Το επόμενο μεγάλο βήμα ετοιμάζονται να κάνουν οι ορυζοπαραγωγοί της Θεσσαλονίκης, με την τοποθέτηση στα ράφια των σούπερ μάρκετ, «λευκού» και «κίτρινου» ρυζιού, του εξαιρετικής ποιότητας εξαγώγιμου προϊόντος που παράγεται στο δέλτα των ποταμών Αξιού, Λουδία και Αλιάκμονα. Την δοκιμαστική είσοδο τυποποιημένων ρυζιών σε συσκευασίες λιανικής σχεδιάζει η ΕΑΣ Θεσσαλονίκης ΑΕ, η μεγάλη οργάνωση με μετόχους εννέα συνεταιρισμούς στους νομούς Θεσσαλονίκης και Κιλκίς και περίπου 4.500 μέλη- παραγωγούς.
Η κίνηση αυτή, όπως είπε ο διευθυντής της ΕΑΣΘ κ. Κώστας Γιαννόπουλος, ακολουθεί την επιτυχημένη είσοδο των ελληνικών ρυζιών, κυρίως των μεσόσπερμων ("λευκών"), στις αγορές της Μέσης Ανατολής, μέσω της υλοποίησης του μεγάλου τριετούς προγράμματος EU RICE, το οποίο εισέρχεται στην τρίτη φάση του και ολοκληρώνεται τον Μάρτιο του 2024.
Στην πεδιάδα Θεσσαλονίκης, το 70% του ελληνικού ρυζιού
Η πρωτοβουλία αυτή αναμένεται να έχει ξεχωριστή βαρύτητα, καθώς στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης παράγεται το 70% και πλέον του ελληνικού ρυζιού, προϊόντος εξαγώγιμου με εξαιρετικές προοπτικές ανάπτυξης για τους παραγωγούς αλλά και τις μεταποιητικές και εμπορικές επιχειρήσεις, αφού από το σύνολο της ελληνικής παραγωγής φθάνει να εξάγεται κάθε χρόνο, αν και χύδην ως επί το πλείστον, το 60%-75%, όπως είπε στο makthes.gr o πρόεδρος της ΕΑΣΘ κ. Χρήστος Τσιχήτας.
Ρύζι και κλιματική αλλαγή- ελλείψεις στη διεθνή αγορά
Σε μία περίοδο που η κλιματική αλλαγή πλήττει άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, μεγάλες παραγωγούς ρυζιού όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία αλλά και η Γαλλία, η ορυζοκαλλιέργεια κρατάει καλά στην Ελλάδα, η οποία διαθέτει αποθέματα από την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο, ενώ οι βροχοπτώσεις του τελευταίου μήνα προοιωνίζονται μία ακόμη καλή χρονιά.
Όλα δείχνουν ότι η φετινή σεζόν, που αρχίζει αυτή την περίοδο με τη σπορά, θα εξελιχθεί ικανοποιητικά αφού μάλιστα οι παραγωγοί, με τις τιμές του έμφλοιου να κυμαίνονται από 0,44 ευρώ (στο indica, μακρύσπερμο) έως και 0,54 ευρω/ κιλό στα μεσόσπερμα, έχουν κάθε λόγο να στηρίξουν την καλλιέργεια αφού μάλιστα έχουν και το πρόσθετο έσοδο που προκύπτει από τη συνδεδεμένη ενίσχυση, έσοδο που φθάνει στα 30 ευρώ ανά στρέμμα, εφόσον η στρεμματική απόδοση πιάνει τα 400 κιλά τουλάχιστον.
Όπως εκτίμησαν οι κύριοι Τσιχήτας και Γιαννόπουλος, θα οδηγούν στην ορυζοκαλλιέργεια κατ’ ελάχιστο 260.000-270.000 στρέμματα κι’ αυτό επειδή, την προηγούμενη διετία το βαμβάκι «έπαιξε» ανταγωνιστικά σε επίπεδο τιμών. Να σημειωθεί ότι στη χώρα μας τα τελευταία αρκετά χρόνια, καλλιεργούνται για την παραγωγή ρυζιού 270.000 -300.000 στρέμματα. Ιδανική περιοχή για την ορυζοκαλλιέργεια είναι η πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, που δίνει σχεδόν τα ¾ της εγχώριας παραγωγής, ενώ ρύζι παράγεται επίσης σε Σέρρες, Καβάλα, Μεσολόγγι, Λαμία και Ορεστιάδα.
Την Ελλάδα δεν έχουν αγγίξει, μέχρι τώρα, οι ελλείψεις που υπάρχουν στη διεθνή αγορά συνεπεία κυρίως της κλιματικής αλλαγής, που προκάλεσε καταστροφές σε Κίνα και Πακιστάν και μεγάλες μειώσεις, εξαιτίας λειψυδρίας και υψηλών θερμοκρασιών, σε περιοχές της Ευρώπης. Σύμφωνα με τον κ. Τσιχήτα, η ζήτηση για εγχώρια κατανάλωση καλύπτεται απολύτως, αφού από τις περίπου 250.000 τόνους έμφλοιου ρυζιού, για την εσωτερική αγορά πάνε προς επεξεργασία και διάθεση περί τις 80.000-100.000 έμφλοιου.
Επιπλέον, το ρύζι, βασικό διατροφικό προϊόν, ήρθε να καλύψει μέρος των ελλείψεων που προκλήθηκαν λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και τις μεγάλες αναστατώσεις που εκδηλώθηκαν, οι οποίες όμως υποχωρούν με αποτέλεσμα η αγορά σε επίπεδα τροφοδοσίας και τιμών, να ισορροπεί σταδιακά, επισήμανε ο κ. Γιαννόπουλος.
Η Ελλάδα, δεν είναι μόνο παραγωγός και εξαγωγέας ρυζιού, αλλά και εισαγωγέας.
Ναι στις εισαγωγές, όχι στον αθέμιτο ανταγωνισμό
«Δεν είμαστε κατά των εισαγωγών από τρίτες χώρες, αλλά είμαστε κατά των εισαγωγών προϊόντων, ανέλεγκτων, που δεν πληρούν τους κανόνες φυτοπροστασίας που τηρούν οι Ευρωπαίοι παραγωγοί με αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή παραγωγή και μεταποίηση, να αντιμετωπίζει αθέμιτο ανταγωνισμό», υποστήριξε ο κ. Τσιχήτας.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε ρύζι από τρίτες χώρες, που είχε εξαχθεί στην Ιταλία, βρέθηκαν υπολείμματα της τοξικής ουσίας carbofuran, του οποίου η χρήση έχει απαγορευτεί σε περιοχές που γειτνιάζουν με επίγεια και υπόγεια νερά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να βρει τρόπους να προστατέψει το Ευρωπαϊκό ρύζι από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, επισήμανε και ο κ. Γιαννόπουλος, κάνοντας αναφορά στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου , το οποίο δικαίωσε την Καμπότζη και την Μιανμάρ, που είχαν προσφύγει κατά των δασμών στις εισαγωγές ρυζιού τύπου indica (μακρύσπερμο) την περίοδο 2019-2021.
Οι εξαγωγές ελληνικού ρυζιού
Στην Ελλάδα η ορυζοκαλλιέργεια είναι ιδιαίτερα δυνατή στην παραγωγή των μεσόσπερμων japonica, ποικιλιών όπως oι carolina και ronaldo. Oι μεσόσπερμες ίσως και να αντιστοιχούν στο 60% και πλέον της ελληνικής παραγωγής, ποικιλίες που ταιριάζουν στη γαστρονομία χωρών της Αραβικής Χερσονήσουν αλλά και σε ορισμένων Ευρωπαϊκών.
Η Ελλάδα πραγματοποιεί εξαγωγές σε χώρες της Ευρώπης, των υπολοίπων Βαλκανίων αλλά και της Μέσης Ανατολής, όπως σε Ιορδανία, Λίβανο, ΗΑΕ, αλλά και στην Τουρκία.
Οι Έλληνες τρώνε λίγο ρύζι
«Η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ρυζιού στην χώρα μας, είναι χαμηλή, περί τα 4,8 κιλά το χρόνο. Άρα, ένας στόχος είναι, να αυξήσουμε την κατανάλωση ελληνικού ρυζιού στην εγχώρια αγορά, με την τοποθέτηση στα ράφια του λιανεμπορίου, του εξαιρετικού ρυζιού που παράγεται από τα μέλη της ΕΑΣΘ, σε εδάφη ιδανικά για την ορυζοκαλλιέργεια και με τους αυστηρότερους Ευρωπαϊκούς κανόνες φυτοπροστασίας, ρύζι ελεγμένο και πιστοποιημένο. Επόμενο βήμα, θα είναι οι πωλήσεις σε αγορές που έχουν ανοίξει τα τελευταία χρόνια, όπως της Ιορδανίας, του Λιβάνου, του Ντουμπάι», υπογράμμισε ο κ. Γιαννόπουλος.
Άλλωστε o πλήρης τίτλος του EU RISE είναι «Προώθηση της βιώσιμης παραγωγής ρυζιού στην Ελλάδα και στην Ισπανία», πρόγραμμα στο οποίο η ΕΑΣΘ έχει εταίρο το Consejo Regulador de la DOP Arroz de Valencia (Ρυθμιστική Αρχή του ρυζιού ΠΟΠ Βαλένθια).
Ένας λοιπόν στόχος της τοποθέτησης του ρυζιού που παράγουν οι αγρότες των συνεταιρισμών -μετόχων της ΕΑΣΘ, στο λιανεμπόριο, είναι η κατάκτηση μεριδίου της εγχώριας αγοράς μέσω και της αύξησης των καταναλισκόμενων ποσοτήτων και, άλλος, σε επόμενο χρόνο η αύξηση των εξαγωγών επώνυμων προϊόντων, κινήσεις που αν στεφθούν με επιτυχία, θα έχουν όφελος για τον αγρότη και όλη την αλυσίδα παραγωγής και εμπορίας ρυζιού.