«Δε γνωριζόμαστε, αλλά σε ξέρω. Έχουμε περάσει μέρες και μήνες μαζί, ο καθένας κλεισμένος στο σπίτι του.
Έγραψα το βιβλίο αυτό για σένα και για μένα. Για να σου θυμίσω και να θυμηθώ την κοινή δοκιμασία μας, τον κοινό μας αγώνα. Γιατί η κατάθλιψη είναι συνηθισμένη και μοναδική, ύπουλη και διάφανη, τρωτή όπως κι εμείς οι ίδιοι. Ήταν ένας τρόπος να σου πω: Θα περάσει. Να σε διαβεβαιώσω – και συγχρόνως να καθησυχάσω τον εαυτό μου: η αρρώστια μας θεραπεύεται. Η χειρότερή μας μέρα είναι ακριβώς αυτό, και τίποτα περισσότερο: μια μέρα που παρέρχεται και μας φέρνει πιο κοντά στην ίαση.»
Την 23η Απριλίου του 2018, ο Αύγουστος Κορτώ περνά την πόρτα των επειγόντων του νοσοκομείου μετά από μία απόπειρα αυτοκτονίας. Σήμερα ο συγγραφέας «βουτά» εκ νέου στη «θάλασσα» που μεσολαβεί από την απόπειρα μέχρι την πρώτη υποψία ανάνηψης συνθέτοντας έτσι το νέο του βιβλίο με τίτλο «Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής μου: Κουβέντες για το φως στο σκοτάδι της κατάθλιψης». Επιστρέφει στο παρελθόν του για να δώσει ένα μήνυμα ελπίδας και στήριξης στο παρόν όλων των «εν ασθενεία αδελφών» του όπως αποκαλεί εκείνους που μάχονται καθημερινά με το τέρας της κατάθλιψης.
Έχοντας ως φόντο τη χειρότερη μέρα της ζωής του, καταθέτει τους προσωπικούς στοχασμούς του για τη νόσο που παλεύει από τόσο παλιά ώστε να θεωρείται «βετεράνος». Σύμφωνα με τον ίδιο, η καραντίνα αποτέλεσε την κατάλληλη συνθήκη ώστε οι σκέψεις του να πάρουν «σάρκα και οστά» για να φτάσουν την Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου στα χέρια των αναγνωστών:
«Τα δύο τελευταία χρόνια υπήρξαν δώρο, που μου δόθηκε χάρη στη μέριμνα των γιατρών μου, την αγάπη των οικείων μου, και τη δύναμη που απέκτησα, μαθαίνοντας να διαχειρίζομαι την αρρώστια μου ώστε να μην απειλεί την καθημερινή μου ευτυχία. Ωστόσο, η κατάθλιψη είναι παλιά υπόθεση για μένα - είμαι, τρόπον τινά, βετεράνος: απ’ τα είκοσι δύο, όταν αρρώστησα για πρώτη φορά, διαβαίνω το ναρκοπέδιο της ψυχικής νόσου. Που σημαίνει ότι έχω εδώ και χρόνια έχω μαζεμένες σκέψεις, φράσεις, στοχασμούς δανεισμένους απ’ την ποίηση, τη φιλοσοφία, την επιστήμη. Και φέτος, εν μέσω μιας άλλης απειλής, στο κουκούλι της καραντίνας, κάθισα κι έγραψα ένα βιβλίο που περιέχει όλες αυτές τις κουβέντες.»
Από τα πρώτα κιόλας βήματα της συγγραφής του βιβλίου, ο Κορτώ ζωντανεύει στο μυαλό του σκηνές των «σκοτεινών» ημερών του. Όπως εξηγεί και ο ίδιος, ο τίτλος του βιβλίου «κρύβεται» κάπου ανάμεσα στα πολλά παράδοξα της ασθένειας:
«Ήξερα πως έπρεπε να αρχίσω απ’ το ναδίρ: απ’ την απόπειρα, τη νοσηλεία, τα πρώτα δειλά, κουτσά βήματα, όσο ακόμα βρισκόμουν στην επικράτεια της κατάθλιψης. Μες στα πολλά παράδοξα της αρρώστιας του, ο καταθλιπτικός αισθάνεται συγχρόνως ότι όλες οι μέρες είναι ίδιες - μαύρες κι άραχνες - κι ότι η κάθε μέρα είναι χειρότερη απ’ την προηγούμενη, κι άρα η χειρότερη της ζωής του. Όμως η θεραπεία ξεκινά κι αυτή μια μέρα, με μιαν ανεπαίσθητη αλλαγή προς το καλύτερο. Το έχω νιώσει κι εγώ, έστω κι αν το αναγνώριζα πάντα εκ των υστέρων: την πρώτη υποψία ανάνηψης, το πρώτο φως, κι ας είσαι ακόμα στα σκοτεινά. Έτσι προέκυψε και ο τίτλος του βιβλίου.»
«Είμαι άρρωστος, και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό, γιατί έτσι γεννήθηκα»
Έχοντας πλέον τη δύναμη να τοποθετεί την οδύνη ενός τέτοιου τραύματος στο παρελθόν και να το ιστορεί τόσο στον εαυτό του όσο και στους άλλους, το συναίσθημα που υπερισχύει είναι η ανακούφιση. Η ορατότητα και το μοίρασμα της ψυχικής νόσου όπως εξηγεί, είναι ο μόνος τρόπος για να αποτινάξουμε από την κοινωνία τα ταμπού που τόσο επίμονα τη συνοδεύουν:
«Για πολλούς λόγους, είναι τόσο κρίσιμη, τόσο πολύτιμη, η ορατότητα της ψυχικής αρρώστιας, η ομολογία, το μοίρασμα. Τα ταμπού, ως πνιγηρές παραδόσεις, νικιούνται μόνο με τη στοιχειώδη τόλμη που χρειάζεσαι για ν’ ανοιχτείς, να ξεκλειδώσεις τον εαυτό σου. Να πεις “Είμαι άρρωστος, και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό, γιατί έτσι γεννήθηκα, τέτοια είναι η φτιαξιά μου. Μου αναλογεί το ίδιο μερίδιο στην ευτυχία όπως και σε όλους.»
Την ίδια στιγμή όμως που μεγάλο μέρος της κοινωνίας μουδιάζει στο άκουσμα των λέξεων «ψυχίατρος» και «ψυχική νόσος», η κατάθλιψη χρησιμοποιείται καθημερινά έστω και καθ’ υπερβολή για την περιγραφή της μοναξιάς. Και ενώ θα μπορούσε κάποιος να κάνει λόγο για αυθαίρετη χρήση του όρου, ο Κορτώ μάς υπενθυμίζει πως οι αριθμοί δεν μας αφήνουν περιθώρια για διακρίσεις:
«Με τριακόσια εκατομμύρια καταθλιπτικούς ανά την υφήλιο, καλύτερα να δείχνουμε υπερβάλλοντα ζήλο, και να βοηθάμε έναν άνθρωπο που έχει τις μαύρες του χωρίς να πάσχει από κατάθλιψη, παρά να μείνει παραμελημένος έστω κι ένας άρρωστος.»
«Στον παλιό κόσμο, η ιδέα του ευτυχισμένου ομοφυλόφιλου ήταν ελάχιστα πιο ρεαλιστική απ’ την ιδέα του μονόκερου»
Οι «ωμές» αλήθειες σε συνδυασμό με το αφοπλιστικό χιούμορ του αφήνουν στον αναγνώστη μία αμήχανη – σχεδόν ενοχική – αίσθηση στην οποία θέλει διαρκώς να επιστρέφει. Ο αυτοσαρκασμός κατέχει μία ιδιαίτερη θέση στη γραφή του Αύγουστου καθώς όπως λέει είναι ένας τρόπος να υποτάσσεις τους δαίμονές σου:
«Ο αυτοσαρκασμός είναι κάτι σαν εξορκισμός: διαπιστώνεις ότι οι περίφημοι ‘δαίμονες’ που σε ‘στοιχειώνουν’ δεν είναι παρά στοιχεία του εαυτού σου, που μπορούν να υποταχθούν στη θέλησή σου, στη ρώμη του υγιούς εαυτού, μέχρι που τα παθήματά σου καταλήγουν να μοιάζουν φαιδρά.»
Είτε πρόκειται για ένα λογοτεχνικό τέκνο του είτε για μία ανάρτησή του στο Facebook, o Κορτώ θίγει με απόλυτη ειλικρίνεια όλα όσα τον απασχολούν. Χωρίς ενδοιασμούς έχει μιλήσει για την ομοφυλοφιλία και τον σύζυγό του Τάσο, θέλοντας να δώσει τη δική του μάχη για την ισότητα που μπορεί σε πολλές χώρες του κόσμου να θεωρείται αυτονόητη αλλά στην Ελλάδα κάνει τα «πρώτα της βήματα» τα τελευταία χρόνια:
«Ο Τάσος κι εγώ γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην παλιά Ελλάδα, στον παλιό κόσμο, όταν η ιδέα του ευτυχισμένου ομοφυλόφιλου ήταν ελάχιστα πιο ρεαλιστική απ’ την ιδέα του μονόκερου. Θέλω, στον βαθμό που μπορώ, να πολεμήσω τα χαμερπή αντανακλαστικά αυτής της αλλοτινής ανισότητας - ώστε μια μέρα να μην υπάρχει ούτε ένα παιδί που φοβάται τον εαυτό του, που πιστεύει πως δεν του αξίζει η ευτυχία επειδή η σεξουαλικότητά του δεν είναι η πλειονοτική.»
Ο Πέτρος Χατζόπουλος, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, έχει καταφέρει μέσα από τα προσωπικά του βιώματα αλλά και με τα γεννήματα της φαντασίας του να μας ταξιδέψει, μεταξύ άλλων, στον κόσμο της «Κατερίνας» και στη «Νεοελληνική Μυθολογία», να μας γνωρίσει τη «Ρένα» αλλά και τον «Άνθρωπο που έτρωγε πολλά», να μας εξιστορήσει το «Μικρό χρονικό τρέλας» και να μας αποκαλύψει το «Μυστικό του Λεονάρντο». Την Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου, η «Καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής του» θα βρίσκεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων, από τις εκδόσεις Πατάκη, υπενθυμίζοντας σε όλους πως «ό,τι κι αν μας ψιθυρίζει η κατάθλιψη, πάντα υπάρχει ελπίδα. Είμαστε φτιαγμένοι για καλύτερες μέρες».