Τη φρικαλεότητα της Ιταλογερμανικής κατοχής, η οποία στοίχισε τη ζωή σε 300.000 κατοίκους της Ελλάδας εξετάζει έρευνα του δρ. Αντώνη Αντωνίου, διδάσκοντα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Τα στοιχεία της έρευνας δημοσιεύονται στην εξαμηνιαία επιθεώρηση Τοπικής Ιστορίας με τίτλο «Ιστόρηση», την οποία εκδίδει ο Δήμος Λίμνης Πλαστήρα και κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική μορφή
«Η Ιταλογερμανική κατοχή υπήρξε ένα ιδιαίτερα επώδυνο γεγονός για τους κατοίκους της χώρας μας. Σύμφωνα με την καταγραφή, που πραγματοποίησε η ελληνική κυβέρνηση αμέσως μετά τον πόλεμο, η χώρα έχασε τουλάχιστον 300.000 κατοίκους χωρίς να συμπεριλαμβάνονται στην καταγραφή οι βουλγαροκρατούμενες περιοχές.
Τα θύματα, παρά το ότι πιστεύεται, υπήρξαν κυρίως στην επαρχία και όχι στην Αθήνα. Οι θάνατοι επικεντρώθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό στους άνδρες, στους ηλικιωμένους και τα παιδιά μέχρι 5 ετών».
Κατά τον πόλεμο, τονίζει πιο αναλυτικά ο ερευνητής, σκοτώθηκαν 13.600 στρατιωτικοί, 2.100 εξαφανίστηκαν και σχεδόν 3.000 άμαχοι σκοτώθηκαν από βομβαρδισμούς. Στην βουλγαροκρατούμενη περιοχή δολοφονήθηκαν με διάφορους τρόπους, 37.000 πολίτες.
Από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς εξοντώθηκαν, κυρίως με πρόφαση τα αντίποινα, τουλάχιστον 5.000 Έλληνες. Από τα γερμανικά και ιταλικά στρατοδικεία καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν άνω των 6.000 ατόμων.
Οι αντάρτικες ομάδες είχαν περί τα 30.000 θύματα και περί τα 1.000 ήταν τα θύματα από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Οι βίαιοι θάνατοι συνολικά στοίχισαν στην χώρα 90.700 θανάτους, 83.600 άνδρες και 7.100 γυναίκες.
Το επίπεδο υγιεινής του πληθυσμού έπεσε, σύμφωνα με τον ερευνητή, αφού 10.000 άτομα έμειναν ανάπηρα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, άλλα 10.000 έμειναν ανάπηρα από τον αντάρτικο αγώνα και 1.000 έμειναν ανάπηροι από βομβαρδισμούς.
Επιπλέον η χειροτέρευση των όρων διαβίωσης έφερε αύξηση των ασθενειών, με αποτέλεσμα οι δύο μεγάλες μάστιγες της εποχής, η φυματίωση και η ελονοσία, να αυξηθούν τρομερά.
Οι καταστροφές οικισμών, τονίζει επίσης ο κ. Αντωνίου, έφεραν ένα σημαντικό προσφυγικό κύμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού.
Οι κάτοικοι, οι οποίοι βρέθηκαν μακριά από τον τόπο τους και μετά τον πόλεμο ζήτησαν κρατική ενίσχυση ήταν πάνω από 220.000. Άλλοι 90.000, αναγκάστηκαν να μεταφερθούν με διάφορες προφάσεις στην Γερμανία, την Ιταλία και την Βουλγαρία.
Από αυτούς βρήκαν το θάνατο περί τους 70.000 και σύμφωνα με τις συντηρητικότερες αποτιμήσεις εκτιμάται, ότι από αυτούς, 54.000 ήταν ο αριθμός των Εβραίων, που εξοντώθηκαν. Άλλοι πάλι έφυγαν, για να πολεμήσουν στην Μέση Ανατολή. Συνέβησαν 1.100 θάνατοι στρατιωτικών στην Μέση Ανατολή και 3.500 θάνατοι ναυτικών.
Σύμφωνα με νεότερες καταγραφές, ο αριθμός των Εβραίων νεκρών, ήταν πολύ μεγαλύτερος, περί τους 65.000. Από την κήρυξη του παγκόσμιου πολέμου το 1939 μειώθηκε δραστικά η οικοδομική δραστηριότητα.
Ακόμη χειρότερα από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου μέχρι το τέλος της κατοχής διακόπηκε, σχεδόν ολοκληρωτικά, κάθε οικοδομική κίνηση και έφτασε να είναι λιγότερο από 10% της προπολεμικής οικοδομικής δραστηριότητας.
Οι οικισμοί υπέστησαν εκτεταμένες καταστροφές, κυρίως, λόγω των βομβαρδισμών, λόγω των αντιποίνων στο αντάρτικο κίνημα, λόγω της ανέχειας των πολιτών, που αναγκάζονταν να πουλήσουν τα υλικά του σπιτιού τους για να ζήσουν, λόγω της επίταξης και κακομεταχείρισης από τις αρχές κατοχής, αλλά και της κατασκευής οχυρωματικών έργων και αεροδρομίων.
Η Ελλάδα έχασε κατά την διάρκεια της κατοχής, το 23% του οικιστικού της πλούτου. Οι μεγαλύτερες καταστροφές αγροτικών οικισμών πραγματοποιήθηκαν στην Θεσσαλία και στην Ήπειρο.
Τότε η Θεσσαλία διαιρούνταν σε δύο νομούς: Λαρίσης και Τρικάλων και η επαρχία Καρδίτσας ανήκε στο νομό Τρικάλων. Στο νομό Λαρίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, καταστράφηκαν πλήρως σχεδόν το 34% των αγροτικών οικοδομών και στο νομό Τρικάλων το 42%.
Οι μερικώς κατεστραμμένες οικίες ήταν ελάχιστες σε σχέση με τις ολικώς κατεστραμμένες, γεγονός που δείχνει την μανία των κατακτητών. Πολλές από τις ημικατεστραμμένες κατοικίες δεν ήταν παρά τέσσερεις τοίχοι. Στην επαρχία Καρδίτσας το ποσοστό των κατεστραμμένων οικοδομών έφτανε το 24,25% του συνόλου των κτιρίων και αφορούσε κυρίως σε αγροτικά σπίτια.
Οι εκτεταμένες αυτές καταστροφές συνδέονταν με απώλεια κεφαλαίου για τους ιδιοκτήτες και μείωση της παραγωγής, λόγω εγκατάλειψης της υπαίθρου. Τα στεγαστικά προβλήματα επέφεραν και προβλήματα υγείας.
Οι επιπτώσεις αυτής της έλλειψης στέγης, που δημιούργησαν οι καταστροφές των στρατευμάτων κατοχής μετά τον πόλεμο, είναι σημαντικές και για τις μεταπολεμικές εξελίξεις.
Η μελέτη της επίδρασης των διεθνών δικτύων γνώσης και εξουσίας στον οικιστικό ιστό, οδήγησε στο συμπέρασμα, επισημαίνει ο κ. Αντωνίου, ότι με βάση το σχέδιο Μάρσαλ εφαρμόστηκε ένα αμερικανικής έμπνευσης σχέδιο για τις πολιτικές διαμόρφωσης του κτισμένου περιβάλλοντος στη μεταπολεμική Ελλάδα με επίκεντρο την αυτοστέγαση ως κεντρική πρακτική άσκησης εξουσίας.
Πριν την Ελλάδα, είχε εφαρμοστεί παρόμοια πολιτική και στο Πουέρτο Ρίκο και η Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως υπόδειγμα για χώρες της Άπω Ανατολής. Η στεγαστική πολιτική που εφαρμόστηκε, στόχευε όχι μόνο στην εξασφάλιση ιδιόκτητης κατοικίας για τους πολλούς, αλλά ήταν και ένα ιδεολογικό όχημα πολιτισμικής επιρροής και διάχυσης του αμερικάνικου ονείρου.
Στόχος, να ενταχθεί ο ελληνικός λαός μέσα από την βιωματική του εμπειρία και την πολιτισμική πρακτική του στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα.
Ο κ. Αντωνίου μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τονίζει:
«Κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο ο ελληνικός λαός υπέστη τρομακτικές απώλειες σε έμψυχο δυναμικό και σε υλικό κεφάλαιο. Εξοντώθηκαν μεγάλος αριθμός αμάχων και ακόμη περισσότεροι μάχιμοι άνδρες σε παραγωγική ηλικία.
Καταστράφηκαν επίσης σε δύσκολα αντικαταστάσιμο ποσοστό σπίτια με όλο τον δυσαναπλήρωτο εξοπλισμό τους και τους αποθηκευτικούς τους χώρους, καθώς και δημόσια κτίρια και άλλες υποδομές.
Επιβλήθηκαν επίσης κατασχέσεις τροφίμων σε μεγάλη έκταση. Αυτές οι καταστροφές επιβλήθηκαν σε έναν πληθυσμό, ο οποίος ήδη πριν τον πόλεμο επιβίωνε με μεγάλη δυσχέρεια και σε ένα μεγάλο ποσοστό του ήταν πρόσφυγες οι οποίοι δεν είχαν προλάβει να επουλώσουν τις πληγές τους και να επαναφέρουν την κανονικότητα στην ζωή τους».