Ένας χορός οκτώ μίμων περιδιαβαίνουν τον μαρμάρινο επιβλητικό χώρο του φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών που θυμίζει νεκροταφείο, παίζοντας ένα παιχνίδι ανταγωνισμού και επικράτησης ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς.
Ανάμεσά τους και ο Δημήτρης Ναζίρης. Στο έργο του Γιώργου Βέλτσου «Προσδοκώ» που παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρεμιέρα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Σοφίας Καρακάντζα ο καλός ηθοποιός μοιράζεται τους προβληματισμούς του συγγραφέα και των συντελεστών της παράστασης για τη μνήμη, τον θάνατο, την αθανασία, αφού, μάλιστα, το κείμενο αποτελεί έναν επικήδειο για το θέατρο, όπως το ξέρουμε μέχρι τώρα.
«Όσο ο άνθρωπος μεγαλώνει τόσο περισσότερο περνούν τέτοιες σκέψεις από το μυαλό του. Τι θα γίνει μετά ή πόσος χρόνος μου μένει ακόμα. Με αυτή τη συνθήκη αρχίζουμε να εξοικειωνόμαστε σιγά-σιγά οι άνω των 70. Όλο αυτό ο Βέλτσος το διαχειρίζεται προβάλλοντας τις αδυναμίες του και τις δυνάμεις του. Η δύναμή του είναι ο λόγος, η μετάβαση από τον Όμηρο στον Απόστολο Παύλο και από το Σύμβολο Της Πίστεως στη σύγχρονη πρόσληψη της έννοιας του θανάτου. Το όνειρό του είναι μια πεισιθάνατη αφήγηση», λέει στη «ΜτΚ» ο ηθοποιός.
Άλλωστε, ο Ζενέ είχε γράψει κάποτε ότι το θέατρο πια δεν έπρεπε να παίζεται στους κλασικούς θεατρικούς χώρους αλλά στα νεκροταφεία. «Δεν ξέρω αν συνεργάστηκε ποτέ ο Βέλτσος με τον Ζενέ, αλλά νομίζω ότι μελέτησε πολύ τα έργα του ή τα γραπτά του. Το πιο πιθανό είναι ότι μπορεί και να γνωρίστηκαν, αλλά το αν υπήρξαν φίλοι είναι προσωπικό τους θέμα.
Αυτό που έγραψε ο Ζενέ άστραψε κάποια στιγμή στον Βέλτσο και από εκεί και πέρα του άρεσε η ιδέα να συνδέει το θέατρο με τον θάνατο. Έτσι κι αλλιώς σήμερα από τους συγγραφείς που παίζονται είναι πολύ λιγότεροι αυτοί που ζουν. Το θέμα του επικήδειου μίμου πιάνεται από μία παράδοση της ρωμαϊκής κουλτούρας. Οι Ρωμαίοι Πατρίκιοι και οι μεγάλοι αριστοκράτες της Ρώμης ανάλογα με την περιουσία και την οικονομική τους επιφάνεια αγόραζαν ή νοίκιαζαν μίμους, δηλαδή θεατρίνους της εποχής.
Οι μίμοι προπορεύονταν της νεκρικής πομπής αφηγούμενοι στους θλιμμένους ή όχι συγγενείς και φίλους, αλλά και στιγμιότυπα της ζωής του αποθανόντος. Στην παράσταση υποτίθεται ότι οδεύουν προς ένα νεκροταφείο που ο συγγραφέας ορίζει ως το Α’ νεκροταφείο Αθηνών.
Με τη χαρακτηριστική μαρμάρινη πρόσοψη του Κωνσταντινίδη που θεωρείται ένα από τα κειμήλια της αρχιτεκτονικής και το περιδιάβασμα ανάμεσα στους τάφους, το κείμενο μιλάει για πρόσωπα που υπάρχουν, που δεν υπάρχουν ή που είναι στη φαντασία του συγγραφέα, για τους ανθρώπους αυτούς οι οποίοι συνομιλούν με τη μοίρα τους και με αυτό που έχουν μπροστά τους».
«Ένας σύγχρονος φιλόσοφος της γενιάς μου»
Ο τίτλος «Προσδοκώ» παραπέμπει στο Σύμβολο Της Πίστεως, αφού και ο ίδιος ο συγγραφέας τον συνεχίζει προσθέτοντας τη φράση «Ανάσταση νεκρών». Στο έργο αυτό τον Δημήτρη Ναζίρη γοητεύουν πολλά στοιχεία:
«Τα γραπτά του Βέλτσου τα διαβάζουμε κάτι δεκαετίες. Ας μη θυμηθώ από πότε ξεκινάει η σχέση του με τις εφημερίδες και την έντυπη ενημέρωση. Παρόλα αυτά έχει θεατρικό παρελθόν αφού έχουν ανεβεί διάφορα έργα του. Πρόκειται για έναν σύγχρονο φιλόσοφο της γενιάς μου, ο οποίος με ‘ιδιοφυή ιδιοτέλεια’ και ‘δαιμονική ευκολία’ κυκλοφορεί με μεγάλη άνεση από τη ραψωδία της Οδύσσειας μέχρι το Σύμβολο Της Πίστεως φτάνοντας μέχρι και τον… Τραμπ!
Στην αυτοερώτηση του τελευταίου για την ηλικία του η απάντηση είναι: όσο ολόκληρο το παρελθόν της ανθρωπότητας. Το θεωρώ ενδιαφέρον αλλά και τρομακτικό, όμως με έπεισε ότι όντως τόσο χρονών είναι ο Τραμπ», τονίζει ο ηθοποιός.
Από εκεί και πέρα το κείμενο είναι πάρα πολύ δύσκολο για έναν ηθοποιό. «Το θέμα είναι το πόσο εύκολα εξισορροπούμε τη σχέση του τι είναι κατανοητό και του ότι έχουμε να βρούμε έναν τρόπο μετάδοσης ή επικοινωνίας αυτού του κειμένου με τον θεατή, ενώ ταυτόχρονα μας ενδιαφέρει να μην φύγει το κοινό πιστεύοντας ότι δεν ξέρει τι είδε.
Αυτό το κερδίζουμε κυρίως χάρη στους συνεργάτες, τη σκηνοθέτιδα Σοφία Καρακάντζα, τον συνθέτη Δημήτρη Καμαρωτό και τη χορογράφο Μέλπω Βασιλικού που με την κίνηση προσθέτει πολλά πράγματα στη σωματική έκφραση».
Για τον ίδιο η δυσκολία ήταν να κάνει κατανοητό τον λόγο του Βέλτσου στο μυαλό του στη μνήμη του και να μπορέσει να αποστηθίσει και να παρουσιάσει αυτά που ζητάει η σκηνοθέτης και ο συνθέτης της μουσικής του κειμένου και της πρωτότυπης μουσικής.
«Όλο αυτό θα μπορούσε κάποια στιγμή να είναι περιγραφή και ως όπερα σε πεζό λόγο γιατί έχει μια πολύ βασική και πολύ σημαντική μουσική στήριξη από κάτω. Χωρίς αυτή δεν ξέρω τι θα γινόμασταν και πώς θα ήταν η κίνηση με την οποία περιφερόμαστε. Γιατί ουσιαστικά αυτό κάνουμε: περιφερόμαστε σε έναν χώρο όπως το φουαγιέ του Κρατικού Θεάτρου με τα μάρμαρά του και την πρόσοψή του. Αυτή παραπέμπει ίσως και σε κάτι νεκρικό».
«Πολλές φορές υπήρξα αμετροεπής στη ζωή μου»
Αναθρεμμένος στη Θεσσαλονίκη με σπουδές στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ και παράλληλες σπουδές στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ, το Βρετανικό Συμβούλιο, το Γαλλικό Ινστιτούτο Γκαίτε, το Ιταλικό Ινστιτούτο, το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου ο Δημήτρης Ναζίρης δεν άφησε ποτέ την πόλη για να ακολουθήσει μια καριέρα στην Αθήνα. Ως μέλλων διπλωμάτης το 1977 παρακολούθησε το θερινό τμήμα της Ακαδημίας Διεθνούς Δικαίου της Χάγης. Είναι ηθοποιός από το 1973 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης, την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» και το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Λάρισας, με εξήντα περίπου παραστάσεις.
Στον κινηματογράφο έκανε έξι ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, και στο ραδιόφωνο μια σχεδόν εικοσαετή σειρά εκπομπών για τη μουσική και το θέατρο, στο κρατικό κυρίως ραδιόφωνο. Έχει μεταφράσει μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, με πιο πρόσφατη τη μετάφραση δύο μονόπρακτων έργων του Πίντερ. Διδάσκει υποκριτική στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ από το 2001. «Πολλές φορές υπήρξα αμετροεπής στη ζωή μου. Μία από αυτές έχω πει ότι αν εξαφανιζόταν το θέατρο από τη Θεσσαλονίκη θα άλλαζα επάγγελμα. Στην Αθήνα που πηγαίνω έχω πολλούς καλούς φίλους και μερικές γωνιές που τις αγαπώ, αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω εκεί. Αυτό είναι λίγο φυλακή και με κουράζει».
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Φουαγιέ Θεάτρου Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Πρεμιέρα: Σάββατο 17 Φεβρουαρίου στις 21.00
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11.02.2024