Οι αγρότες και οι χονδρέμποροι με τους οποίους μίλησε η «ΜτΚ» βλέπουν τα κόστη παραγωγής και τα μεταφορικά να αυξάνονται υπερβολικά και είναι μοιραίο ότι ένα ποσοστό αυτών των αυξήσεων θα επιβαρύνει τις τελικές τιμές των τροφίμων.
Για παράδειγμα οι αυξήσεις στις ζωοτροφές αγγίζουν έως και το 100% στο καλαμπόκι και το κριθάρι. Στα λιπάσματα η αύξηση είναι 100%-300% (καθώς εκτός από το ενεργειακό κόστος για τα εργοστάσια παραγωγής, το φυσικό αέριο αποτελεί και πρώτη ύλη για το λίπασμα) και 30% σε φυτοφάρμακα και σπόρους.
Οι έμποροι στη λαχαναγορά πληρώνουν ήδη αυξημένο κόστος μεταφοράς των προϊόντων από τα 4,5 λεπτά/κιλό μεταφερόμενου προϊόντος πέρσι, που το πετρέλαιο ήταν στο 1,20 ευρώ/λίτρο, στα 6 λεπτά/κιλό προϊόντος τώρα που το πετρέλαιο είναι στα 2,10 ευρώ/λίτρο.
Αντίστοιχες αυξήσεις διαπιστώνουν και οι χονδρέμποροι κρεάτων: για ένα φορτηγό που θα ταξίδευε μέχρι την Ολλανδία για να φορτώσει σφάγια πέρσι το κόστος ήταν 5.000 ευρώ πέρσι και φέτος έφτασε στα 7.000 ευρώ, ενώ για τα εγχώρια ταξίδια το κόστος ανέβηκε κατά 0,10 ευρώ/κιλό μεταφερόμενου προϊόντος. Μέρος αυτών των αυξήσεων προφανώς θα μετακυληθεί στους καταναλωτές. Οι έμποροι υποστηρίζουν ότι απορροφούν το ήμισυ των ανατιμήσεων, αλλά και πάλι το υπόλοιπο μεταφέρεται στις πλάτες των καταναλωτών και δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο.
Νόμος προσφοράς και ζήτησης
«Στα δικά μας είδη λειτουργεί ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Αν λόγω εποχής υπάρχει μεγάλη παραγωγή οι τιμές πέφτουν, αν υπάρχει έλλειψη ανεβαίνουν» λέει ο Γιάννης Χαραλαμπίδης, πρόεδρος των χονδρεμπόρων που δραστηριοποιούνται στην Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος πιστεύει ότι ο ανταγωνισμός θα συγκρατήσει τις τιμές. «Αν ο αγρότης αυξήσει πολύ την τιμή, ο έμπορος θα βρει να αγοράσει από άλλον παραγωγό» λέει. Ωστόσο αυτό το σχήμα έχει τα όριά του, γιατί οι αυξήσεις το κόστος παραγωγής είναι κοινές για όλους τους αγρότες, που μοιραία θα τις μετακυλήσουν. «Πριν ενάμιση μήνα ο προμηθευτής μου στην Πελοπόννησο μου είπε ‘ξέχνα τις περσινές τιμές’. Αγόρασα με 10 λεπτά πάνω στην τιμή, αλλά δεν τις πούλησα και δεν ξαναζήτησα. Μετά από 10 μέρες οι πατάτες σάπιζαν στα χωράφια» περιγράφει.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Εμπόρων Κρέατος και Ζώντων Ζώων Μακεδονίας, Θράκης, Θεσσαλίας, Ιωάννης Τσέρνος διαπιστώνει ότι οι τιμές χονδρικής στο μοσχαρίσιο κρέας είναι κατά 30% αυξημένες σε σχέση (από 4 ευρώ/κιλό έφτασε τα 5-5,20 ευρώ/κιλό) και αντίστοιχη ήταν η αύξηση στην τιμή του χοιρινού που από 4-4,5 ευρώ/κιλό που το αγόραζαν οι έμποροι πέρσι έφτασε τα 5-5,50 ευρώ/κιλό. «Δεν νομίζω να υπάρξουν άλλες αυξήσεις, οι τιμές είναι διαμορφωμένες. Πουλάμε ακριβότερα αλλά μειώσαμε το ποσοστό κέρδους μας και εμείς και τα κρεοπωλεία και τα μάρκετ έχουν συμπιέσει το περιθώριο κέρδους. Σχεδόν οι μισές αυξήσεις πέρασαν στον καταναλωτή ώστε τα προϊόντα να έχουν χαμηλότερες τιμές από ότι θα έπρεπε να έχουν, με βάση τα αυξημένα μας κόστη. Δεν μπορούμε να αυξήσουμε υπερβολικά τις τιμές, γιατί θα πέσει η δουλειά κατακόρυφα, ο καταναλωτής δεν θα αγοράζει» σημειώνει, φέρνοντας ως παράδειγμα το περασμένο Πάσχα. Η προσφορά αρνιών και κατσικιών ήταν περιορισμένη, λόγω εξαγωγών σε Ιταλία και Ισπανία, οπότε λόγω αυξημένης εγχώριας ζήτησης «οι κτηνοτρόφοι ζητούσαν παράλογες τιμές και τους έμειναν απούλητα».
Φαινόμενα αισχροκέρδειας
Μπορεί αυτή η ασφαλιστική «δικλείδα» του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης να προστατέψει τους καταναλωτές; Πάντως ο δείκτης τιμών καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιούνιο καταγράφει αύξηση 12,6% στα είδη διατροφής, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: ψωμί και δημητριακά, κρέατα, ψάρια, γαλακτοκομικά και αυγά, έλαια και λίπη, νωπά φρούτα, λαχανικά ζάχαρη-σοκολάτες-γλυκά-παγωτά, λοιπά τρόφιμα, καφέ-κακάο-τσάι, μεταλλικό νερό-αναψυκτικά-χυμούς φρούτων. Και φυσικά, αυτό που πιστοποιεί η ΕΛΣΤΑΤ, το διαπιστώνει εμπειρικά ο κάθε καταναλωτής, κάθε φορά που φτάνει στο ταμείο του σουπερ μάρκετ.
Η πρόεδρος της Ένωσης Καταναλωτών ΕΚΠΟΙΖΩ Παναγιώτα Καλαποθαράκου κάνει λόγο για φαινόμενα αισχροκέρδειας, για αδιαφάνεια και για τιμές που πολλαπλασιάζονται στη διαδρομή από το χωράφι στο ράφι. «Η λογική του ‘αφήστε την αγορά να αυτορυθμιστεί’ δεν έχει λειτουργήσει. Δεν ασκείται έλεγχος στα καρτέλ. Έχουν ξεφύγει τα πράγματα» υποστηρίζει. Όσο για το παρατηρητήριο τιμών του υπουργείου Ανάπτυξης, ως μέσο προστασίας του καταναλωτή από φαινόμενα αισχροκέρδειας, το χαρακτηρίζει «αστειότητα» γιατί «δεν μπορεί ο καταναλωτής να γυρίζει όλη την ημέρα από σούμπερ μάρκετ σε σουπερμάρκετ για να αγοράζει ένα ένα τα προϊόντα που εντόπισε φθηνότερα». Η κ. Καλαποθαράκου προβλέπει ότι ο χειμώνας θα είναι πολύ δύσκολος, και λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους για τα νοικοκυριά, αλλά και εξαιτίας των ανατιμήσεων στα είδη πρώτης ανάγκης, λόγω αυξημένου κόστους παραγωγής.
«Η μεγάλη αύξηση είναι στη λιανική» υποστηρίζει από την πλευρά του ο Χρήστος Τσιχήτας, πρόεδρος της Αγροτικής Εταιρικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης.
Για παράδειγμα στο ρύζι, όπου η Θεσσαλονίκη έχει μερίδιο σχεδόν 80% της εγχώριας παραγωγής, ο παραγωγός πουλούσε 0,34-0,35 ευρώ/κιλό πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και σήμερα η τιμή του έχει φτάσει στα 0,45-0,48 ευρώ/κιλό, από τον ορυζόμυλο πουλιέται 0,95-1 ευρώ στη χονδρική και η τιμή του συσκευασμένου διαμορφώνεται έως και πάνω από 1,70 ευρώ η ελάχιστη τιμή.
«Η ενέργεια θα καθορίσει το πού θα παν οι τιμές, γιατί στη μεταποίηση είναι απαραίτητη η χρήση ενέργειας κι αυτό σημαίνει ότι το κόστος είναι 2-3 φορές ακριβότερο. Όλο αυτό οδηγεί σε αδιέξοδο γιατί δεν μπορεί να μετακυληθεί όλο το κόστος στην τελική τιμή, γιατί οι καταναλωτές δεν θα αγοράζουν» προσθέτει ο ίδιος.
Στροφή στα φθηνά και… στο μαγείρεμα
Τα τρόφιμα είναι μία ανελαστική δαπάνη, επομένως η κατανάλωση δεν αναμένεται να μειωθεί σημαντικά, αλλά θα γίνουν εκπτώσεις στην ποιότητα. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία των αγορών αγροτικών προϊόντων το καλοκαίρι του 2022, οι καταναλωτές αναμένεται να στραφούν από τα υψηλής ποιότητας και αξίας σε φθηνότερα τρόφιμα και να αυξήσουν τις αγορές από τα σουπερμάρκετ για να μαγειρεύουν περισσότερο στο σπίτι, μειώνοντας τα έξοδα για φαγητό «απ’ έξω».
Με τέτοια κόστη δεν θα ξαναφυτέψουν
«Οι Έλληνες παραγωγοί στοχεύουμε σε ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν περισσότερα για να πάρουν ένα ποιοτικό προϊόν. Με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης χάνεται για εμάς αυτό το καταναλωτικό κοινό. Οι καταναλωτές θα στραφούν στα φθηνά εισαγόμενα. Οι ποτιστικές καλλιέργειες, όπως είναι τα φρούτα και τα λαχανικά κοστίζουν. Πολλοί αγρότες θα στραφούν από τις ποτιστικές καλλιέργειες, όπως είναι τα φρούτα και τα λαχανικά, που όμως έχουν υψηλό κόστος σε ενέργεια, αγροτικά εφόδια και εργατικά χέρια, σε εύκολες καλλιέργειες, με φθηνό κόστος, όπως τα σιτάρια» επισημαίνει ο Χρήστος Τσιχήτας, πρόεδρος της Αγροτικής Εταιρικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης.
Αλλά ακόμα και στα σιτάρια το ρίσκο είναι μεγάλο για τους αγρότες, που παρήγαγαν με υψηλό κόστος και πιθανόν να πουλήσουν με ζημία. Αυτό θα εξαρτηθεί από το αν υπάρξει υπερπροσφορά, από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία μέχρι το μακρινό Καναδά, και φυσικά το τι θα γίνει με τα σιτάρια της Ουκρανίας, αυτά που μένουν εγκλωβισμένα στα σιλό από πέρσι και αυτά που θα αλωνιστούν φέτος.
Ο ίδιος εκτιμά ότι εξαιτίας του υψηλού κόστους παραγωγής στην Ελλάδα, η αγορά θα συγκεντρωθεί στους λίγους μεγαλοεμπόρους που μπορούν να εισάγουν καραβιές φθηνών αγροτικών προϊόντων από το εξωτερικό.
«Η αγροτιά φθίνει χάνεται. Ακούω πολλούς παραγωγούς να λεν ότι δεν θα ξαναφυτέψουν γιατί ‘’μπαίνουν μέσα’’ και δεν έχει νόημα να συνεχίσουν. Τα επόμενα χρόνια θα έχουμε πρόβλημα, η χώρα δεν θα παράγει προϊόντα, οπότε οι τιμές θα εκτοξευτούν σε βάθος τριετίας».
Ιστορικό ρεκόρ πληθωρισμού
Ο πληθωρισμός έτρεχε με ετήσιο ρυθμό 12,1% τον Ιούνιο, όταν σε επίπεδο ευρωζώνης ήταν στο 8,6%. Με βάση τις θερινές προβλέψεις της Κομισιόν το 2022 θα κλείσει με πληθωρισμό 8,9% για την Ελλάδα και 7,6% στην Ευρωζώνη, αλλά σημειώνεται ότι η πλήρης επίδραση του πληθωρισμού και άρα των πιέσεων στα διαθέσιμα εισοδήματα θα φανεί αργότερα μέσα στο έτος. Εκτός από τη διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού, η εξασθένιση της δυναμικής στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αναμένεται να επιδράσει δυσμενώς στις δαπάνες των νοικοκυριών τα επόμενα τρίμηνα.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17.07.2022