ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Δύο μήνες σε κατάσταση ακραίας ευφλεκτότητας

Σοφία Χριστοφορίδου01 Ιουλίου 2024

Οι ειδικοί προβλέπουν ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι ακόμη πιο δύσκολοι, εάν συνεχίσει η σωρευτική επίδραση των καιρικών συνθηκών, δηλαδή υψηλή θερμοκρασία σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ξηρασία.

Τα εποχιακά μοντέλα πρόγνωσης καιρού έδειχναν ήδη από την άνοιξη ότι ήταν προ των πυλών ένα πολύ θερμό καλοκαίρι, εκτιμώντας ότι οι μέσες θερμοκρασίες του τριμήνου Ιουνίου-Ιουλίου-Αυγούστου στη χώρα μας μπορεί να φθάσουν μέχρι και 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τις κανονικές για την εποχή, είτε σταθερά είτε με κύματα καύσωνα που εναλλάσσονται με διαστήματα κανονικών ή και χαμηλότερων θερμοκρασιών.

«Επειδή από τον περασμένο χειμώνα δεν είχαμε βροχές και χιόνια η νεκρή βλάστηση με τις υψηλές θερμοκρασίες και τη χαμηλή υγρασία ξεράθηκε και αυτή τη στιγμή, σχεδόν στο σύνολο της Ελλάδας, με εξαίρεση ίσως κάποιες ορεινές περιοχές, είναι σε μία κατάσταση κρίσιμης ευφλεκτότητας. Δηλαδή, χρειάζεται μία μικρή σπίθα για να υπάρξει φωτιά. Ανάλογα με το τι συνθήκες θα επικρατούν στην περιοχή, μπορεί αυτή η φωτιά να λάβει και διαστάσεις και να γίνει και ανεξέλεγκτη, όπως είδαμε την τελευταία εβδομάδα και στην Άνδρο και στην Αττική» τονίζει στη «ΜτΚ» ο πυρομετεωρολόγος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Θοδωρής Γιάνναρος, εκτιμώντας ότι έχουμε μπροστά μας ακόμη δύο δύσκολους μήνες. 

«Την προηγούμενη βδομάδα είχαμε το πρώτο σοβαρό επεισόδιο επικίνδυνων πυρομετεωρολογικών συνθηκών, δηλαδή υψηλών θερμοκρασιών, χαμηλής ατμοσφαιρικής υγρασίας και πολύ ενισχυμένων ανέμων. Όσο έχουμε αυτόν τον τύπο καιρού και όσο δεν βρέχει αξιόλογα, αυτή η κατάσταση θα γίνεται ολοένα και χειρότερη. Σταδιακά πηγαίνοντας προς τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, θα είναι ακόμη πιο εύκολο να εκδηλωθεί φωτιά, ακόμη και χωρίς θυελλώδεις ανέμους, καθώς τα δασικά καύσιμα θα φτάσουν σε μία κατάσταση ακραίας ευφλεκτότητας» προσθέτει ο ίδιος.

Όλα αρχίζουν με μια σπίθα

Μπορεί η κλιματική αλλαγή να έχει αλλάξει τις πυρομετεωρολογικές συνθήκες, όμως «οι φωτιές δεν μπαίνουν λόγω των συνθηκών. Ακόμα και με πολύ υψηλές θερμοκρασίες και πολύ χαμηλή υγρασία και ισχυρούς ανέμους, αν δεν υπάρξει σπίθα δεν θα υπάρξεις φωτιά. Η θεραπεία του προβλήματος είναι να μην υπάρχουν σπίθες» σχολιάζει ο κ. Γιάνναρος. «Από τη στιγμή που μπαίνει φλόγα, λόγω της παρά πολύ υψηλής ευφλεκτότητας η φωτιά μπορεί να κινείται ταχύτατα. Μπορεί η δομή της ατμόσφαιρας να είναι τέτοια που να οδηγήσει στο ‘πάντρεμα’ της φωτιάς με τον καιρό και τελικά να δούμε πυρκαγιές όπως αυτές του 2021. Αυτή τη στιγμή δεν βλέπουμε προγνωστικά κάτι τέτοιο, αλλά το ότι έχουμε σταθερά πολύ υψηλές θερμοκρασίες με χαμηλή υγρασία είναι ένα στοιχείο ιδιαίτερα ανησυχητικό» τονίζει.

Η φωτιά δεν θέλει πόλεμο, θέλει διαχείριση

Ο κ. Γιάνναρος εκπροσωπεί το Αστεροσκοπείο στην υποομάδα μετεωρολογικής υποστήριξης του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας που καταρτίζει τον χάρτη πρόγνωσης κινδύνου πυρκαγιάς. Όπως λέει, το νέο «δόγμα» του υπουργείου για γρήγορη προσβολή της φωτιάς και χρήση εναέριων από την πρώτη στιγμή μέχρι στιγμής φαίνεται να αποδίδει, παρότι ο ίδιος διατηρεί τις επιφυλάξεις του. Όπως λέει, αν θέλουμε να διαχειριστούμε καλύτερα τις φωτιές «θα πρέπει να τις καταλάβουμε, δηλαδή να πάρουμε μετρήσεις από το φαινόμενο. Άπαξ και γίνει ‘θηρίο’ η φωτιά είναι αδύνατον να τη σταματήσεις. Πρέπει να καταλάβεις γιατί γίνονται θηριώδεις οι φωτιές και να βρεις χωρικά και χρονικά που είναι πιο αποτελεσματικό να τις χτυπήσεις. Εμείς εδώ πολλές φορές χτυπάμε τη φωτιά κατά μέτωπο, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις, για φωτιές που έχουν ξεφύγει, είναι αδιανόητο. Απαιτείται τακτική ανάλυση της φωτιάς, το οποίο δεν γίνεται σήμερα στην Ελλάδα, παρότι υπάρχει τεχνογνωσία».

Ο κ. Γιάνναρος επισημαίνει ότι για να υπάρχει πρόληψη χρειάζεται λεπτομερής ποσοτική καταγραφή των αιτιών. «Βολεύει όλη την ελληνική κοινωνία και την πολιτεία να υπάρχει ένα πέπλο ομίχλης, στα όρια της συνωμοσιολογίας, για τα αίτια της φωτιά. Η φωτιά δεν θέλει πόλεμο, θέλει διαχείριση, που μπορεί να γίνει και μέσα στο χειμώνα» λέει ο κ. Γιάνναρος, αναφερόμενος στην πρακτική της ελεγχόμενης καύσης της νεκρής βλάστησης. Κατά τον ίδιο θα πρέπει κάποια στιγμή να «μπουν στο κάδρο» και τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, που υπερφορτώνονται λόγω αυξημένης ζήτησης και μπορεί να προκληθεί ένα τοπικό βραχυκύκλωμα.

Τα πεύκα είναι... αθώα

Μία συνήθης παρανόηση που υπάρχει στην κοινή γνώμη είναι ότι τα πεύκα περίπου «ευθύνονται» για τις πυρκαγιές, γιατί «λαμπαδιάζουν» εύκολα και συμβάλλουν στην εξάπλωση της φωτιάς. «Είναι λάθος ότι τα πεύκα τινάζουν τα κουκουνάρια τους και μεταφέρουν την πυρκαγιά» τονίζει η καθηγήτρια στο Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ Θέκλα Τσιτσώνη. Όπως εξηγεί, λόγω της μεγάλης έντασης και των υψηλών θερμοκρασιών που αναπτύσσονται στο κέντρο της πυρκαγιάς, δημιουργούνται ρεύματα αέρος που ανεβάζουν τα αποκαΐδια και τα μεταφέρουν σε μεγάλες αποστάσεις. Αντιθέτως τα κουκουνάρια παραμένουν πάνω στα κλαδιά κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς και όταν σβήσει τότε ανοίγουν και να ρίξουν κάτω τους σπόρους τους. 

Απλώς τα πεύκα καίγονται πιο εύκολα γιατί έχουν τη ρητίνη. Από την άλλη τα πεύκα έχουν και τους μηχανισμούς επιβίωσης για την αναγέννηση του δάσους, ήδη από το επόμενο φθινόπωρο μετά από μια πυρκαγιά. «Η χαλέπιος πεύκη είναι ‘ολιγαρκές’ είδος, ευδοκιμεί ακόμα και σε ξηροθερμικές συνθήκες, με λίγο νερό και χώμα φτωχό σε θρεπτικά συστατικά, εκεί που δεν θα επιβίωναν άλλα είδη. Υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι δεδομένο ότι τα οικοσυστήματα αυτά καίγονται κάθε 50 με 100 χρόνια. Τώρα όμως που ζούμε μη φυσιολογικές συνθήκες, καίγονται κάθε 3-5 χρόνια. 

Όταν όμως αυξάνεται η συχνότητα των πυρκαγιών, τα πεύκα δεν προλαβαίνουν να φτάσουν σε ηλικία 15 έως 20 χρόνων, για να έχουν ώριμους σπόρους. Άρα στα διπλοκαμένα δεν μπορούμε να έχουμε φυσική αναγέννηση» επισημαίνει η κ. Τσιτσώνη. Πλέον οι φωτιές φτάνουν και σε μεγάλα υψόμετρα, όπου φύονται είδη που δεν είναι προσαρμοσμένα στην πυρκαγιά, όπως είναι η μαύρη πεύκη και η ελάτη, και δεν έχουν μηχανισμούς αναγέννησης και θα πρέπει να γίνει τεχνητή αναδάσωση. «Η φύση επιλέγει πού θα αναπτυχθεί τι. Είναι συγκεκριμένες οι περιοχές όπου μπορούμε να αντικαταστήσουμε τα πεύκα με πλατύφυλλα και αυτά χρειάζονται περιποίηση. Δεν είναι απλό να πούμε θα βγάλουμε την ελάτη και θα βάλουμε οξιά που αναπτύσσεται στην ίδια ζώνη. Η φύση ξέρει και κάνει την επιλογή» σημειώνει η κ. Τσιτσώνη. Η ίδια εκτιμά ότι «ζούμε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Δεν θέλω να είμαι προάγγελος κακών ειδήσεων. Αφού ξεκινήσαμε από τώρα, πού θα φτάσουμε τον Αύγουστο;».

Τα δέντρα που καίγονται επιτείνουν την κλιματική αλλαγή που «φουντώνει» τις πυρκαγιές

Με την κλιματική κρίση να... προελαύνει η κατάσταση με τις φωτιές είναι «κάθε πέρσι και καλύτερα». Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Nature Ecology & Evolution με κύριο συγγραφέα τον Calum Cunningham, από το πανεπιστήμιο της Τασμανίας στην Αυστραλία, η συχνότητα και το μέγεθος των ακραίων δασικών πυρκαγιών φαίνεται να έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια, με τα έξι πιο ακραία έτη να συμβαίνουν από το 2017 και μετά. Η ανάλυση των δορυφορικών δεδομένων έδειξε επίσης ότι ο αριθμός των ακραίων πυρκαγιών είχε αυξηθεί περισσότερο από 10 φορές τα τελευταία 20 χρόνια σε δάση κωνοφόρων της εύκρατης ζώνης, όπως στις δυτικές ΗΠΑ και στη Μεσόγειο.

Όταν καίγονται τα δάση η ζημιά είναι διπλή. Εκείνη τη στιγμή απελευθερώνονται τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα που επιτείνουν το πρόβλημα με την κλιματική αλλαγή. Όταν πλέον σβήσει η φωτιά, δεν υπάρχουν πια τα δέντρα που δέσμευαν το διοξείδιο του άνθρακα, συμβάλλοντας στο μετριασμό του φαινομένου του θερμοκηπίου.

Οι ερευνητές που δημοσίευσαν τη μελέτη τους στο Nature Ecology & Evolution προειδοποιούν ότι η αύξηση των τεράστιων πυρκαγιών απειλεί να καθιερώσει έναν «διαρκώς ανατροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο», όπου οι τεράστιες εκπομπές που απελευθερώνονται από τις πυρκαγιές ρίχνουν κι άλλο «λάδι στη φωτιά» της υπερθέρμανσης του πλανήτη, η οποία με τη σειρά της προκαλεί περισσότερες πυρκαγιές.

Μία άλλη έρευνα ελλήνων επιστημόνων που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Fire διαπιστώνει ότι όσο η μέση θερμοκρασία συνεχίσει να αυξάνεται τόσο θα αυξάνεται εκθετικά και η εκπομπή επιβλαβών αερίων από την καύση των δέντρων. Οι ερευνητές Νικόλαος Ηλιόπουλος, Ιάσωνας Αλιφέρης και Μιχαήλ Χάλαρης, χρησιμοποίησαν ως υπόδειγμα δύο πραγματικές πυρκαγιές στην Ραφήνα και τον Νέο Βουτζά, στην Ανατολική Αττική, τον Ιούλιο του 2005. Εξέτασαν την παραγωγή μικροσωματιδίων που επηρεάζουν το αναπνευστικό (PM2,5, PM10) όσο και αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (διοξείδιο του άνθρακα και μεθάνιο) τόσο σε πραγματικές συνθήκες όσο και σε δύο σενάρια, αύξησης της μέσης θερμοκρασίας κατά 1 και κατά 2 βαθμούς Κελσίου. 

Τα μοντέλα που χρησιμοποίησαν οι ερευνητές έδειξαν ότι με αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά δύο βαθμούς Κελσίου η ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται από την καύση του ξύλου μπορεί έως και να τετραπλασιαστεί και στην περίπτωση του μεθανίου να πενταπλασιαστεί. «Πρόκειται για ένα αέναο κύκλο που συνεισφέρει σημαντικά στην κλιματική αλλαγή» σημειώνει στη «ΜτΚ» ο Μιχαήλ Χάλαρης, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Χημείας του ΔΠΘ και υποστράτηγος εν αποστρατεία του Πυροσβεστικού Σώματος. «Με τις καινούριες θερμοκρασιακές συνθήκες εκλύεται μεγαλύτερη ποσότητα αυτών των αερίων και άρα επιδεινώνεται η κατάσταση με την κλιματική αλλαγή».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30.06.2024
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.