Ευαίσθητες δημοσιονομικές ισορροπίες που απαιτούν χειρουργικούς χειρισμούς επιχειρεί να τηρήσει το οικονομικό επιτελείο. Από την μία έλλειμμα και χρέος που προβληματίζουν και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεφύγουν πέρα από τα όρια, έστω και αν αυτά είναι αρκετά ευέλικτα και από την άλλη η αδήριτη ανάγκη που επιτάσσει αδιάκοπη στήριξη των ασθενέστερων για να ανταπεξέλθουν σε ενεργειακή κρίση και… καλάθι του σούπερ μάρκετ. Σχοινοβασία σε τεντωμένο σχοινί που δεν πρέπει να σπάσει.
Υπό αυτές τις δύσκολες παραδοχές, οι χαμηλότερες τιμές του φυσικού αερίου εξασφαλίζουν τουλάχιστον τον Νοέμβριο έναν ανοιχτό δημοσιονομικό διάδρομο, αφού η κυβέρνηση δεν θα χρειαστεί να… στραγγίξει τα κρατικά ταμεία για να επιδοτήσει τα τιμολόγια του ρεύματος.
Ο διαθέσιμος οικονομικός χώρος αναμένεται ότι θα αβγατίσει περαιτέρω από την αύξηση του ΑΕΠ κατά ποσοστό υψηλότερο αυτού που προβλέπεται στον προϋπολογισμό (5,3%). Είναι πιθανό, σύμφωνα με τα μηνύματα από διεθνείς οίκους αξιολόγησης αλλά και εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών, να προσεγγίσει το 6% ή και υψηλότερα.
To ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, βάσει προβλέψεων της Eurostat, υποχώρησε κάτω από το ψυχολογικό όριο του 10% τον Οκτώβριο, αναμφίβολα δίνει ανάσες, έστω και αν τα νοικοκυριά… αναστενάζουν μπροστά από τα ταμεία των σούπερ μάρκετ.
Μέσα σε συνθήκες αβεβαιότητας κι ενώ τα δεδομένα αλλάζουν με ρυθμούς πολυβόλου στο οικονομικό επιτελείο κινούνται υπέρ το δέον συντηρητικά, κοινώς προσέχουν για να έχουν, στον σχεδιασμό νέων μέτρων στήριξης για φέτος, προσανατολιζόμενοι στην ενίσχυση του πετρελαίου κίνησης, η τιμή του οποίου δεν δείχνει διαθέσεις υποχώρησης.
Το κόστος του μέτρου αυτού, ωστόσο, δεν ξεπερνάει τα 30 εκατ. ευρώ τον μήνα, με βάση την προηγούμενη εφαρμογή του, επομένως δεν θα εξαντλήσει τον διαθέσιμο χώρο, που μπορεί να φθάσει και να ξεπεράσει τα 600 εκατ. ευρώ, αν η ανάπτυξη κάνει την έκπληξη.
Στόχος για φέτος είναι το πρωτογενές έλλειμμα (δηλαδή το έλλειμμα εξαιρουμένων των τόκων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους) να καταγράψει μία «πτήση» κάτω από το 1,7% του ΑΕΠ.
Κάτι τέτοιο αναμφίβολα θα έστελνε θετικά σινιάλα στις αγορές και στην επενδυτική κοινότητα ενώ θα άνοιγε το δρόμο για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που θα επιτρέψει ευκολότερο και φθηνότερο δανεισμό για τη χώρα.
Δημοσιονομική χαλαρότητα αλλά όχι ξεσάλωμα
Η δημοσιονομική ευελιξία που θα εξακολουθεί να παρέχει η ΕΕ και το 2023 δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση επικράτηση λογικών «πάρε κόσμε» κι ενώ έρχονται εκλογές.
Ας μην ξεχνάμε πως ο στόχος επιστροφής σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 (προβλέπεται 0,7% του ΑΕΠ στο προσχέδιο προϋπολογισμού) θεωρητικά είναι ανάγκη να επιτευχθεί πάση θυσία για να μην ξαναμπεί σε επικίνδυνες δημοσιονομικές ατραπούς η Ελλάδα.
Αυτόν τον στόχο θα μπορεί, άλλωστε, να πετύχει ευκολότερα αν περιορίσει το φετινό έλλειμμα, αφού η απόσταση δημοσιονομικής προσαρμογής που θα κληθεί να καλύψει θα είναι μικρότερη.
Την ερχόμενη χρονιά αναμένεται φρένο στους ρυθμούς ανάπτυξης σε όλη την Ευρώπη, με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση δεδομένου και του γεγονότος πως ο τουρισμός κανείς δε βάζει το χέρι του στη φωτιά πως θα διαγράψει την ίδια εντυπωσιακή σεζόν με τη φετινή.
Επιπλέον ο πόλεμος που δεν φαίνεται να τελειώνει και η ακρίβεια που φέρνει μαζί του δεν επιτρέπει απόσυρση των μέτρων στήριξης.
Στον προϋπολογισμό, άλλωστε, έχει προβλεφθεί αποθεματικό για το 2023 μόνο 1 δισ. ευρώ για τη στήριξη των τιμολογίων ρεύματος, κάτι που ίσως αποδειχθεί μη ικανοποιητικό.
Την ίδια στιγμή, πιο ευνοϊκές για τις χώρες με υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα φέρεται να είναι οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τις οποίες θα δημοσιοποιήσει τελικά, με μία εβδομάδα καθυστέρηση, στις 9 Νοεμβρίου.
Αυτές αφορούν την εισαγωγή ενός σταδιακού στόχου για τον δείκτη χρέους της τάξης του 90% για τις χώρες «υψηλού κινδύνου», κάτι που για την Ελλάδα θεωρείται απόλυτα διαχειρίσιμο αλλά και θετικό για την πορεία της αξιολόγησής της.
Ωστόσο, η Επιτροπή προτείνει έναν νέο κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο οι «χώρες υψηλού κινδύνου» (με δείκτη χρέους πάνω από 90% όπως η Ιταλία και η Ελλάδα) μέσα σε τέσσερα χρόνια θα πρέπει να ακολουθήσουν μια βιώσιμη τροχιά μείωσης χρέους ως προς το ορόσημο του 90%, δηλαδή χωρίς να «σκοτώσουν» την ανάπτυξη στο βωμό της δημοσιονομικής προσαρμογής, να έχουν ουσιαστικά σε αυτό το διάστημα ένα αξιόπιστο σχέδιο μείωσης του χρέους προς αυτό το επίπεδο.
Μόλις φτάσουν το 90%, θα θεωρούνται χώρες «μεσαίου κινδύνου» και μπορούν να επιβραδύνουν την περαιτέρω μείωση προς το 60%. Κάθε κυβέρνηση μπορεί επίσης να διαπραγματευτεί με την Επιτροπή για την παράταση της τετραετούς περιόδου έως και κατά τρία χρόνια.
Για την Ελλάδα, αυτός ο κανόνας θεωρείται απόλυτα διαχειρίσιμος. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, δηλαδή το 2026, το ελληνικό χρέος εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στο 150% (από 193% το 2021 και 169% φέτος) με βάση πολύ συντηρητικές προβλέψεις για την ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ καθώς και τον πληθωρισμό.
Στο επίπεδο του 90% του ΑΕΠ ο δείκτης του ελληνικού χρέους αναμένεται να φτάσει το 2036, με βάση έναν βιώσιμο τρόπο μείωσης, δηλαδή 5% ανά έτος από το 2024, κάτι που είναι εφικτό. Βασικοί «κανόνες» για να επιτευχθεί αυτό είναι:
α) Τα πρωτογενή πλεονάσματα να είναι ίσα με τους τόκους, δηλαδή 4,5-5 δισ. ευρώ τον χρόνο από το 2024 και μετά και
β) Η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ να κινείται στο 3,5%-4%, δηλαδή στο 1,5% η πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ και στο 2,5% ο πληθωρισμός ετησίως.
* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 06.11.2022