδων Παυλίδη, δημιουργήσαμε συμμαχίες, συνεργασίες με άλλα μουσεία και κάναμε την πρώτη μεγάλη έκθεσή μας με τίτλο «Το Δεινοθήριο της Λέσβου». Ακολούθησαν μικρότερες εκθέσεις, με τον αριθμό των επισκεπτών να ξεπερνάει τις 30 χιλιάδες, μέσα στους οποίους δεν περιλαμβάνονται επισκέψεις σχολείων. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια άρχισε να ‘αδυνατίζει’ εξαιτίας της πανδημίας και άλλων γεγονότων που σχετίζονται με την αδιαφορία της πολιτείας. Απαιτείται ανακαίνιση του κτιρίου και ενίσχυση του μουσείου με συλλογές που σήμερα υπάρχουν στα συρτάρια του ΑΠΘ. Πρόκειται για φυτά που χρονολογούνται από το 1760 και εμείς τα έχουμε κλειδωμένα στα συρτάρια, περιμένοντας να αξιοποιηθούν. Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειές μας να ενταχθούμε σε προγράμματα χρηματοδότησης του υπουργείου Πολιτισμού, δεν τα καταφέραμε με την αιτιολογία ότι είμαστε ένα μουσείο με μικρή διαδρομή, σχετικά καινούργιο. Διαπιστώνουμε με λύπη ότι η πολιτεία και οι φορείς της πόλης, δεν έχουν αγκαλιάσει ουσιαστικά αυτό το μουσείο, δεν έχει δώσει την απαραίτητη προσοχή και αυτό είναι εις βάρος του για την ομαλή συνέχισή της διαδρομής του».
Αδιαφορία φορέων
Ο κ. Χιντήρογλου, αγωνιεί για το μέλλον του Αριστοτέλειου Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του ΑΠΘ. Όπως λέει, παρά τις προσπάθειες να έρθει σε επικοινωνία με αρμόδιους φορείς, δεν κατέστη δυνατό. «Χτυπήσαμε πόρτες στον δήμο Θεσσαλονίκης, στον ΟΛΘ, στην Περιφέρεια, τα αρμόδια υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας, χωρίς αποτέλεσμα. Δεν ζητάμε χρήματα, αλλά να υλοποιηθεί η μουσειακή επένδυση που είναι απαραίτητη, να γίνει αναπαράσταση όλων των υλικών που έχουμε στη διάθεσή μας. Το μουσείο δεν μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία του χωρίς τη στήριξη της πολιτείας, δεν έχει εισιτήριο, η επίσκεψη στους χώρους του είναι δωρεάν καθώς πρόκειται για πανεπιστημιακό μουσείο, για το λόγο αυτό δημιουργήσαμε τον Σύλλογο Φίλων του Μουσείου προκειμένου να υπάρξει σε μορφή χορηγίας ακόμα και ένα ευρώ από εκείνους που το επιθυμούν. Στόχος μας είναι να αυτοσυντηρηθούμε, αλλά για να φτάσουμε εκεί, πρέπει να μας στηρίξει η πολιτεία.».
Η σημαντικότητα του μουσείου
Ο χώρος όπου κινείται και δραστηριοποιείται ο σύγχρονος άνθρωπος είναι μια διαρκής πρόκληση ανθρώπου και φύσης και το τελευταίο διάστημα, «ο φυσικός χώρος» όπως λέει ο κ. Χιντήρογλου, μας απασχολεί εντονότερα. Η αναγκαιότητα ύπαρξης του μουσείου, γίνεται ακόμα πιο βαθύτερα αντιληπτή στις ημέρες μας, όπου σε παγκόσμιο επίπεδο ο άνθρωπος αρχίζει να αντιλαμβάνεται ουσιαστικότερα την επίδραση του περιβάλλοντος στη ζωή του, την διατροφική του αλυσίδα, με την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση σε θέματα της φύσης να είναι επιτακτική.
«Σε παγκόσμια κλίμακα υπάρχει μια τάση ψηφιοποίησης όλων των μουσειακών συλλογών, όπου ο πολίτης αντιλαμβάνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια την έννοια του περιβάλλοντος. Δημιουργείται ένα άλλο πνεύμα, πολιτισμικό, καλλιεργείται ένας εθνικός και διεθνής πολίτης σε επίπεδο περιβάλλοντος. Τα μουσεία φυσικής ιστορίας που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο, αυτό το ρόλο έχουν, να εκλαϊκεύσουν την πανεπιστημιακή γνώση και να τη μεταδώσουν στους πολίτες και ιδιαίτερα στα παιδιά προκειμένου να αναπτύξουν μια πιο οικολογική συμπεριφορά, μαθαίνοντας και κατανοώντας το παρελθόν. Τα Μουσεία Φυσικής Ιστορίας πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ισχυροί σύμμαχοι για την βιωσιμότητα του πλανήτη, της χώρας των νέων γενεών».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 4 Ιουλίου 2021