«Ξέρεις κανέναν που να πέθανε από κορονοϊό;». Αυτό το σκληρό, χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης σχόλιο το είδα πολλές φορές γραμμένο κάτω από ειδήσεις για τις ατέλειωτες απώλειες αυτής της πανδημίας, συχνά συνοδευόμενο από emoticon χαχανητού. Ναι λοιπόν, ξέρω. Ξέρω επίσης πως είναι να κηδεύεις τον άνθρωπό σου υπό αυτές τις συνθήκες. Σκληρό, ψυχρό, απόκοσμο…
Η θεία νοσηλευόταν από τα μέσα Δεκεμβρίου, ώσπου μια Παρασκευή μας ενημέρωσαν από το νοσοκομείο Καβάλας ότι την μετέφεραν στην κλινική του κορονοϊού. Δεν μπορούσαμε να τη δούμε. Δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο, δεν ξέρω καν αν επικοινωνούσε με το μέσα της… Μας ειδοποίησαν μια δυο φορές να πάμε να πάρουμε τα χρυσαφικά της, αλλά είχαμε την ελπίδα ότι θα τα παραλαμβάναμε μια και καλή, όταν η θεία έπαιρνε εξιτήριο.
Ώσπου ένα απόγευμα Τετάρτης δέχτηκα τηλεφώνημα από το νοσοκομείο- η θεία δεν είχε παιδιά, κι έτσι ενημέρωσαν εμένα. «Βρείτε ένα γραφείο τελετών, και θα τα κανονίσει όλα» μου είπαν. Να υπήρχε κάποιος που να της έκλεισε τα μάτια; Ή έμεινε με τα μάτια ανοιχτά ώρες μετά τον θάνατό της; Με έναν ειδικευόμενο και έναν νοσηλευτή στον όροφο της κλινικής, με τους υγειονομικούς εξουθενωμένους να προσπαθούν να σώσουν όποιον σώζεται, νομίζω ότι ξέρω την απάντηση, αλλά δεν θέλω να σκέφτομαι τι πραγματικά συνέβη. Το σώμα της έμεινε στο ψυγείο μέχρι το επόμενο μεσημέρι, οπότε και την παρέλαβαν οι άνθρωποι του γραφείου τελετών. Ήταν οι τελευταίοι που είδαν το πρόσωπο της. Εμείς δεν είχαμε την ευκαιρία να της πούμε το στερνό αντίο. Να ακουμπήσουμε το κρύο μέτωπο, να αφήσουμε ένα λουλούδι στα σταυρωμένα της χέρια, να φιλήσουμε έστω την εικόνα που θα τη συνόδευε στο μεγάλο ταξίδι.
Όλα έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες. Ειδοποίησα τους συγγενείς μας με ένα αμήχανο τηλεφώνημα- αφού και οι δυο ξέραμε ότι δεν θα μπορούσαν να παραστούν. Οι ελάχιστοι που μαζευτήκαμε στο χωριό δεν κάναμε κανένα από τα τελετουργικά της κηδείας, αυτά που τόσο ευλαβικά τηρούσε η θεία όταν πήγαινε στις κηδείες των άλλων. Χωρίς νεκρό να θρηνήσεις, χωρίς αναμμένα κεριά, χωρίς λουλούδια μαζεμένα από τα παρτέρια της γειτονιάς, ήταν μια βουβή, αμήχανη αναμονή. Το γραφείο τελετών μας έκανε τη χάρη να περάσει η νεκροφόρα μπροστά από το σπίτι της, χωρίς να σταματήσει. Κι ο παπά- Γιώργης να ανοίξει την εκκλησία αυστηρά για εννέα άτομα- χρειάστηκε να διακόψει την εξόδιο ακολουθία για να ζητήσει ένας από εμάς να βγει έξω. Οι νεκροθάφτες ντυμένοι σαν διαστημάνθρωποι με σκάφανδρα και στολές, εγώ να ασφυκτιώ με τη μάσκα όταν άρχισε το θυμιάτισμα, κι οι δυο τρεις χωριανοί που μαζεύτηκαν έξω από την εκκλησία να διστάζουν να μας σφίξουν το χέρι για συλλυπητήρια. Μαυροντυμένοι και μασκοφορεμένοι την συνοδεύσαμε μέχρι τα πόδια μέχρι τα νεκροταφεία. Το κρασί γλίστρησε πάνω στο σελοφάν που τύλιγε το φέρετρο. Τη θάψαμε στον τάφο που ήταν θαμμένος ο πατέρας της- δεν θα ξανάνοιγε ποτέ ξανά, μας είπαν, κι έτσι ρίξαμε πίσω την υφασμάτινη σακούλα με τα κόκαλα του παππού- τουλάχιστον εδώ να μην είναι μόνη…
Το προηγούμενο βράδυ κανείς δεν σκέφτηκε- κι αν το σκέφτηκε δεν είχε κουράγιο- να ετοιμάσει κόλλυβα. Στο τέλος μοιράζαμε ο ένας στον άλλον λίγες σταγόνες αντισηπτικού. Σε κανέναν δεν αξίζει αυτό το τέλος… Ας το ξανασκεφτούν όσοι το αμφισβητούν, αψηφώντας τα μέτρα.