Του Βασίλη Κεχαγιά
Ούτε λίγο είναι, ούτε ευκαταφρόνητο το αίμα των δολοφονιών και των βασανιστηρίων που κατέθεσε η Θεσσαλονίκη στο βωμό της επταετίας. Ωστόσο, το να ορθώνεις ως πνευματικός μπροστάρης το λόγο σου στα τανκς δεν απαιτεί λιγότερο θάρρος και ίσως να αφυπνίζει αναπάντεχα τους φιλήσυχους πολίτες, από τη φύση τους συντηρητικούς. Όταν από την αίθουσα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης εκπηγάζει λόγος σθεναρός και ανάλογος του "Μούσαις χάρισι θύε" των προπυλαίων της, τότε αυτός υποχρεώνει και τον τελευταίο νοήμονα πολίτη να θυσιάσει τη βολή του.
Η ομιλία του συνταγματολόγου καθηγητή Αριστόβουλου Μάνεση, στο κατάμεστο Χημείο της 18ης Ιανουαρίου 1968, ήταν η πρώτη μαζική, ηχηρή άρνηση της Θεσσαλονίκης στο καθεστώς των συνταγματαρχών. Η ημέρα επιτρέπει -σχεδόν επιβάλλει - την αναπαραγωγή ενός μικρού αποσπάσματος της, σαν μνημόνιο υποχρεώσεων σε κάθε μικρή ή μεγάλη δικτατορία:
"Κάτω από τις συνθήκες που ζούμε, η σιωπή δεν είναι χρυσός. Είναι λίβανος και σμύρνα, προσφορά στην εξουσία των κρατούντων. Διότι η σιωπή μπορεί να ερμηνευθεί σαν αποδοχή ή συναίνεση: "ο σιωπών δοκεί συναινείν κατά το ρωμαϊκό δίκαιο. Δεν έχω λοιπόν το δικαίωμα να σιωπήσω, αφού σωπαίνοντας θα εμφανιζόμουν ως αποδεχόμενος ή ανεχόμενος τα όσα γίνονται.
Υπάρχουν στη ζωή - την ατομική ή κοινωνική - στιγμές που πρέπει κανείς να πει το μεγάλο ναί ή το μεγάλο όχι. Σε τέτοιες στιγμές, σαν τις τωρινές, το ουσιώδες είναι , πιστέψτε με, να προστατεύσει κανείς τον εαυτό του όχι από τη δίωξη, αλλά από τον εξευτελισμό. Να περισώσει την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπου, ως πολίτη, ως επιστήμονα. Και έτσι να περιφρουρήσει επίσης το κύρος της πανεπιστημιακής έδρας, που έχει την τιμή να κατέχει, ιδίως όταν πρόκειται για την έδρα του Συνταγματικού Δικαίου, η οποία - ως έδρα της πολιτικής ελευθερίας- είναι φυσικό, εφόσον βρίσκεται στο ύψος της, να δέρνεται από τις πολιτικές καταιγίδες".
Τελείωσε δε την ομιλία του, απαγγέλοντας τους κλασικούς στίχους του Ανδρέα Κάλβου "Όσοι το χάλκαιον χέρι / βαρύ του φόβου αισθάνονται / ζυγόν δουλείας ας έχωσι. / Θέλει αρετή και τόλμη η Ελευθερία".
Ο Αριστόβουλος Μάνεσης απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο και τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό, ως τον Αύγουστο του 1968, οπότε και εξορίστηκε στο Λιδορίκι της Φωκίδας.
Άφησε πίσω του άξιους μαθητές, οι οποίοι έκαναν πράξη τα λόγια του, μιλώντας τη γλώσσα του θάρρους, όπως πρώτος το έπραξε ο τότε υφηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, με ανοιχτός τιμή συμπαράσταση στον Μάνεση, την επομένη κιόλας ημέρα της ομιλίας του, στη διάρκεια του δικού του μαθήματος. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές, όπως και ο λιγότερο γνωστός Δημήτριος Ευρυγένης, με το βαρύ χέρι της Ασφάλειας επάνω τους, όχι όμως και του φόβου. Το "εξομολογήθηκε" ο Μαρωνίτης στην καλαίσθητη έκδοση του βιβλίου του "Η μαύρη σιωπή", με μια μικρή γεύση της "κοινωνίας" του να ακολουθεί:
"Στο πρώτο κελί δεν έκλαψα καθόλου. Δεν άφηνα τον εαυτό μου να σκεφτεί πέρα από ένα σημείο που το κρατούσα στο λαρύγγι μου. Μόλις μια σκέψη πήγαινε να κατεβεί πιο κάτω τη σταματούσα αμέσως. Πιο επικίνδυνο ήταν με τα ονόματα. Ποτέ δεν τα πρόφερα ολόκληρα, μόνο σχημάταζα το πρώτο γράμμα στο μυαλό μου. Οι κινήσεις μου έτσι κι αλλιώς έπρεπε να 'ναι μετρημένες και δύσκολες. Ευτυχώς ένιωθα συνεχώς νυσταγμένος κι αυτό με βόλευε πολύ. Γλιστρούσα μέσα στο πηγάδι και με τα μάτια κλειστά ξανακέρδιζα την όρασή μου. Οι εφιάλτες δεν με τρόμαζαν...".