Διχασμένες είναι οι απόψεις μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών για το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων που αφορά σε δράσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοσχολικής βίας και αναμένεται να ψηφιστεί από τη Βουλή εντός της εβδομάδας.
Παρά το γεγονός ότι αποτελεί κοινή παραδοχή πως τα φαινόμενα βίας εντός της σχολικής κοινότητας έχουν αυξηθεί ραγδαία το τελευταίο χρονικό διάστημα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο νομοσχέδιο σκωπτικά εκτιμώντας ότι «τα μέτρα που προβλέπονται δεν λύνουν το πρόβλημα».
Μάλιστα, αρκετοί γονείς με τους οποίους επικοινώνησε η «ΜτΚ», δεν γνωρίζουν καν τι αυτό προβλέπει, καθώς όπως λένε, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση για μόλις 12 ημέρες, από τις 8 μέχρι και τις 20 Φεβρουαρίου. Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι υπεβλήθησαν μόλις 259 σχόλια επί της δημόσιας διαβούλευσης του νομοσχεδίου.
Στο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας προβλέπονται μεταξύ άλλων νέες δομές για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας, συστηματικές επιμορφώσεις εκπαιδευτικών, ενίσχυση των υποστηρικτικών φορέων όπως τα ΚΕΔΑΣΥ καθώς και λειτουργία πλατφόρμας μέσω του gov.gr για αναφορές περιστατικών ενδοσχολικής βίας, ακόμη και ανώνυμες εκ μέρους των μαθητών.
Αποδέκτες των αναφορών θα είναι οι υπεύθυνοι αντιμετώπισης της σχολικής βίας και εκφοβισμού της οικείας σχολικής μονάδας που θα μπορούν να επιληφθούν των περιστατικών αυτών ενώ θα ενημερώνονται και οι ομάδες δράσεις των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης.
Η πλατφόρμα θα περιέχει επίσης καλές πρακτικές, ενημερωτικό και επιμορφωτικό υλικό προς ενημέρωση της εκπαιδευτικής κοινότητας, λειτουργώντας έτσι ως ο κεντρικός ψηφιακός κόμβος του ΥΠΑΙΘ για την ενδοσχολική βία και τον εκφοβισμό.
Οι ομάδες δράσεις
O Αλέξανδρος Κόπτσης, γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας λέει στη «ΜτΚ» ότι το νομοσχέδιο θα ψηφιζόταν τη Δευτέρα, όμως εξαιτίας του τριήμερου εθνικού πένθους για την τραγωδία των Τεμπών, θα ψηφιστεί εντός της ερχόμενης εβδομάδας.
«Αφότου ψηφιστεί, θα ξεκινήσουμε άμεσα τις επιμορφώσεις εκπαιδευτικών. Οι ομάδες δράσεις θα λειτουργούν με τους υπάρχοντες ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς καθώς νέες προσλήψεις αναμένεται να γίνουν από την επόμενη σχολική χρονιά», τονίζει.
Περιγράφει ότι σε κεντρικό επίπεδο, θα υπάρχει επιτροπή εμπειρογνωμόνων που έχει την ευθύνη για την εποπτεία και την επιμέλεια του προγράμματος, καθώς και τη συναγωγή σχετικών συμπερασμάτων.
Σε επίπεδο Διεύθυνσης Εκπαίδευσης, θα υπάρχουν τετραμελείς ομάδες δράσης, αποτελούμενες από τον Διευθυντή Εκπαίδευσης, έναν Σύμβουλο Εκπαίδευσης, ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό και σε επίπεδο σχολικής μονάδας, ο διευθυντής μαζί με έναν εκπαιδευτικό που ορίζεται από εκείνον (στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση) ή τον Σύμβουλο Σχολικής Ζωής (στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) θα είναι υπεύθυνοι αντιμετώπισης της σχολικής βίας και εκφοβισμού.
Οι επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών θα γίνονται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής που θα αναπτύξει όπως λέει ο κ. Κόπτσης, στοχευμένο επιμορφωτικό υλικό.
«Ήδη διενεργούνται επιμορφώσεις για θέματα διαχείρισης σχολικής βίας», λέει ο κ. Κόπτσης και τονίζει ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο «μόνο βοήθεια θα προσφέρει στη σχολική κοινότητα».
«Θα λειτουργεί πυροσβεστικά και όχι προληπτικά»
Ο Θανάσης Κοκονάς, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γονέων και Κηδεμόνων Κεντρικής Μακεδονίας λέει στη «ΜτΚ» ότι αυτό που προβληματίζει τους γονείς είναι ότι το νομοσχέδιο έρχεται πυροσβεστικά να αντιμετωπίσει ένα αυξανόμενο κοινωνικό φαινόμενο, αντί να εστιάζει στην πρόληψη.
«Καταρχάς δεν ορίζεται τι είναι σχολικός εκφοβισμός αφήνοντας ανοιχτά παράθυρα ακόμα και για τις κινητοποιήσεις των μαθητών, κάτι που οδηγεί σε πολύ επικίνδυνους δρόμους», λέει. Επισημαίνει πως το ζήτημα δεν είναι ότι δεν έχει σπάσει η σιωπή, «αλλά ότι γιγαντώνεται η βία και ο εκφοβισμός και οι σχέσεις εμπιστοσύνης μέσα στη σχολική κοινότητα δεν θα χτιστούν με καταγγελίες αλλά με ένα σχολείο που θα διαπαιδαγωγεί με διαφορετικές αξίες από αυτές που επιβάλλονται σήμερα».
Ο κ. Κοκονάς τονίζει πώς «μόνον εάν αυξηθεί ο αριθμός των ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία, θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας ψυχολόγος για πέντε σχολεία, πολλοί εκ των οποίων είναι αναπληρωτές που σημαίνει ότι σύντομα θα αποχωρήσουν. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν υπό αυτές τις συνθήκες να αναπτυχθούν ουσιαστικές και βοηθητικές σχέσεις εμπιστοσύνης με τα παιδιά;», διερωτάται ο ίδιος.
Συμπληρώνει πως «δεν υπάρχει καμία μέριμνα και για τους ίδιους τους γονείς που δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τέτοια φαινόμενα. Θα έπρεπε οι σχολικοί ψυχολόγοι να μπορούν να είναι δίπλα στους μαθητές, παρακολουθώντας τους συστηματικά και ταυτόχρονα να μπορούν να έρχονται σε επαφή με την οικογένεια κάτι που όμως είναι αδύνατον όταν ένας ψυχολόγος έχει υπό την εποπτεία του 300 και 400 παιδιά».
Λίστα αναμονής για τους ψυχολόγους
Αντίστοιχη θέση εκφράζει και η Πόπη Σαραϊδάρη, εκπαιδευτικός και μέλος της Ε’ ΕΛΜΕ.
«Οι καταγγελίες και μάλιστα ανώνυμες, δεν θα λύσουν το πρόβλημα. Η βία λύνεται μέσα στα σχολεία με τους ψυχολόγους και τους κοινωνικούς λειτουργούς που όμως δεν διαθέτουν όλα τα σχολεία. Ακόμα και οι σχολικές μονάδες που διαθέτουν ψυχολόγους, αυτοί δεν επαρκούν καθώς υπάρχει λίστα αναμονής παιδιών και γονέων που περιμένουν να τους δουν», τονίζει.
Πάγιο αίτημα των εκπαιδευτικών που θα συνέβαλε και στην αντιμετώπιση της σχολικής βίας, είναι σύμφωνα με την κ. Σαραϊδάρη, να υπάρχουν λιγότερα παιδιά στα τμήματα ώστε «να μπορούν οι εκπαιδευτικοί να βοηθήσουν ουσιαστικά τους μαθητές. Πλέον έχουμε αρκετά παιδιά με κοινωνικά προβλήματα που δεν μπορούν να συναναστραφούν και είναι επιθετικά. Αυτά τα παιδιά πρέπει να βοηθηθούν με ειδικούς και όχι με πλατφόρμες».
«Ζήτημα η εφαρμογή των νόμων»
Η Στέλλα Βαλσαμάκη, πρόεδρος της Ένωσης Γονέων στον δήμο Χαλκηδόνας σημειώνει πως το συγκεκριμένο νομοσχέδιο μπορεί να χρήζει βελτιώσεων αλλά «τουλάχιστον γίνεται μία προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Φυσικά παραμένει ζήτημα ο αριθμός των ψυχολόγων που βρίσκονται στα σχολεία. Για παράδειγμα το Γυμνάσιο Χαλκηδόνας όπου φοιτά το παιδί μου, δεν έχει ούτε σχολικό ψυχολόγο ούτε κοινωνικό λειτουργό».
Η ίδια δεν παραλείπει να επισημάνει βέβαια πως «το ζήτημα στη συνέχεια είναι εάν και κατά πόσο οι δήμοι (στην αρμοδιότητα των οποίων είναι οι σχολικές δομές) μπορούν να εναρμονιστούν με αυτά που ορίζει ο νόμος και τελικά να τα εφαρμόσουν».
«Δεν υπάρχουν διέξοδοι για τους μαθητές»
«Καμία ουσιαστική αντιμετώπιση της σχολικής βίας δεν θα επιφέρει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο», λέει η Δήμητρα Τραγάκη, εκπαιδευτικός και πρόεδρος της Α’ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης.
Εξηγεί ότι δεν έχει ληφθεί κάποιο μέτρο έτσι ώστε μαθητές που μπορεί να είναι αδύναμοι και εξαιτίας αυτού να εκφράζουν βίαιες συμπεριφορές «να αναπτύξουν άλλες ικανότητες και να αποκτήσουν μία διέξοδο. Ο αθλητισμός στα σχολεία είναι πολύ περιορισμένος αφού δεν υπάρχουν γυμναστήρια και κατάλληλες υποδομές. Οι τέχνες έχουν εξοστρακιστεί, απ’ όπου τα παιδιά θα μπορούσαν να εκφραστούν. Η γενικότερη δηλαδή εκπαίδευση που θα τους έδινε διεξόδους και θα ανέπτυσσε την προσωπικότητά τους, δεν υπάρχει στα σχολεία».
Η κ. Τραγάκη παρατηρεί ότι μόλις την περασμένη εβδομάδα τοποθετήθηκαν 1.500 αναπληρωτές σε σχολεία Ειδικής Εκπαίδευσης και Δευτεροβάθμιας.
«Αυτό σημαίνει ότι πέρασε η μισή σχολική χρονιά με κενά σε εκπαιδευτικούς. Πώς λοιπόν μπορούμε να μιλάμε για σωστή διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση;», αναρωτιέται. «Μετά την καραντίνα η κατάσταση έχει δυσκολέψει αρκετά και τα βίαια περιστατικά στα σχολεία έχουν αυξηθεί ραγδαία. Δεν γίνεται η αντιμετώπιση του φαινομένου να είναι η καταγγελία. Πρέπει να υπάρξει υποστήριξη από ψυχολόγους, σε κάθε σχολείο».
Εκφράζει μάλιστα, τις ανησυχίες της για τα όσα προβλέπει το νομοσχέδιο καθώς λέει ότι «η πλατφόρμα καταγγελιών θα δημιουργήσει κλίμα δυσπιστίας μεταξύ των μαθητών αλλά και μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών, ως προς το πώς θα εξακριβώνεται η αλήθεια της όποιας καταγγελίας».
Η κ. Τραγάκη, τέλος, λέει ότι δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τη βία κατά των εκπαιδευτικών.
«Χρειαζόμαστε υποστήριξη κι εμείς οι ίδιοι από σχολικούς ψυχολόγους που θα μας καθοδηγούν στο πώς να διαχειριζόμαστε και να αντιμετωπίζουμε αυτά τα φαινόμενα», καταλήγει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 05.03.2023