Κατά την διάρκεια του υπουργικού συμβουλίου που έγινε την Τρίτη (28/03), ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε πως οι εκλογές πρόκειται να πραγματοποιηθούν στις 21 Μαΐου. Οι εκλογές αυτές θα πραγματοποιηθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής.
Σε περίπτωση που δεν προκύψει κυβέρνηση, είτε εκ του αποτελέσματος, είτε από την διαδικασία των διερευνητικών εντολών, τότε τα καθήκοντα του Κυριάκου Μητσοτάκη αναλαμβάνει ένας υπηρεσιακός πρωθυπουργός.
Ποιοι είναι οι τρεις υποψήφιοι υπηρεσιακοί πρωθυπουργοί
Στην ανωτέρω αναφερόμενη περίπτωση, πρωθυπουργός αναλαμβάνει ένας ή μία εκ των τριών Ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, δηλαδή του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Είθισται τη θέση να αναλαμβάνει ο αρχαιότερος εκ των τριών, όμως οι απόψεις διίστανται σχετικά με το αν η αρχαιότητα μετρά από την ημέρα της εισαγωγής τους στο δικαστικό σώμα ή από την ανάληψη της προεδρίας του.
Οι τρεις υποψήφιοι πρωθυπουργοί για το μεσοδιάστημα μεταξύ 21 Μαΐου και 2 Ιουλίου, είναι η Μαρία Γεωργίου, πρόεδρος του Αρείου Πάγου που εισήχθη στο σώμα το 1983 και επιλέχθηκε πρόεδρος το 2021, η Ευαγγελία Νίκα, πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας που εισήχθη στο σώμα 1983 και επιλέχθηκε το 2022 και ο Ιωάννης Σαρμάς, πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εισήχθη το 1987 και επιλέχθηκε το 2019.
Μαρία Γεωργίου, πρόεδρος Αρείου Πάγου
Η Μαρία Γεωργίου του Μιχαήλ γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 7 Δεκεμβρίου 1956. Είναι διαζευγμένη και μητέρα ενός τέκνου. Μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής της στη Χαλκίδα το έτος 1974 εισήλθε στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε το πτυχίο της το έτος 1979.
Γνωρίζει πολύ καλά την Αγγλική και Γαλλική γλώσσα. Αφού έλαβε άδεια Δικηγόρου μετά από πρακτική άσκηση, εισήλθε στο δικαστικό κλάδο τον Ιούνιο του 1983 κατόπιν διαγωνισμού. Με βάση την βαθμολογία της κατετάγη στην πρώτη δεκάδα των τριακοσίων και πλέον επιτυχόντων. Αρχικά διορίστηκε ως Έμμ. Πάρεδρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών.
Στο βαθμό όμως αυτό με πράξη του τότε Προϊσταμένου του Πρωτοδικείου Αθηνών άσκησε καθήκοντα Πρωτοδίκη στο τμήμα αυτοκινήτων. Προήχθη στο βαθμό του Πρωτοδίκη το έτος 1985 και τοποθετήθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της στον βαθμό αυτό υπηρέτησε σε όλα σχεδόν τα τμήματα και παράλληλα ασκούσε καθήκοντα και ποινικού Δικαστή. Ακολούθως το έτος 1998 προήχθη στο βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και υπηρέτησε στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας έως 16-12-1998.
Στη συνέχεια μετατέθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου υπηρέτησε έως 11-9-2003. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της ως Πρόεδρος Πρωτοδικών υπηρέτησε σε τμήματα μισθωτικών διαφορών, ασφαλιστικών μέτρων, εμπράγματου δικαίου και παράλληλα δε ασκούσε και καθήκοντα ποινικού Δικαστή. Προήχθη στο βαθμό του Εφέτη και τοποθετήθηκε στις 1-8-2003 στο Εφετείο Αιγαίου έως 14-9-2004.
Στη συνέχεια μετατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών, όπου υπηρέτησε σε τμήματα ενοχικού δικαίου, ποινικού δικαίου, οικογενειακού δικαίου έως τις 11-9-2013, οπότε προήχθη στο βαθμό του Προέδρου Εφετών και τοποθετήθηκε στο Εφετείο Αθηνών, όπου υπηρέτησε σε τμήματα ενοχικού δικαίου, αυτοκίνητα, με παράλληλα καθήκοντα και ποινικού δικαστή έως τις 19-4-2017. Στις 22 Μαρτίου 2017 προήχθη στο βαθμό του Αρεοπαγίτη, εμφανίστηκε και ανέλαβε τα καθήκοντά της στις 19-4-2017 και τοποθετήθηκε στο ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου.
Στις 2 Ιουλίου 2020 προήχθη στο βαθμό του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου και τοποθετήθηκε ως Πρόεδρος στο Ε΄ ποινικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου άσκησε τα εν λόγω καθήκοντά της. Επελέγη ως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου στις 30-6-2021. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της συμμετείχε σε επιστημονικά συνέδρια και συναφείς εκδηλώσεις νομικών φορέων
Ευαγγελία Νίκα, πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας
Η Ευαγγελία Νίκα γεννήθηκε 1957 στην Αθήνα και έχει λάβει πτυχίο Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλάει αγγλικά και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών Ευρωπαϊκού Δικαίου (Πανεπιστημίου UNIVERSITY OF LONDON). Η νέα αντιπρόεδρος του ΣτΕ διορίστηκε εισηγητής του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 18.2.84 και το 1986 προήχθη στο βαθμό του Εισηγητή. Στο βαθμό του Παρέδρου του ΣτΕ προήχθη στις 2.8.91 και στο βαθμό του Συμβούλου του ΣτΕ στις 7.10.2004
Ιωάννης Σαρμάς, πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Ο Ιωάννης Σαρμάς ορίσθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2019 Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου[1] με τετραετή μη ανανεώσιμη θητεία όπως ορίζεται στο Σύνταγμα. Γεννήθηκε το 1957, σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1975-1979) και στο Παρίσι (1980-1984). Υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στην Πολεμική Αεροπορία (1984-1986). Δικαστικός λειτουργός από τον Ιανουάριο του 1987, αρχικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας (1987-1993) και κατόπιν, με μετάταξη, στο Ελεγκτικό Συνέδριο (1993 μέχρι σήμερα).
Διετέλεσε δώδεκα έτη μέλος και πρόεδρος Τμήματος στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (2002-2013). Επανερχόμενος στην Αθήνα (2014) διεύθυνε ως Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου τις εργασίες του ΙΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου (2014-2019). Επίτιμος διδάκτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών και Οικονομικών Επιστημών του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδας (Μάρτιος 2023).
Επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής Επιστημών Οικονομίας και Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου (Νοέμβριος 2022). Επίτιμος διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Μάιος 2022).
Τι λέει το Σύνταγμα
Στο πρόσφατο παρελθόν τη θέση του υπηρεσιακού πρωθυπουργού έχουν αναλάβει, το 2012 ο σημερινός αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Παναγιώτης Πικραμμένος ως πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας τότε. Το καλοκαίρι του 2015 υπηρεσιακή πρωθυπουργός ανέλαβε η Βασιλική Θάνου, τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Το άρθρο 37 (Διορισμός Πρωθυπουργού και Κυβέρνησης), αναφέρει ενδεικτικά:
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της Kυβέρνησης και τους Yφυπουργούς.
2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Bουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών.
Aν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Kυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής.
3. Aν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος.
Kάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες.
Aν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Kυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, επιδιώκει το σχηματισμό Kυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Eπικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Kυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Bουλή.
4. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, εντολή σχηματισμού Kυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ’ αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. H πρόταση για την ανάθεση εντολής γίνεται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημέρα που ο Πρόεδρος της Bουλής ή ο αναπληρωτής του ανακοινώνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη δύναμη των κομμάτων στη Bουλή η ανακοίνωση αυτή γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής.