Ο παππούς του Μάρτιν Μπαρζιλάι επιβίωσε επειδή έφυγε από τη Θεσσαλονίκη το 1924, μαζί με τους γονείς του που εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γαλλία, φυγαδεύτηκε για τη Λατινική Αμερική, ενώ οι δικοί του γονείς κρύβονταν σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι για πέντε χρόνια. Ο Μάρτιν Μπαρζιλάι γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, και ζει στο Παρίσι όπου διδάσκει φωτογραφία.
Την πρώτη φορά που επισκέφτηκε την πόλη των προγόνων ανακάλυψε μία άβολη πτυχή της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, που οι περισσότεροι αγνοούν, παρότι πατούν κυριολεκτικά πάνω της. Επέστρεψε έξι φορές στην πόλη και το αποτέλεσμα της δουλειά του παρουσιάζεται μέσα από μία φωτογραφική έκθεση που φιλοξενείται μέχρι και σήμερα, 10 Δεκεμβρίου στο Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της Photobienalle.
«Ο παππούς μου μού έλεγε ιστορίες για τη Θεσσαλονίκη. Για παράδειγμα, θυμόταν το Ζέπελιν που είδε κοντά στον Λευκό Πύργο το 1916, ή τα τούρκικα λουτρά που πήγαινε ως παιδί, το στούντιο των φωτογράφων θείων του, όπου οι υπάλληλη ρετουσάριζαν τις φωτογραφίες με μολύβια γραφίτη. Αλλά τον θυμάμαι να λέει ‘δεν έμεινε τίποτα στη Θεσσαλονίκη’. Η οικογένεια του παππού μου πέθανε στο Άουσβιτς» λέει στη «ΜτΚ».
Τον ρωτήσαμε τι ήταν αυτό που τράβηξε το ενδιαφέρον του σε αυτή την ιστορία. «Αρχικά ήθελα να επισκεφτώ τη Θεσσαλονίκη για να ανακαλύψω τι ήταν αυτό το ‘τίποτα’ που έλεγε ο παππούς μου. Στο οικογενειακό μας αρχείο υπάρχει μία φωτογραφία του θείου Μεναχέμ, που στέκεται δίπλα στον τάφο της αδελφής του που πέθανε το 1926. Πριν έρθω στη Θεσσαλονίκη αναρωτιόμουν τι απέγινε αυτός ο τάφος. Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα την πόλη έψαχνα ίχνη της οικογένειάς μου και της εβραϊκής κοινότητας αλλά δεν ήξερα ακριβώς τι θέλω να κάνω.
Ήμουν τυχερός, γιατί γνώρισα τον κ. Τζέκη Μπενμαγιόρ που μου είπε την ιστορία του νεκροταφείου και της επανάχρηση των πλακών ως οικοδομικού υλικού. Βρήκα αυτή την ιστορία απίστευτη. Μου είπε ‘αν θέλεις να εντοπίσεις που βρίσκονται σήμερα αυτές οι ταφόπλακες θα πρέπει να συναντήσεις τον Ιωσήφ Βαένα, τον φαρμακοποιό. Και έτσι άρχισαν όλα. Ο Ιωσήφ με βοήθησε πολύ να τις εντοπίσω, αλλά πολλές φορές τις έβρισκα και μόνος μου, κατά τύχη, είτε γιατί μου ανέφερε μία πληροφορία κάποιος φίλος είτε ξύνοντας το χώμα σε κάποια σημεία γύρω από τα τείχη. Για να ολοκληρώσω την έρευνα ήρθα στην πόλη έξι φορές το διάστημα μεταξύ 2018 και 2022».
Κυνήγι θησαυρού
Τι αισθάνθηκε βλέποντας ότι τα απομεινάρια της ζωής και του θανάτου όλων αυτών των ανθρώπων είχαν μετατραπεί σε οικοδομικά υλικά για δρόμους, εκκλησίες και αυλόγυρους;
«Για να είμαι ειλικρινής, αρχικά σκέφτηκα ως φωτορεπόρτερ, ότι είναι μία πολύ καλή ιστορία για να αποτυπωθεί φωτογραφικά. Το ότι ήταν διάσπαρτες σε όλη την πόλη με έκανε να αισθανθώ σαν να παίζω ένα κυνήγι θησαυρού. Αλλά μετά το δεύτερο ταξίδι άρχισα να σκέφτομαι πολύ όλους αυτούς τους ανθρώπους που είχαν εξοντωθεί στα στρατόπεδα της Πολωνίας, τις ζωές που είχαν αλλά και το γεγονός ότι είχε εξαφανιστεί κάθε ανάμνησή τους. Το πιο δύσκολο κομμάτι της ιστορίας αυτής ήταν όταν έμαθα ότι κάποιες από τις ταφόπλακες χρησιμοποιήθηκαν ως ανατομικές τράπεζες για τους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής».
«Αγνοούν οι σύγχρονοι Θεσσαλονικείς ότι αυτά είναι τεκμήρια ενός γεγονότος που αποτελεί μέρος του Ολοκαυτώματος; Ή μήπως απλώς δεν τους ενδιαφέρει;» ρωτάμε τον κ. Μπαρζιλάι.
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι σίγουρος για την απάντηση. Έκανα συνεντεύξεις με αρκετούς ανθρώπους για το βιβλίο μου και δεν έχουν όλοι την ίδια άποψη. Πιστεύω ότι από τη μία πλευρά η πλειονότητα των κατοίκων της Θεσσαλονίκης δεν ενδιαφέρεται, γατί δεν αφορά τη δική τους οικογένεια, τους δικούς τους προγόνους. Αλλά υπάρχουν επίσης ιστορικοί και θρησκευτικοί παράγοντες. Σκεφτείτε ότι το πρώτο μνημείο για τη Σοά ανεγέρθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1997. Αν σκεφτούμε τον πολύ μεγάλο αριθμό των θυμάτων, πέρασε πολύς καιρός για να συμβεί αυτό.
Όσο για τις ταφόπλακες που είναι διάσπαρτες στην πόλη και αποτελούν μία υπόμνηση του τι συνέβη το 1943, ο κ. Μπαρζιλάι πιστεύει ότι θα πρέπει να μείνουν στο δημόσιο χώρο και να σημανθούν, ίσως με κάποιο QR code στην κάθε μία. «Εξεπλάγην όταν διαπίστωσα ότι κανένας πριν από εμένα δεν είχε χαρτογραφήσει αυτές τις πλάκες, παρότι ήταν ορατές στο δημόσιο χώρο της πόλης. Ίσως το βιβλίο μου διευκολύνει όσους ενδιαφέρονται να τις εντοπίζουν και να τους δώσει την ιδέα να εντοπίσουν και άλλες».
Συμβολική εξαφάνιση κάθε ίχνους της εβραϊκής παρουσίας
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής οι ναζί απαίτησαν από την κοινότητα να καταβάλει 3,5 δισεκατομμύρια δραχμές σε αντάλλαγμα για την απελευθέρωση των 3.500 μελών της που τελούσαν υπό καταναγκαστική εργασία σε αντίξοες συνθήκες.
Η κοινότητα κατάφερε να συγκεντρώσει σε μετρητά τα 2 δισ. δρχ. και για το υπόλοιπο του ποσού απαλλοτριώθηκε το νεκροταφείο. Ικανοποιήθηκε έτσι και ο τοπικός χριστιανικός πληθυσμός, ο οποίος είχε προσπαθήσει προπολεμικά να εκδιώξει το εβραϊκό νεκροταφείο -το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, που χρονολογούνταν από τον 2ο αιώνα μ.Χ.
Υπολογίζεται ότι περιλάμβανε 300.000 έως 500.000 τάφους. Οι εβραϊκές ταφόπλακες χρησιμοποιήθηκαν από τους Γερμανούς, κυρίως όμως από τον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό, ως οικοδομικό υλικό για να πλατείες, δρόμους αλλά για την ανακαίνιση 24 ναών. Τις συναντάμε ακόμα και σήμερα διάσπαρτες, από τον περίβολο του Λευκού Πύργου και την πλατεία Ναυαρίνου, μέχρι τον ναό του Αγ. Δημητρίου, σε δρόμους, σκαλοπάτια και αυλές σπιτιών. Αυτές τις πλάκες, που αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες ενός επεισοδίου του Ολοκαυτώματος που έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη, φωτογράφισε ο Μάρτιν Μπαρζιλάι και παρουσιάζει στην Έκθεση Ghost Cemetery.
Η εξολόθρευση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης έγινε στα ναζιστικά στρατόπεδα της Πολωνίας, όμως η εξαφάνιση κάθε ίχνους της μακραίωνης παρουσίας τους, έγινε εδώ, και έγινε με συμβολικό τρόπο, βεβηλώνοντας και ισοπεδώνοντας το αρχαίο νεκροταφείο και χρησιμοποιώντας ως οικοδομικό υλικό κομμάτια από μάρμαρο που αποτελούσαν τη μοναδική μαρτυρία ότι κάποτε αυτοί οι άνθρωποι έζησαν και πέθαναν εδώ.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 10.12.2023