«Πόσοι από εμάς δε βρεθήκαμε ‘ἐπὶ κλίνης ὀδύνης’ και πόσοι δε σταθήκαμε έστω και μια στιγμή μπροστά στην εικόνα του Χριστού, της Παναγίας ή κάποιου αγίου, ανάβοντας ένα κεράκι και παρακαλώντας με δάκρυα στα μάτια να μας ανακουφίσει από ψυχικό και σωματικό πόνο ή να μας γιατρέψει από μια σοβαρή ασθένεια; Η γιαγιά μου έλεγε πως η ψυχή πάει και κάθεται εκεί όπου είναι ο πόνος. Και η ψυχή πονάει πιο πολύ!».
Είναι κάποια από αυτά που γράφει ο Δρ Αρχαιολογίας – Ιστορικός και Προϊστάμενος των Αρχαιολογικών Συλλογών του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Παναγιώτης Καμπάνης στον τόμο «Τάματα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μίλητος» στο πλαίσιο της ομότιτλης έκθεσης που ο ίδιος επιμελήθηκε και παρουσιάζεται έως τις 15 Δεκεμβρίου στην Αγιορείτικη Εστία Θεσσαλονίκης με αντικείμενα από τη συλλογή της Λόλας Νταϊφά.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΗΣ
Πράγματι, τα τάματα μπορεί να αντιπροσωπεύουν μια «ευτελή» όψη της θρησκείας, ωστόσο, κάθε ένα από αυτά, μεγάλο ή μικρό, μαρτυρεί μια προσωπική ιστορία, μια ιστορία αγωνίας, ελπίδας, ικεσίας και εκπλήρωσης, μια εκδήλωση προσωπικής λατρείας. Στο υπόβαθρο των ταμάτων δεν βρίσκεται η λογική, αλλά η πίστη. «Τα τάματα με τα ιδιαίτερα και καμιά φορά ακατανόητα σχήματά τους, ταλαιπωρημένα από τον χρόνο και μακριά από το φυσικό τους χώρο, προσπαθούν με το δικό τους τρόπο να μιλήσουν για τους ανθρώπους που τα δημιούργησαν και τα χρησιμοποίησαν. Αν και η αφιερωματική θρησκεία γεννήθηκε στην Εγγύς Ανατολή, ωστόσο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Οι αρχαίοι Έλληνες προέβαιναν σε παντός είδους αφιερώματα και προσφορές. Για αυτούς, τα αφιερώματα αποτελούσαν ένα μέσο για την επίτευξη ευεργεσίας από τους θεούς, αλλά και μια απόδειξη της αγάπης και της ευλάβειάς τους προς αυτούς.
Η ειδωλολατρική καταγωγή των αναθημάτων δεν στάθηκε εμπόδιο στη χριστιανική τους μεταμόρφωση. Αν και η Εκκλησία από την αρχή προσπάθησε να πολεμήσει τα ειδωλολατρικά έθιμα, εν τούτοις μερικά απ' αυτά διατηρήθηκαν, διότι χιλιάδες χρόνια έζησαν στη θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι καλούνταν να δεχτούν τη νέα θρησκεία.
Κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο η συνήθεια των αφιερωμάτων, αναθημάτων η ταμάτων από τους χριστιανούς, συνεχίστηκε με το ίδιο σθένος, ίσως και εντονότερο, λόγω της οθωμανικής κατοχής, μιας και αποτελούσαν τον αμεσότερο τρόπο επικοινωνίας με τους αγίους, οι οποίοι εγγυούνταν τη μεταφυσική προστασία. Όπως συνέβαινε πάντα, οι πιστοί προσπαθούσαν από τη μια να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους και από την άλλη, όπως τους είχαν μάθει, να ‘καλοπιάσουν’ κάθε θεϊκή μορφή και να την ‘εξαναγκάσουν’ να υπακούσει στο αίτημά τους», τονίζει στη «ΜτΚ» ο Παναγιώτης Καμπάνης.
Καλύπτοντας ένα κενό
Τα νεοελληνικά τάματα δεν έχουν τύχει έως σήμερα μιας ολοκληρωμένης επιστημονικής παρουσίασης. Η έρευνα βρίσκεται στο στάδιο του μάγματος, το οποίο δεν έχει ακόμη στερεοποιηθεί. Λείπουν πολλά στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να κάνουμε μια συστηματική και συγκριτική μελέτη. Ήταν το 1909, πριν από 113 χρόνια, όταν είδε το φως της δημοσιότητας η πρώτη επιστημονική μελέτη των νεοελληνικών ταμάτων, γραμμένη από τον καθηγητή Κ. Ρωμαίο. Το άρθρο του με τίτλο: «Ασημόπαιδα», παρουσίαζε τα ανθρωπόμορφα τάματα ως αντικείμενα λατρείας, χωρίς να έχουν καμία σχέση με την τέχνη.
«Οι λιγοστές εργασίες που μεσολάβησαν όλα αυτά τα χρόνια, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πως εξέλιξαν την μελέτη των ταμάτων. Ουσιαστικά εκείνο το οποίο έγινε ήταν μια καταγραφή-παρουσίαση του υλικού κάποιων μουσειακών, εκκλησιαστικών και ιδιωτικών συλλογών. Τόσο τα εισαγωγικά κείμενα, όσο και τα πολύ επεξηγηματικά λήμματα των 1200 ταμάτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο προσφέρουν γνώση για την καθημερινότητα των ανθρώπων της ονομαζόμενης νεοελληνικής περιόδου, αλλά κυρίως προσεγγίζουν τα συναισθήματά τους, τις φοβίες και τις ελπίδες τους», τονίζει ο αρχαιολόγος.
Έτσι, ο καλαίσθητος τόμος που κυκλοφόρησε ήρθε να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην έρευνα και μελέτη των ιδιαίτερων αυτών αντικειμένων. «Τα παρουσιάζει μέσα από το θρησκευτικό συναίσθημα, την εθνολογία, την ανθρωπολογία, τη νεοελληνική τέχνη, την επιδεξιότητα των λαϊκών μαστόρων και τη σύγχρονη ματιά. Γιατί όλοι τα αναγνωρίζουμε, αλλά λίγοι τα γνωρίζουμε», υπογραμμίζει ο κ. Καμπάνης.
Η έκθεση
Στην έκθεση παρουσιάζονται για πρώτη φορά αντικείμενα από τη συλλογή της Λόλας Νταϊφά. Ταυτόχρονα, μέσα από τα εποπτικά κείμενα παρουσιάζεται η ιστορία και η χρήση των αναθηματικών αντικειμένων από την αρχαιοελληνική εποχή έως σήμερα, ενώ υπάρχει και μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία των αντικειμένων αυτών με σύγχρονα τάματα της συλλογής, «γεγονός που αποδεικνύει τη διαχρονικότητα των αντικειμένων αλλά επίσης και τη διαρκή ανάγκη των ανθρώπων για ελπίδα η οποία ξεπερνά την ανθρώπινη υπόσταση», επισημαίνει ο αρχαιολόγος.
Τη συλλογή πλαισιώνουν με εικαστικές δημιουργίες τους εμπνευσμένες από τα τάματα οι: Θεόδωρος Γαλιγαλίδης, Φανή Γκούντρα, Εύη Δημολαΐδου, Mary Harman, Μάρκος Καμπάνης, Κώστας Καρακίτσος, Μαρία Κομπατσιάρη, Γιώργος Κόρδης, Αλέκος Κυραρίνης, Βασίλης Μόραλης, Θεόδωρος Παπαγιάννης, Σάκης Παπαγιάννης, Γεώργιος Πολύμερος, Άρις Στοΐδης.
Επιπλέον, εκτίθενται ιδιαίτερα τάματα όπως η σκούπα και το μπουκάλι, χαρακτηριστικό τάμα προς τον Πανορμίτη αρχάγγελο της Σύμης, τα μεταλλικά παπουτσάκια στον αρχάγγελο Μιχαήλ του Μανταμάδου Λέσβου, τα μπάσματα (παντόφλες) στον Άγιο Σπυρίδωνα κ.λπ.
«Θα ήθελα να σημειώσω πως η πρωτότυπη αυτή έκθεση, παρουσιασμένη με έναν απλό, αλλά επιστημονικά και αισθητικά άψογο τρόπο, στον πολύ φιλόξενο χώρο της Αγειοριτικής Εστίας, μετά το πέρας της, με τη βούληση του ευρύνου Δημάρχου Θεσσαλονίκης κ. Κ. Ζέρβα, τις προσπάθειες του ιδιαίτερα δραστήριου Διευθυντή της Εστίας κ. Α. Ντούρου και την δική μου 30χρονη εμπειρία στο Υπουργείο Πολιτισμού, θα ξεκινήσει ένα μεγάλο ταξίδι σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού. Η πορεία της αναμένεται να είναι μεγάλη και εντυπωσιακή…..», λέει ο κ. Καμπάνης.
Τέλος, για την προσέγγιση και τη σχέση του με τη Λόλα Νταϊφά αναφέρει: «Ήταν το 2019 όταν μία πολύ καλή μου φίλη η Κλέα Κεχαγιόγλου-Σουγιουλτζόγλου, γνωρίζοντας την ενασχόλησή μου με το αντικείμενο, με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ με την συλλογή της γνωστής κυρίας των ΜΜΕ κ. Λόλας Νταϊφά και δέχτηκα. Η κ. Νταϊφά με το ιδιαίτερο στυλ που την διακρίνει, αμέσως με κάλεσε στο σπίτι της για να δω την συλλογή από κοντά. Από την αρχή είχαμε αποφασίσει να ‘ταξιδέψουμε’ παρέα, πράγμα που συνέβη με εξαιρετική επιτυχία. Σήμερα είμαστε δυο πολύ αγαπημένοι φίλοι. Μετά από την έρευνα και μελέτη του υλικού, σε συμφωνία με τον εκδότη κ. Νίκο Χαϊδεμένο των εκδόσεων ‘Μίλητος’, γνωστός για τον επαγγελματισμό και την υψηλή ποιότητα των εκδόσεων του, δημιουργήσαμε το συγκεκριμένο κατάλογο. Η κ. Νταϊφά είναι γνωστή συλλέκτρια. Εκτός από τα τάματα, συλλέγει ιστορικά πιάτα (ο κατάλογος έχει εκδοθεί επίσης από την Μίλητο), ακροκέραμα των κατεδαφισμένων αστικών οικιών της πάλαι ποτέ αρχοντικής Αθήνας του 19ου και αρχών του 20ου αι., μοναδικές οπαλίνες κ.ά.».
* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 20.11.2022