Το μανταρίνι Χίου είναι το πιο γλυκό που υπάρχει, διαθέτει εκπληκτικό άρωμα σε σχέση με τα υπόλοιπα, άλλα έχει ένα μειονέκτημα, πολλούς σπόρους, κάτι που μπορεί όμως σε λίγα χρόνια από τώρα να αλλάξει με τη βοήθεια της επιστήμης. Πώς θα γίνει αυτό;
Το τόσο ωραίο άρωμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να διατηρηθεί ώστε να βγει στο μέλλον μια ποικιλία που να μοσχοβολάει και να μην έχει κουκούτσια. Διορθώνοντας τις μικρές ατέλειες και αξιοποιώντας τα δυνατά σημεία των φρούτων, μία ομάδα μελετητών επιστημόνων αφού σκιαγραφεί το dna τους βρίσκει τις λύσεις και οδηγεί....στην τελειότητα.
«Τα εσπεριδοειδή είναι είδος πρώτης ανάγκης και μέρος της Μεσογειακής διατροφής. Η σημασία τους τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι εδώ και πολλά χρόνια αποτελούν το πρώτο εξαγώγιμο είδος φρέσκων φρούτων της χώρας, γεγονός που τα καθιστά πυλώνα της σύγχρονης Αγροτικής Οικονομίας», επισημαίνει ο εντεταλμένος ερευνητής δενδροκομίας εσπεριδοειδών του ΕΛΓΟ Δήμητρα, Βασίλης Ζιώγας. Ο ίδιος εξηγεί στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι το ερευνητικό πρόγραμμα της ομάδας περιλαμβάνει μια σημαντική προσπάθεια να διασωθούν και να μελετηθούν οι ελληνικές ποικιλίες εσπεριδοειδών, από μανταρίνια και πορτοκάλια μέχρι περγαμόντα».
«Αναγνωρίζουμε τη μεγάλη σημασία της βιοποικιλότητας. Επίσης λόγω της κλιματικής κρίσης αυτό που έχουμε διαπιστώσει ως επιστήμονες είναι ότι οι ντόπιες παραγωγές έχουν πολύ αυξημένη προσαρμοστικότητα, επομένως μπορούν πολύ εύκολα να αντέξουν τις βιοτικές καταπονήσεις και έτσι πρέπει να τις διασώσουμε, να τις διατηρήσουμε και να μελετήσουμε το γονιδίωμα τους για να ξέρουν οι μελλοντικοί γενετιστές ποια γονίδια εμπλέκονται και κάνουν τις ντόπιες ποικιλίες τόσο ανθεκτικές στην κλιματική κρίση» σημειώνει ο κ. Ζιώγας.
Σύμφωνα με την ομάδα των επιστημόνων, η προσπάθεια διάσωσης, ανάδειξης, πληροφόρησης και χαρτογράφησης του γενετικού υλικού που έχουν στα χέρια τους προάγει την γεωργία-δενδροκομία και θέτει ισχυρές βάσεις για την εξέλιξή της. Παράλληλα, όπως τονίζουν, η βιοποικιλότητα πρέπει να διασώζεται, να μελετάται και να αποτελεί πηγή γονιδίων για την δημιουργία νέων ποικιλιών, πιο ανθεκτικών στην κλιματική κρίση, με επιθυμητά ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Όπως εξηγεί ο κ. Ζιώγας, μελετώντας τις ντόπιες καλλιέργειες υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας μιας μεγάλης αποθήκης γενετικού υλικού στην Ελλάδα και ταυτόχρονα μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να εντοπίζουν τις καλλιέργειες που διαθέτουν πάρα πολύ καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά τα οποία θέλει ο καταναλωτής.
«Η μελέτη έχει ως κύριο στόχο να διασώσουμε τις ελληνικές ποικιλίες από τον αφανισμό γιατί μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον με τη δημιουργία νέων που θα έχουν πολύ καλά χαρακτηριστικά και θα είναι και του τόπου» εξηγεί ο κ. Ζιώγας σημειώνοντας ότι είναι πολύ σημαντικό να γίνουν τα τρία βήματα: οι ειδικοί που μελετούν τα νόστιμα εσπεριδοειδή της χώρας μας τα χαρτογραφούν, τα ερευνούν, τα αξιολογούν και βαθμολογούν ώστε να ξέρουν τι έχουν στα χέρια τους και να προχωρήσουν στα επόμενα βήματα.
« Μελετώντας το DNA τους γίνονται όλα. Οι τοπικές ποικιλίες είναι ποικιλίες που δημιουργήθηκαν και προσαρμόστηκαν στο μικροπεριβάλλον της περιοχής ή ακόμη και της χώρας. Είναι ποικιλίες που το DNA τους, και όσα είναι καταγεγραμμένα μέσα σε αυτό, τους επιτρέπει να επιβιώνουν και να αναπτύσσονται. Η γνώση των ποιοτικών χαρακτηριστικών και η αξιοποίησή τους από την αλυσίδα αξίας και την μεταποίηση αποτελούν μια διέξοδο για τον Έλληνα παραγωγό» σημειώνει ο ερευνητής.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που χρηματοδοτεί τα τελευταία χρόνια τον ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ, μέσω του ειδικού Προγράμματος δημιουργίας νέων ποικιλιών φυτικών ειδών και υποστηρίζει τη δημιουργία νέων ποικιλιών, στα εσπεριδοειδή έχουν ήδη δημιουργηθεί τρεις νέες ποικιλίες (δύο πορτοκάλια και ένα λεμονοειδές υβρίδιο) με ανώτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία ξεχωρίζουν σε παγκόσμιο επίπεδο.