Η Τουρκία προσπαθεί να τοποθετηθεί στο μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον- Η Ελλάδα δεν θα πρέπει να παρασυρθεί από τις φωνές όξυνσης αλλά να συνεχίσει να δρα μέσα στα διεθνή fora, αναφέρει στη «ΜτΚ» ο Δημήτρης Τριανταφύλλου, επίκουρος καθηγητής και διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Καντίρ Χας, στην Κωνσταντινούπολη
Τι σημαίνει η επικύρωση από την τουρκική Εθνοσυνέλευση του μνημονίου συνεργασίας Λιβύης - Τουρκίας;
Είναι ένα διαπραγματευτικό όπλο της Τουρκίας. Είναι άκυρο καθώς για να λειτουργήσει πρέπει να επικυρωθεί και από τα δυο κοινοβούλια. Το κοινοβούλιο της Λιβύης δεν το επικυρώνει. Για αυτό και πέραν του περιεχομένου του και αν όντως παραβιάζει τα όρια του διεθνούς δικαίου, η ουσία είναι ότι η Τουρκία δεν θα προχωρήσει σε κάτι αυτή τη στιγμή. Το χρησιμοποιεί εντός της πάγιας λογικής της να θέτει θέματα στο τραπέζι για να τα διαπραγματευθεί στο μέλλον. Δοκιμάζει τη διεθνή κοινή γνώμη και πρέπει να τα ζυγίσει όλα: τη στάση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ της Αμερικής, τη θέση του Ισραήλ, του προέδρου Μακρόν, την αντίδραση της Ιταλίας ή της Ρωσίας. Η Τουρκία κινείται στο πλαίσιο μιας πάγιας λογικής που συνυπολογίζει ότι ο κόσμος αλλάζει ραγδαία. Αυτό που θεωρούμε συμμαχίες και φιλελεύθερη τάξη δεν υφίσταται με τη μορφή που είχε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Θέλει να δείξει -ενώ πρόκειται για μια μεσαία δύναμη όπως λέμε στις διεθνείς σχέσεις- πως είναι κάτι παραπάνω, ώστε να κινηθεί αύριο μέσα στο υπό διαμόρφωση πλαίσιο ασφάλειας.
Δεν έχει τόση σημασία τι θα γίνει με το συγκεκριμένο μνημόνιο. Η ουσία είναι ότι πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν προβλήματα με την Τουρκία. Το θέμα είναι πως και η Τουρκία βρίσκεται σε δομική αλλαγή. Και το ερώτημα που καίει την Αθήνα, τις Βρυξέλλες, την Ουάσινγκτον είναι ότι αν η Τουρκία αλλάζει, ποια θα είναι η συμπεριφορά της; Και η αλλαγή είναι διττή: αφενός αλλάζει δομικά μετά το δημοψήφισμα του 2017, προς ένα προεδρικό σύστημα αλλά έχοντας λειτουργικά προβλήματα. Κανείς δεν ξέρει αν πρέπει να μιλήσει με το υπουργείο Εξωτερικών ή αν πρέπει να απευθυνθούν στο παλάτι στο επιτελείο του Προέδρου της Τουρκίας. Αφετέρου το ζήτημα είναι αν η Τουρκία στρέφεται μακριά από τη Δύση προς κάτι άλλο, και τι θα σήμαινε αυτό για τις σχέσεις μας. Αυτό είναι το σημαντικό στοιχείο για εμάς, για την ΕΕ. Αυτό πρέπει να ερευνήσουμε μόνοι μας και με τους εταίρους μας. Πάγια τακτική του τουρκικού επιτελείου είναι να τα δημοσιοποιεί όλα αυτά, να κάνει μεγάλες κινήσεις για να κλείσει τα θέματά της. Δεν νομίζω ότι το ενδιαφέρον μας πρέπει να στραφεί εκεί.
Δεν νομίζω ότι η Τουρκία θα κάνει κάτι. Θα δει αντιδράσεις. Θα δει ποιος υπέγραψε τη συμφωνία. Κάθε φορά που θα μιλάει με την Ελλάδα και άλλες χώρες λέγοντας «εμείς έχουμε υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας και αμφισβητούμε την ΑΟΖ και όχι μόνο των ελληνικών νησιών» αλλά υπάρχουν κάποια όρια. Κι ένας από τους λόγους που δρα έτσι είναι επειδή και το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μια δομική αλλαγή. Δεν ξέρουμε και πού πάμε. Και είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Οι ΗΠΑ αποσύρονται σιγά-σιγά βλέποντας διαφορετικά τα πράγματα και μη θέλοντας να επενδύσουν στην ασφάλεια της Ευρώπης. Επίσης, καθώς φεύγει η Βρετανία από την ΕΕ, ουσιαστικά μένει μία μεγάλη χώρα με μεγάλη στρατιωτική ισχύ, η Γαλλία, η οποία προσπαθεί να προστατεύσει τα δικά της συμφέροντα και της Ευρώπης. Δηλαδή παίζεται ένα ευρύτερο παιχνίδι στο οποίο κυριαρχούν χώρες πια. Δηλαδή διαμορφώνεται ένα διαφορετικό πλαίσιο χωρίς κανείς να ξέρει πού πάμε και μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και τι κάνουν οι Τούρκοι.
Μια Τουρκία ενισχυμένη και από την πορεία της επιχείρησης στη Συρία;
Ενισχυμένη δεν ξέρω αν είναι. Πρόκειται για θέμα αντιλήψεων. Για εμάς το θέμα ήταν, είναι και θα είναι η σχέση μας με την Τουρκία. Για την Τουρκία το κύριο θέμα είναι η Συρία. Το υπαρξιακό της δίλημμα που έχει εσωτερικές και εξωτερικές διαστάσεις είναι το κουρδικό ζήτημα, διότι φοβάται πάρα πολύ την τάση αυτονόμησης ενός μέρους του πληθυσμού των Κούρδων. Και επειδή δεν καταλαβαίνει κανείς αυτό το υπαρξιακό ζήτημα, γι’ αυτόν τον λόγο προσπαθεί να ενισχυθεί.
Σου λέει πως θα προκαλέσω ζητήματα στο Αιγαίο, να προκαλέσω θέματα με τους Αμερικανούς, μη με θεωρείς δεδομένο ότι θα αγοράσω από εσένα μόνο οπλικά συστήματα -και όντως πέρασε τον Ρουβίκωνα με τους S300 και θα δούμε πώς θα εξελιχθεί. Βλέπει ότι αυτά της βγαίνουν κατά κάποιον τρόπο γιατί υπό φυσιολογικές συνθήκες θα είχαν επιβληθεί σημαντικές κυρώσεις για αυτό που έχει κάνει, αλλά αυτό δεν συμβαίνει διότι και οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε περίεργη φάση -προχωράει η διαδικασία για την καθαίρεση Τραμπ. Και θεωρώ πως επειδή υπάρχει αυτή η αβεβαιότητα στην Αμερική και γενικότερη ασυνεννοησία στην Ευρώπη προκαλεί και σε μας αβεβαιότητα και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, και στην Τουρκία.
Η Άγκυρα απλώς βλέπει διαφορετικά τα πράγματα. Δεν έχει καταφέρει να ενσωματωθεί πλήρως στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Κι αυτό ήταν πάντα το ζήτημα, γιατί η Ελλάδα στηρίζει την ενταξιακή πορεία. Δεν έχει καταφέρει να αλλάξει η Τουρκία. Αλλά η διαδικασία έχει παγώσει για πολλούς λόγους. Η ίδια λοιπόν θεωρεί πως πρέπει έτσι να αντιδράσει. Αλλά δεν σημαίνει ότι είναι παράλογη ηγεσία. Δεν έχει καταφέρει, όσο και να θέλαμε εμείς, να συμμετέχει σε ένα αξιακό σύστημα στο οποίο τηρούνται κάποιοι κανόνες. Έτσι δρα βάσει του συμφέροντός της. Και στο κάτω-κάτω, εμείς είμαστε το αδύναμο μέρος από στρατιωτικής άποψης συγκριτικά με την Τουρκία, αλλά είμαστε πιο ισχυροί ως μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επειδή μιλάμε για τις αρχές του δικαίου. Αλλά νομίζω πως είναι ένα διαπραγματευτικό όπλο που υπάρχει στο τραπέζι και να δούμε πού θα βρούμε τη λύση. Από κει και πέρα από τα λόγια μέχρι τις πράξεις δεν είναι εύκολη διαδικασία. Υπάρχουν πολιτικές, λειτουργικές και νομικές συνέπειες. Αναφέρονται στη «γαλάζια πατρίδα», μιλούν για ένα εξοπλιστικό σύστημα που προσπαθεί να τα ενώσει όλα, υπάρχουν όμως διάφορα λειτουργικά προβλήματα. Στρατιωτικοί αναλυτές λένε πως δεν είναι σε φάση να δείξει την πυγμή που θα ήθελε να δείξει.
Και λόγω του πραξικοπήματος;
Εν μέρει ναι, διότι η στρατιωτική ηγεσία όλων των σωμάτων τελεί σε μεγάλο ποσοστό υπό διωγμό. Παράλληλα έχει και λειτουργικά προβλήματα. Μπορεί να αρέσκονται να λένε ότι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη, αλλά στην πράξη δεν είναι διότι ο πόλεμος δεν διεξάγεται πλέον στέλνοντας στρατιώτες αλλά με τα αντίστοιχα οπλικά συστήματα, τεχνολογία, κ.ο.κ. Και να μην ξεχνάμε ότι όλος ο στρατός της Τουρκίας -όχι μόνο από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 αλλά και πριν- είναι δομημένος σε δυτικά μοντέλα. Κι αυτό δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Έτσι χρησιμοποιεί στον δημόσιο λόγο τις κραυγές λέγοντας πως υπερασπίζεται τα συμφέροντά της. Εκεί που της βγαίνει, π.χ. λέει πως δεν είμαι ο μόνος που μπήκα παράνομα στη Συρία, αλλά κι οι ΗΠΑ κι άλλες δυνάμεις. Μπορεί να παραβιάζει την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, μίας πολύ αδύναμης χώρας. Αλλά για να αρχίσει πραγματικά να στέλνει πλοία στην ελληνική ΑΟΖ δεν είναι τόσο εύκολο στην παρούσα φάση.
Πώς θα αντιδράσει η Ελλάδα;
Νομίζω πως πρέπει να λογικευτούμε όλοι. Πρέπει να βλέπουμε τον πόλεμο ως ένα σενάριο τραβηγμένο. Ούτε εμείς θέλουμε. Και οι στρατιωτικοί αυτό θα πουν: πως πρέπει να αποφευχθεί ο πόλεμος. Νομίζω πως η Ελλάδα πρέπει να αντιδράσει διπλωματικά, να συνεχίσει τον διάλογο για τα Μέσα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, να μιλά στα διεθνή fora γιατί έτσι παρεμποδίζει την περαιτέρω διολίσθηση των σχέσεων. Στο πλαίσιο της ΕΕ να δημιουργήσει κάποιο κεκτημένο υπεράσπισης, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν υπογράψει τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας και ότι τα ελληνικά σύνορα είναι ευρωπαϊκά. Αυτή είναι μια πάγια τακτική των κυβερνήσεων της τελευταίας 15ετίας. Πρέπει να είναι πάντα έτοιμη η αποτρεπτική δύναμη -ενός στρατεύματος με πιο σύγχρονα οπλικά συστήματα και όλα τα σώματα, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες.
Να βρίσκεται σε ετοιμότητα, να συνεχίζει να ψάχνει συμμαχίες. Αλλά πάντα με τη διάθεση ότι θα συζητήσει με την Τουρκία. Αν δεν μπορούμε να πάμε στο γαλλογερμανικό μοντέλο του 1961 -όταν έπειτα από δεκαετίες Παρίσι και Βερολίνο κατάλαβαν πως πρέπει να έχουν μια συνθήκη φιλίας- να διατηρήσουμε αυτό που έχουμε σήμερα. Είμαστε ανοιχτές κοινωνίες -η Τουρκία λιγότερο- αλλά δεν πρέπει να παρασυρόμαστε.
Πρέπει να λογικευτούμε. Είμαστε μία μικρότερη χώρα, η Τουρκία έχει πολύ περισσότερες δυνατότητες αλλά αυτό δεν σημαίνει και πόλεμος. Υπάρχουν οι δικλείδες ασφαλείας για να μην φτάσουν τα πράγματα σε ρήξη, όπως το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ, άλλοι θεσμοί στους οποίους ανήκουμε, ο διμερής διάλογος. Υπάρχει η ισχυρή άμυνα η οποία στηρίζει ένα συνεχή διάλογο. Δεν πρέπει να παρασύρονται οι εκάστοτε κυβερνήσεις από τις φωνές όξυνσης. Σε κάθε φάση κρίσης εγώ βλέπω τους δυο λαούς να συνομιλούν και να συνυπάρχουν, να ταξιδεύουν. Άλλο η ένταση κι άλλο η επαφή, οι δεσμοί -κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτιστικοί, τουριστικοί- των πληθυσμών. Αλλά απαιτείται εγρήγορση και διάλογος.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 8 Δεκεμβρίου 2019