«Ο προσδιορισμός του κατώτερου μισθού πρέπει να επανέλθει αμέσως στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ανέφερε ο πρόεδρος του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος.
Το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ παρουσίασε την πρότασή του για τον κατώτατο μισθό, εν μέσω των διαπραγματεύσεων και σχεδιασμών που έχουν ξεκινήσει μεταξύ της κυβέρνησης και των κοινωνικών εταίρων για την αύξησή του από την 1η Απριλίου του 2023. Σε αυτή αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «Ο κατώτατος μισθός προσδιορίζει ένα ελάχιστο όριο βιοτικού επιπέδου, που είναι κοινωνικά αποδεκτό στις δημοκρατίες, για εκείνους που βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της κατανομής των αμοιβών. Επιπλέον, όπως έχουν δείξει πολλές μελέτες και εκθέσεις διεθνών οργανισμών, ο κατώτατος μισθός είναι ένας προωθητικός μηχανισμός της οικονομικής ανάπτυξης με σημαντική συμβολή στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στην ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης (ILO, 2022)».
Επίσης, «η πορεία του πληθωρισμού αποτελεί την πιο σημαντική εστία αστάθειας για την ελληνική οικονομία την τρέχουσα περίοδο με σοβαρές δημοσιονομικές, μακροοικονομικές και κοινωνικές
συνέπειες. Ενδογενείς και εξωγενείς αιτίες τροφοδοτούν κύματα ακρίβειας στην ενέργεια και σε
βασικά αγαθά αυξάνοντας την αβεβαιότητα των προοπτικών της οικονομίας και επιδεινώνοντας
τις συνθήκες διαβίωσης των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων», παρατηρεί το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Ακολούθως, το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ προτείνει την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 826 ευρώ, ωστόσο «διαπραγματεύεται» η απόσταση από τον σημερινό κατώτατο μέχρι τα 826 ευρώ να καλυφθεί «με άμεση συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για το χρονοδιάγραμμα επίτευξής του».
Η κεντρική ιδέα της πρότασης του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ για την αύξηση του κατώτατου μισθού:
«Αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, συν
τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023, δηλαδή στα 826 ευρώ, με άμεση συμφωνία
των κοινωνικών εταίρων για το χρονοδιάγραμμα επίτευξής του.
Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του
ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση των εργοδοτών, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών
του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.
Αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των ΣΣΕ, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της
εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).
Άμεση επαναφορά των τριετιών.
Άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων
από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών).
Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής
παραβατικότητας.
Ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία
των κατώτατων ορίων αμοιβής και εργασίας».