Για «αυξανόμενο αριθμό των περιστατικών βίας και των σοβαρών παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενάντια σε πρόσφυγες και μετανάστες που λαμβάνουν χώρα στα σύνορα διάφορων ευρωπαϊκών χωρών, με αρκετά από αυτά να έχουν οδηγήσει σε τραγικές απώλειες ανθρώπινων ζωών», κάνει λόγο σε δήλωση του ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, Φίλιππο Γκράντι, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη βαθιά ανησυχία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για αυτά τα περιστατικά.
Όπως τονίζει ο κ. Γκράντι, σε πολλά σημεία εισόδου σε θαλάσσια και χερσαία σύνορα, εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE), συνεχίζουν να αναφέρονται «βία, κακομεταχείριση και αναγκαστικές επιστροφές εκτός νομικού πλαισίου (pushbacks), παρά τις συνεχείς εκκλήσεις οργανισμών του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ύπατης Αρμοστείας, διακυβερνητικών οργανισμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων για να δοθεί ένα τέλος σε αυτές τις πρακτικές».
«Είμαστε εξαιρετικά θορυβημένοι από τις επαναλαμβανόμενες και συστηματικές αναφορές από τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία, όπου η Ύπατη Αρμοστεία έχει καταγράψει σχεδόν 540 περιστατικά άτυπων επιστροφών από την Ελλάδα από τις αρχές του 2020. Υπάρχουν επίσης αναφορές για πολύ ανησυχητικά περιστατικά στην Κεντρική και την Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη, ιδίως στα σύνορα με κράτη μέλη της ΕΕ. Με λίγες εξαιρέσεις, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν αποτύχει να ερευνήσουν τέτοιες αναφορές, παρά τον μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο αριθμό αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων. Αντιθέτως, υψώνονται τείχη και φράχτες σε πολλά σύνορα. Εκτός από την άρνηση εισόδου, έχουμε επίσης λάβει αναφορές ότι πρόσφυγες μπορεί να έχουν επιστραφεί στη χώρα καταγωγής τους, παρά τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν εκεί, κάτι που είναι αντίθετο με τη διεθνή νομική αρχή της μη επαναπροώθησης (non-refoulement)», υπογραμμίζει ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες.
Ακόμη ο κ. Γκράντι σημειώνει: «Το δικαίωμα να ζητά και να λαμβάνει άσυλο ένας άνθρωπος δεν εξαρτάται από τον τρόπο που φτάνει σε μια χώρα. Οι άνθρωποι που επιθυμούν να ζητήσουν άσυλο θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν, καθώς και να τους παρέχεται ενημέρωση για τα δικαιώματά τους και νομική βοήθεια. Οι άνθρωποι που τρέπονται σε φυγή εξαιτίας του πολέμου και των διώξεων έχουν ελάχιστες διαθέσιμες επιλογές. Είναι απίθανο τα τείχη και οι φράχτες να λειτουργήσουν ως ουσιαστικό μέσο αποτροπής. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να μεγεθύνουν τον πόνο των ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, ιδίως των γυναικών και των παιδιών, ωθώντας τους να εξετάσουν διαφορετικές, και συχνά πιο επικίνδυνες, οδούς που πιθανότατα θα οδηγήσουν σε περισσότερους θανάτους».
Ακόμη, όπως υπογραμμίζει, «οι ευρωπαϊκές χώρες υποστηρίζουν σθεναρά εδώ και χρόνια το έργο της Ύπατης Αρμοστείας και παρέχουν σημαντική βοήθεια, η οποία συμβάλλει τόσο στην προστασία των προσφύγων όσο και στη στήριξη των χωρών υποδοχής. Ωστόσο, η οικονομική και άλλους είδους στήριξη σε τρίτες χώρες δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ευθύνη και τις υποχρεώσεις των κρατών να υποδέχονται και να παρέχουν προστασία στους πρόσφυγες στη δική τους επικράτεια. Τα προγράμματα επανεγκατάστασης και άλλες νόμιμες οδοί αποτελούν σημαντικά δείγματα στήριξης προς τις βασικές χώρες υποδοχής, ωστόσο δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις υποχρεώσεις των κρατών απέναντι σε ανθρώπους που αναζητούν άσυλο στα σύνορα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων που φτάνουν παράτυπα και αυθόρμητα, ακόμα και με πλοιάρια».