Για τα ζητήματα που εγείρονται από το έγκλημα στα Γλυκά Νερά, που έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο, για το θέμα της γυναικοκτονίας και τις αντιφάσεις που διαφαίνονταν στην υπόθεση από την αρχή, μίλησε η εγκληματολόγος, Μαρία Αλβανού στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.
Αναφορικά με την διάσταση του εγκλήματος πάθους, που γράφτηκε από χρήστες στα κοινωνικά δίκτυα η κ. Αλβανού, διαχωρίζει την θέση της. «Δεν δέχομαι εύκολα την φράση σκότωσα από έρωτα, από αγάπη, που τις βλέπουμε στα κοινωνικά δίκτυα. Όταν τα συναισθήματα, της ζήλειας, της κτητικότητας, ξεπερνούν κάποιο όριο, δεν μπορούμε να μιλάμε για υγιείς σχέσεις, δεν μπορεί η αγάπη να στοιχειοθετείται με συναισθήματα που κάνουν κακό στον άλλο. Αγαπώ αλλά σε σκοτώνω δεν υπάρχει, αγάπη είναι, σε αγαπώ τόσο που ακόμα και μακριά μου να είσαι, θέλω να είσαι καλά», εξηγεί στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ η κ. Αλβανού.
Την σημασία που πρέπει να δοθεί στην γυναικοκτονία και πώς αυτή συνδέεται ενδεχομένως με ριζωμένες αντιλήψεις για την γυναίκα, αναλύει η εγκληματολόγος. «Μιλάμε για γυναικοκτονία, όπως και αρκετές γυναικείες οργανώσεις τονίζουν τα στοιχεία της κτήσης και της κτητικότητας, γιατί από ένα σημείο και μετά η γυναίκα παύει να είναι άνθρωπος, υπάρχει μια πλήρης απανθρωποποίηση, με έναν τρόπο η γυναίκα γίνεται αντικείμενό μου, το οποίο ορίζω, όπως εγώ θέλω να είναι, όσο θέλω να είναι δίπλα μου και όλο αυτό ορίζει τις σχέσεις. Και στις ανθρώπινες σχέσεις θέλουμε να έχουμε πρόσωπο, όχι αντικείμενο, αλλιώς δεν είναι ανθρώπινη σχέση, είναι απλά σχέση κτήσης, όπως έχω το κίνητό μου και είναι κάτι που εξυπηρετεί το δικό μου εγώ, όχι μια σχέση αγάπης, που είναι σχέση αμφίδρομη και σεβασμού».
Πρέπει να δούμε αν εμπλέκεται και άλλο πρόσωπο στο έγκλημα, λέει η κ. Λιβανού και σημειώνει πως υπάρχουν πολλές εκφάνσεις που προκαλούν το ενδιαφέρον. «Μην ξεχνάμε ότι το έγκλημα συνδέθηκε στην αρχή με το πλαίσιο της εγκληματικότητας και με εκφάνσεις που δίνουν οι άνθρωποι στην εγκληματικότητα στην κοινή γνώμη, ότι ήταν αλλοδαποί, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο από Έλληνες, όλα συνδέθηκαν με έναν τέτοιο τρόπο. Να όμως που η πραγματικότητα δεν είναι τέτοια όπως κανείς νομίζει».
Σε σχέση με το έργο της ΕΛΑΣ στην εξιχνίαση της υπόθεσης, η Μαρία Αλβανού, τονίζει ότι ενώ οι αντιφάσεις και τα κενά υπήρχαν από την αρχή, η αστυνομία ήταν προσεκτική και πολύ σωστά, καθώς αν υπήρχε στην επικοινωνία της ένα σενάριο που θα μπορούσε να στοχοποιεί έναν άνθρωπο που δεν θα είχε κάνει κάτι και ενδεχομένως ήταν και αυτός θύμα της υπόθεσης, θα ήταν μεγάλο λάθος. «Πάρα πολύ καλά λοιπόν η αστυνομία ακολούθησε μια προσεκτική επικοινωνία, τόνιζε κάποιες αντιφάσεις, αλλά δεν έχτιζε κάποιο σενάριο».
Στην απορία που εκφράζεται σχετικά με το πώς ένας πιλότος, που περνά ψυχομετρικά τεστ στο πλαίσιο της άσκησης του επαγγέλματός τους, η κ. Λιβανού και εδώ διαχωρίζει τα πράγματα. «Ότι a priori θεωρούμε πως τέτοια εγκλήματα έχουν να κάνουν με θέματα ψυχικής υγείας, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί γιατί αίρουν τον καταλογισμό από ένα σημείο και μετά.
Η ευφυία και το cover up μιας υπόθεσης δεν έχει να κάνει καθόλου με θέματα ψυχικής υγείας».
Το στοιχείο της τεχνολογίας και ότι διάφορα καθημερινά gadgets μπορούν να αξιοποιηθούν από τις αρχές για να δώσουν στοιχεία, είναι κάτι που αξίζει να δούμε, τονίζει η κ. Αλβανού, ενώ δίνει βαρύτητα, στο να ανοίξει στην ελληνική κοινωνία η συζήτηση για το θέμα της γυναικοκτονίας. «Πρέπει να δούμε την θέση και την προστασία της γυναίκας, γιατί πριν φτάσουμε σε αυτή την τραγωδία, οι γυναίκες περνούν άλλα στάδια τραγωδίας». Αναφορικά με την πιθανή συσχέτιση του εγκλήματος με την πανδημία, η εγκληματολόγος είναι κατηγορηματική. «Τα φαινόμενα που έχουν να κάνουν με τις ριζωμένες πατριαρχικές απόψεις πάνω στην κτητικότητα των ανδρών και την ταυτότητα και αξία των γυναικών, δεν σχετίζονται με την πανδημία, ωστόσο υπάρχουν κάποιες συνθήκες, όπως το lockdown, που δίνουν το εύφορο έδαφος του χρόνου και του τόπου».
Το στυγερό έγκλημα στα Γλυκά Νερά, σπάει τα στερεότυπα για το ποιοι είναι εν δυνάμει εγκληματίες καθώς όπως τονίζει η κ. Αλβανού, «δείχνει ότι εύποροι, όμορφοι, πλούσιοι, μορφωμένοι άνθρωποι, μπορεί να γίνουν κακοποιητές ή δολοφόνοι, ενώ υπάρχουν στην κοινωνία άλλα στερεότυπα για το ποιος μπορεί να διαπράξει ένα τέτοιο έγκλημα. Και αυτό δείχνει ότι δεν έχουμε καταλάβει ότι το μοντέλο της πατριαρχίας που έχει εισχωρήσει σε βάθος και ορίζει την βία κατά των γυναικών, είναι μια βία εξουσίας».