Το πλήρες κείμενο των τριών πιλοτικών αποφάσεων της μείζονος Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τις οποίες κρίθηκε ομόφωνα ότι οι περικοπείσες συντάξεις των απόμαχων δικαστών επανέρχονται στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012, δημοσιοποιήθηκε σήμερα.
Οι τρείς αυτές αποφάσεις (1330 έως 1332/2023) της μείζονος Ολομέλειας του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου εκδόθηκαν μετά από αιτήσεις πρώην πρόεδρου του Αρείου Πάγου, πρώην πρόεδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και πρώην αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι ομόφωνες αυτές αποφάσεις της Ολομέλειας (με μειοψηφία τριών δικαστών ως προς τον χρόνο εφαρμογής των επίμαχων αποφάσεων) που εκδόθηκαν και αφορούν τους εν λόγω τρεις πρώην ανώτερους δικαστές, είναι πιλοτικές και έχουν μια «ουρά» 450 περίπου συνταξιούχων δικαστών που τους καταλαμβάνει το περιεχόμενο των τριών επίμαχων αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Παράλληλα, οι αποφάσεις αυτές της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίνουν τη δικονομική δυνατότητα στους περίπου 4.000 συνταξιούχους δικαστές, εισαγγελείς και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, να διεκδικήσουν με αιτήσεις καρμπόν την αναδρομική επιστροφή των συντάξεων τους στα επίπεδα του 2012, όπως έχουν κρίνει το Μισθοδικείο και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ακολούθησε στην ουσία την απόφαση του Μισθοδικείου του 2021 (υπ. αριθμ. 255/2021) που είχε κρίνει ότι «το Σύνταγμα επιβάλει σταθερή αναλογία των συντάξεων και των αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών».
Οι τρεις αυτές υποθέσεις με πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου τον Ιωάννη Σαρμά και εισηγητή τον Κωνσταντίνο Παραθύρα, ακολούθησαν ομόφωνα τις σκέψεις της απόφασης του Μισθοδικείου, ενώ υπάρχει μειοψηφία ως προς το χρόνο εκτέλεσης της απόφασης. Συγκεκριμένα, τρία μέλη του δικαστηρίου (ο πρόεδρος Ιωάννης Σαρμάς, ο αντιπρόεδρος Κωνσταντίνος Κωστόπουλος και η σύμβουλος Θεολογία Γναρδέλλη) εξέφρασαν τη άποψη ότι η εφαρμογή των εν λόγω επίμαχων αποφάσεων πρέπει να αρχίσει ένα έτος και πλέον μετά την ημερομηνία δημοσίευσής τους, έτσι ώστε να δοθεί το χρονικό περιθώριο στην κυβέρνηση για «να δυνηθεί ο νομοθέτης, επανεκτιμώντας τα δημοσιονομικά δεδομένα, να ανεύρει τρόπο συμμόρφωσης με τα κριθέντα, ως προς τις αναδρομικές αξιώσεις» των συνταξιούχων δικαστών. Φυσικά η άποψη της πλειοψηφίας των δικαστών του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπερισχύει της μειοψηφίας των τριών δικαστών.
Η Ολομέλεια Ελεγκτικού Συνεδρίου έκρινε ότι είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της διοίκησης-Πολιτείας για επανακανονισμό τής σύνταξης των τριών πρώην δικαστικών λειτουργών, που είχαν προσφύγει στο Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο, διότι όφειλε η διοίκηση-Πολιτεία να υπολογίσει τη σύνταξή τους μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες από το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές σχετικές διατάξεις του νόμου 4387/2016, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.
Δηλαδή, κατά την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφαρμοστέες για τον καθορισμό του ύψους των συντάξεων των πρώην δικαστών, εισαγγελέων και μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) είναι οι προϊσχύσασες διατάξεις του «νόμου Κατρούγκαλου» (νόμος 4387/2016). Δηλαδή, οι συντάξεις των δικαστών επανέρχονται στα επίπεδα που ίσχυαν προ του 2012, με άλλα λόγια προ του καθεστώτος που είχε διαμορφωθεί πριν το νόμο 4093/2012.
Παράλληλα, σε σημερινή ανακοίνωση του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου αναφέρεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο σε εφαρμογή των αποφάσεων του Μισθοδικείου έκρινε, μεταξύ των άλλων τα εξής:
«Η εκ του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση για παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από την προσβολή των συνταξιοδοτικής φύσης δικαιωμάτων των δικαστικών λειτουργών και η εντεύθεν διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος του οποίου η προσβολή διαγνώστηκε με απόφαση του ειδικού Δικαστηρίου, επιβάλλει όπως η συνταξιοδοτική Διοίκηση, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας μειώσεων σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού, προβεί, εφ' όσον τούτο ζητηθεί και ανεξαρτήτως αν η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου αφορούσε στον ίδιο τον αιτούντα, σε νέο, σύμφωνο με το Σύνταγμα, υπολογισμό της σύνταξης, εκδίδοντας νέα εκτελεστή διοικητική πράξη· τυχόν δε άρνηση να ενεργήσει σχετικώς αποτελεί απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου».