Τα ιδρύματα, έτσι όπως λειτουργούν, είναι κακοποιητικά για τον ψυχισμό των παιδιών, τονίζει στη «ΜτΚ» η Ελένη Γεώργαρου, πρόεδρος του Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών. Τη ρωτήσαμε για τα τρωτά σημεία στο σύστημα παιδικής προστασίας και η απάντηση ήταν αφοπλιστική. «Tο σύστημα είναι διάτρητο από παντού».
Έχοντας θητεύσει για χρόνια ως εθελόντρια και μέλος δ.σ. σε κέντρα φροντίδας παιδιού, πλέον έχει επικεντρωθεί στην προώθηση του θεσμού της αναδοχής. Από το 2018 το Δίκτυο Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών ενημερώνει το κοινό για το θεσμό της αναδοχής και της υιοθεσίας, για τις συνθήκες διαβίωσης και τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα, ενώ υλοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα σε επαγγελματίες που ασχολούνται με την παιδική προστασία.
«Πρέπει να περισώσουμε αυτά τα παιδιά από τον ιδρυματισμό» επισημαίνει. «Ένα παιδί δεν μπορεί να μεγαλώσει σωστά μέσα στο ίδρυμα. Πρωτίστως δεν καλύπτεται η ανάγκη του για συναισθηματική επαφή και τρυφερότητα. Όταν έχεις δυο φροντιστές για 30 παιδιά, και αυτοί πρέπει να τα ντύσουν, να τα ταΐσουν, να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους για το σχολείο, να προλάβουν τους καυγάδες τους... θα κοιτάξουν τις συναισθηματικές ανάγκες κάθε παιδιού ξεχωριστά; Θα κάνουν το ωράριό τους και θα φύγουν. Ένα παιδί ακόμα κι αν συνδεθεί συναισθηματικά με έναν εργαζόμενο, μπορεί να τον χάσει, αν αυτός βρει καλύτερη δουλειά».
Αναπαράγονται τα τραυματικά βιώματα
Η κ. Γεώργαρου υποστηρίζει ότι η κακοποίηση στα ιδρύματα συνήθως προέρχεται από άλλα παιδιά και σπανιότερα από ενήλικες σχετιζόμενους με το ίδρυμα. «Στο ίδρυμα συνυπάρχουν παιδιά με τραυματικά βιώματα, παιδιά που έγιναν μάρτυρες βίαιων σκηνών ή έχουν υποστεί τα ίδια βία ή σεξουαλική κακοποίηση. Αυτά τα παιδιά έχουν τη συμπεριφορά ενήλικα και την ανωριμότητα του παιδιού και συχνά θα αναπαραγάγουν την κακοποιητική συμπεριφορά που βίωσαν προς τα μικρότερα».
Η ίδια μας αναφέρει ένα περιστατικό που της μετέφερε μία κοινωνική λειτουργός, η οποία βρήκε λοστούς και αλυσίδες στα συρτάρια ενός ξενώνα αρρένων. Σε μία άλλη δομή ήταν γνωστό ότι ένα μεγάλο κορίτσι ξυλοκοπούσε τα μικρά και οι εργαζόμενοι έλεγαν «δεν το βλέπουμε» ή «δεν προλαβαίνουμε».
Άλλα παιδιά αντάλλασσαν γυμνές φωτογραφίες στα κοινωνικά δίκτυα, ενώ κανονικά δεν πρέπει να έχουν κινητά. «Αλλά όταν έχεις μία υπάλληλο για την βραδινή βάρδια πώς να προλάβει να κάνει έλεγχο;». Επιπλέον, επειδή ακριβώς τα παιδιά δεν έχουν εξατομικευμένη φροντίδα και υποστήριξη «είναι σύνηθες να υστερούν στο σχολείο. Κάποιες φορές φτάνουν Τετάρτη δημοτικού και δεν ξέρουν να διαβάζουν και έτσι περιθωριοποιούνται. Δεν παρακολουθείται η υγεία τους με πολλή συνέπεια. Μένουν πίσω στην ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων που θα χρειαστούν όταν βγουν από το ίδρυμα».
Ποιος ελέγχει τι;
Όπως λέει η κ. Γεώργαρου «στα ιδρύματα δεν υπάρχουν εξειδικευμένοι παιδοψυχολόγοι. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου επίσης δεν ξέρουν το αντικείμενο της παιδικής προστασίας, συμμετέχουν στη λογική της φιλανθρωπίας, όμως αρκεί να είσαι άνθρωπος του θεού για να ελέγξεις τι γίνεται στις δομές;». Κατά τη γνώμη της, σε κάθε δ.σ. θα έπρεπε να συμμετέχουν άτομα με εξειδίκευση σε θέματα παιδικής προστασίας, και εξωτερικά μέλη τοποθετημένα από τις υπηρεσίες πρόνοιας.
Με την υπόθεση της «Κιβωτού του Κόσμου» ανέκυψε ένα ερώτημα που αφορά το σύνολο των ιδρυμάτων: ποιος ελέγχει τα ιδρύματα, και τι ακριβώς ελέγχεται; «Οι περιφέρειες εποπτεύουν τη λειτουργία και το παιδαγωγικό πλαίσιο και οι δήμοι ελέγχουν τα οικονομικά, αλλά στην πραγματικότητα... κανείς δεν κάνει καλά τη δουλειά του» υποστηρίζει η κ. Γεώργαρου.
Όπως λέει, υπάρχουν νομοί χωρίς τμήματα κοινωνικής μέριμνας, χωρίς κανένα κοινωνικό σύμβουλο και όπου υπάρχουν, είναι πολύ λίγοι, γιατί εκτός από τις δομές παιδικής προστασίας, ελέγχουν τα γηροκομεία, τους παιδικούς σταθμούς, τα ιδρύματα χρονίως πασχόντων, αναλαμβάνουν να παρακολουθούν και την πορεία των περιπτώσεων αναδοχής και υιοθεσίας...
«Ειδικά σε μεγάλους νομούς τι να πρωτοελέγξουν; Μέχρι σήμερα επί της ουσίας έλεγχαν την κτιριακή υποδομή, τον εξοπλισμό, την καθαριότητα, την ασφάλεια, βλέπαν λίγο και τις συνθήκες στους κοινόχρηστους χώρους, αλλά μέχρι εκεί». Επιπλέον, όπως επισημαίνει, οι έλεγχοι γίνονται προγραμματισμένα. «Έτσι όταν πάει ο κοινωνικός σύμβουλος τα βρίσκει όλα είναι άψογα στο ίδρυμα, συμπληρώνει ένα ερωτηματολόγιο, κάνει και μία βόλτα και τέλος. Δεν βλέπει τα παιδιά, κι αν τα δει, θα είναι παρουσία του προσωπικού του ιδρύματος...».
Σε ποιον να μιλήσουν;
Προφανώς ένα παιδί που έχει υποστεί κακοποίηση είναι τρομερά δύσκολο να το αναφέρει στον κοινωνικό λειτουργό, όταν στον ίδιο χώρο πιθανότατα να είναι παρών και ο θύτης του. Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και με τον υπεύθυνο πρόληψης κακοποίησης, που σύμφωνα με τον πρόσφατο νόμο θα πρέπει να υπάρχει σε κάθε δομή. “Είναι δυνατόν να λειτουργήσει το σύστημα, όταν ο υπεύθυνος πρόληψης κακοποίησης είναι ένας υπάλληλος του φορέα και όχι ένας εξωτερικός επόπτης; Μπορείς να βασιστείς στη φιλοτιμία του εργαζόμενου; Κι αν συγκαλύψει; Κι αν ο ελέγχων είναι και ελεγχόμενος;” διερωτάται.
“Τα παιδιά μπαίνουν στο ίδρυμα και είναι σαν να μπαίνουν στη μαύρη τρύπα. Δεν ξέρουν τα δικαιώματά τους, ούτε πώς να τα προστατέψουν, γιατί κανείς δεν τα προσεγγίζει. Μιλάν μόνο μεταξύ τους ή αν μιλήσουν ανοικτά θα το κάνουν πολύ αργότερα. Στα 15 χρόνια ο Συνήγορος του Παιδιού είχε 70 καταγγελίες”.
Τα ιδρύματα έχουν «άγχος» μην αδειάσουν
Υπάρχει ένα δομικό πρόβλημα στο όλο σύστημα παιδικής προστασίας. Η όποια παρέμβαση για την προστασία του παιδιού από ένα κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον γίνεται όταν η κατάσταση φτάσει στο μη παρέκει. «Δεν υπάρχει η έννοια της πρόληψης και της έγκαιρης παρέμβασης. Όταν παίρνουν έχουν ήδη κακοποιηθεί για πολλά χρόνια. Επιπλέον όταν το παιδί είναι 3-4 ετών θα βρει ανάδοχη οικογένεια, έχει ελπίδα να αποκατασταθεί. Όταν είναι 14-15 ετών είναι πολύ δύσκολο».
Τόσο καιρό η κοινωνία εξυμνούσε τα ιδρύματα, και τώρα ανοίγει ένας κύκλος αμφισβήτησης. Όμως αν δεν υπήρχαν πού θα ήταν αυτά τα παιδιά; «Έτσι είναι» λέει η κ. Γεώργαρου. «Το κράτος, που κατά το Σύνταγμα πρέπει να προστατεύει τα παιδιά, εκχώρησε το έργο της παιδικής προστασίας στα ιδρύματα. Αν δεν ήταν αυτές οι δομές τα παιδιά θα ήταν στο δρόμο. Δεν μπορούμε να πούμε 'κλείνουν τώρα τα ιδρύματα'. Πρέπει να γίνουν δομές άμεσης φροντίδας, δομές για ημιαυτόνομη διαβίωση για τους εφήβους και οπωσδήποτε να προωθηθεί ο θεσμός της αναδοχής, ώστε τα παιδιά να καταλήγουν σε οικογένειες. Τα ιδρύματα πρέπει να τα σκεφτόμαστε σαν τον τελικό κρίκο της αλυσίδας της παιδικής προστασίας, είναι η έσχατη λύση».
Πολλοί υποψήφιοι ανάδοχοι γονείς εκφράζουν το παράπονο ότι ενώ τα ιδρύματα είναι γεμάτα με παιδιά, δεν δίνονται σε οικογένειες. Από το 1993 έχει ψηφιστεί ο νόμος για την αναδοχή και τα ιδρύματα ήταν υποχρεωμένα να κάνουν προγράμματα αποϊδρυματοποίησης, αλλά τα περισσότερα... απλώς δεν τον τηρούσαν.
“Τώρα ο νόμος υποχρεώνει τα ιδρύματα μέσα σε μερικούς μήνες να κάνουν ατομικό σχέδιο αποκατάστασης του παιδιού, ότι πχ θα μείνει για 6 μήνες ή θα πάει σε ανάδοχη οικογένεια ή για υιοθεσία. Όμως τα ιδρύματα που θέλουν να κρατάν τα παιδιά, κάνουν ''ψευτοσχέδια'', λένε ότι κάποια παιδιά δεν επιθυμούν να παν για αναδοχή και σκοπίμως βρίσκουν διάφορα προσxήματα”. Ποιο είναι το κίνητρο των ιδρυμάτων να μην δίνουν τα παιδιά για αναδοχή;
Η κ. Γεώργαρου πιστεύει ότι “έχουν το άγχος μην αδειάσουν από παιδιά και... χάσουν τη δουλειά τους. Όσο πιο πολλά παιδιά, τόσο μεγαλύτερη η χρηματοδότηση και οι δωρεές από μεγάλους χορηγούς. Όμως αν όλα τα κάνεις με εθελοντές και εξακολουθεί το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού να δίνεται σε μισθούς και λειτουργικά έξοδα, κάτι πάει λάθος. Καταλήγουμε στο ότι τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τα παιδιά για να αναπαραγάγουν τον εαυτό τους. Πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε από τις δωρεές να επωφελούνται τα ίδια τα παιδιά όσο το δυνατόν περισσότερο. Με την αναδοχή, εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος, τα χρήματα πηγαίνουν στο ίδιο παιδί όχι στη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ και τα πετρέλαια”.
Ζωές από την αρχή
“Ο θεσμός της αναδοχής αντικαθιστά την ιδρυματική φροντίδα. Θα μπορούσαν όλα τα παιδιά να πηγαίνουν σε ανάδοχες οικογένειες, αρκεί και οι οικογένειες να αποδεχτούν ότι μπορεί να μην κρατήσουν μόνιμα τα παιδιά” σημειώνει η πρόεδρος του Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών . Πλέον το “ταίριασμα” παιδιών με ανάδοχες οικογένειες γίνεται μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας anynet, και όχι με απευθείας αίτηση των υποψηφίων σε κάθε ίδρυμα. Ήδη, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας 1.006 παιδιά έχουν βγει από τα ιδρύματα και έχουν τοποθετηθεί σε ανάδοχες/θετές οικογένειες. Ζητήσαμε την κ. Γεώργαρου να σχολιάσει τη λειτουργία του νέου συστήματος επιλογής αναδόχων.
“Είναι καλό το αντικειμενικό σύστημα της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, αποφεύγεται η αδιαφάνεια, αλλά έχει νόημα μόνο για τα βρέφη, που τα ζητάν πολλοί. Δεν υπάρχουν σήμερα ανάδοχοι που επιθυμούν να αναλάβουν παιδί πάνω από 10 ετών. Υπαρχουν 700 παιδιά προς αναδοχή και 60 αιτήσεις. Οι άνθρωποι που δεν φοβούνται να αναλάβουν παιδιά σε μεγάλη ηλικία είναι ήρωες. Αν δεν το ζήσει κάποιος δεν μπορεί να το πόσο επιδρά η οικογενειακή ζωή. Μιλαμε για ζωές που αρχισαν απο την αρχή”.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 27.11.2022