Η απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος (2626-2635/2018), που εκδόθηκε την περασμένη Δευτέρα, είναι η πρώτη που εκδίδεται από το ΣτΕ μετά το μπαράζ προσφυγών στα πρωτοδικεία της χώρας από εν ενεργεία υπαλλήλους και συνταξιούχους για τις περικοπές των δώρων και του επιδόματος αδείας, οι οποίες με τη σειρά τους βασίστηκαν σε απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ το 2015, η οποία έκρινε ότι οι περικοπές μετά το 2012 είναι αντισυνταγματικές.
Πρόκειται ουσιαστικά για τη συνέχεια απόφασης του διοικητικού πρωτοδικείου Ναυπλίου, που δικαίωσε υπάλληλο του υπουργείου Δικαιοσύνης, εναντίον της οποίας προσέφυγε το ελληνικό δημόσιο, φέρνοντας την υπόθεση στο ΣτΕ. Λόγω μείζονος σπουδαιότητας, η υπόθεση παραπέμφθηκε για αμετάκλητη κρίση στην ολομέλεια του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της κρίσης του Στ’ τμήματος, οι επίμαχες περικοπές που έγιναν με τον νόμο 4093/2012 αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Ωστόσο, λόγω της αντισυνταγματικότητας, η υπόθεση παραπέμπεται για τελική κρίση στην ολομέλεια του ΣτΕ.
Κάτω του επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης
Οι περικοπές επιβλήθηκαν από 1-1-2013 και σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας «ο νομοθέτης όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους οι δικαστές αναγνωρίζουν ότι ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες, μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο επισημαίνουν ότι: «Με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα, δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτέρω μείωση αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».
Και προσθέτουν ότι «επιδόματα, εορτών και αδείας συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».
Οι ανώτατοι δικαστές καταλήγουν τονίζοντας ότι «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορότητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις».
Από πότε και σε ποιους θα δοθούν τα αναδρομικά
Κρίσιμο θέμα για το οποίο θα αποφανθεί η ολομέλεια τώρα είναι από πότε θα οφείλονται αναδρομικά. Από το 2013, από τότε δηλαδή που εφαρμόστηκαν οι περικοπές, ή από το 2015 όταν και εκδόθηκε η προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας, καθώς και αν η απόφαση επεκτείνεται μέχρι και το 2018 και εφεξής, αν δηλαδή από εδώ και πέρα το δημόσιο υποχρεωθεί να επαναφέρει.
Επίσης αν οι αποφάσεις που εκδίδονται θα έχουν γενική ισχύ, δηλαδή θα αφορούν όλους τους ενδιαφερόμενους ή μόνο εκείνους που είχαν την πρόνοια να προσφύγουν στα δικαστήρια.
Αν η ολομέλεια του ΣτΕ κρίνει ότι τα επιδόματα πρέπει να καταβληθούν αναδρομικά από την 1-1-2013, δικαιούχοι αναδρομικών για την εξαετία 2013 - 2018 μπορούν να καταστούν οι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, που από τον Οκτώβριο του 2011 έως τις 31-12-2015 αμείβονταν με το ενιαίο μισθολόγιο του ν. 4024/2011 και από την 1η/1/2016 μέχρι και σήμερα αμείβονται με το ενιαίο μισθολόγιο του νόμου 4354/2015.
Σε αυτούς περιλαμβάνονται:
- Οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου, που υπηρετούν στα υπουργεία, στην Προεδρία της Δημοκρατίας, στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, που δεν έχουν νομική προσωπικότητα και στη Βουλή των Ελλήνων.
- Οι υπάλληλοι των Ανεξαρτήτων Διοικητικών Αρχών με νομική προσωπικότητα.
- Οι υπάλληλοι των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης.
- Οι υπάλληλοι των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού (δήμοι, περιφέρειες).
- Οι υπάλληλοι των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ).
- Οι υπάλληλοι των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), που ανήκουν στο κράτος ή σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ.
- Οι υπάλληλοι των Δημοσίων Επιχειρήσεων, Οργανισμών και Ανώνυμων Εταιρειών. Οι εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Οι υπάλληλοι της Γραμματείας των δικαστηρίων και Εισαγγελιών, των έμμισθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων της χώρας.
- Οι γιατροί υπηρεσίας υπαίθρου και οι μόνιμοι αγροτικοί γιατροί.
- Οι υπάλληλοι των Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΕΔΚ) και Περιφερειακών Ενώσεων Δήμων (ΠΕΔ) της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ) και της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝΠΕ).
- Οι υπάλληλοι των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων.
- Το προσωπικό των νομικών προσώπων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, των εξομοιούμενων προς αυτά των λοιπών εκκλησιών, δογμάτων και γνωστών θρησκειών, που επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.
- Οι λοιποί υπάλληλοι και λειτουργοί του δημοσίου: Οι αμειβόμενοι με ειδικά μισθολόγια, δηλαδή οι στρατιωτικοί, οι αστυνομικοί, οι πυροσβέστες, οι λιμενικοί, οι γιατροί του ΕΣΥ, οι καθηγητές ΑΕΙ και ΤΕΙ, οι ερευνητές, οι διπλωματικοί υπάλληλοι για χρονικές περιόδους από την 1-1-2013 και μετά, κατά τις οποίες οι ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές τους δεν υπερέβαιναν το ποσό των 3.000 ευρώ.
- Οι υπάλληλοι της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ).
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23 Δεκεμβρίου 2018