Στα χρόνια της κρίσης διαλύθηκαν οι εργασιακές σχέσεις και ο μισθοί στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν τόσο, που ακόμα κι αν κάποιος μπορούσε να βρει μια δουλειά, πολλές φορές δεν «συνέφερε» να δουλέψει. Ο μισθός ήταν λίγο υψηλότερος από το επίδομα ανεργίας. Όμως αυτό δημιούργησε μια νοοτροπία -κυρίως στη νέα γενιά, για την οποία θεσπίστηκε ο υποκατώτατος μισθός- που αποτελεί πολύ κακή παρακαταθήκη για το μέλλον.
Για όσους κινούνται μεταξύ κατώτατου μισθού και μερικής απασχόλησης, τα διαστήματα εργασίας χρησιμεύουν μόνο για να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα ένσημα, ώστε να ξαναβγούν στο επίδομα ανεργίας.
Χαρτζιλίκι: Σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος Εργάνη, πάνω από 216.000 άτομα το 2018 (έναντι 200.000 το 2017) εργάζονταν με μισθούς από 501 έως 600 ευρώ μεικτά. Πρόκειται κατά κανόνα για εργαζόμενους κάτω των 25 ετών, που αμείβονται με τον υποκατώτατο μισθό, που είναι 510 ευρώ μεικτά, δηλαδή «στο χέρι» μένουν στον εργαζόμενο 429 ευρώ, ή τον κατώτατο που είναι 586 μεικτά ή 492 ευρώ καθαρά. Υπάρχουν όμως και ακόμα χαμηλότεροι μισθοί, που μοιάζουν με… χαρτζιλίκι.
Από το 1,5 εκατ. εργαζομένους οι 422.000 αμείβονται με μισθούς κάτω των 500 ευρώ μεικτά. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΚΑ, οι αμοιβές για εργαζόμενους με μερική απασχόληση είναι ημερομίσθιο 23,55 ευρώ μεικτά και μισθός 378 ευρώ μεικτά, δηλαδή 317 ευρώ καθαρά.
Επιδόματα: Από την άλλη, το επίδομα ανεργίας για κάποιον άνεργο χωρίς παιδιά είναι 360 ευρώ (προσαυξάνεται κατά 10% για κάθε προστατευόμενο μέλος). Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΕΔ τον Δεκέμβριο του 2018 αυξήθηκαν κατά 8.000 άτομα σε σχέση με το 2017 όσοι έλαβαν επίδομα ανεργίας, φτάνοντας τους 202.537.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο αριθμό επιδοτούμενων ανέργων από το 2012. Εκτός από το επίδομα ανεργίας, υπάρχουν και μια σειρά από άλλα επιδόματα (άλλα υπήρχαν και άλλα τα θεσμοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση) όπως το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, που είναι της τάξης των 220 ευρώ για πάνω από 318.000 δικαιούχους, το επίδομα στέγασης που θα αφορά 300.000 νοικοκυριά που θα λάβουν από 840 ευρώ έως 2.520 ευρώ το χρόνο, το επίδομα θέρμανσης, τα επιδόματα τέκνων, το κοινωνικό μέρισμα, που δίνεται κάθε χρόνο κτλ.
«Ασύμφορο»: Κάποιος που εργάζεται με τον υποκατώτατο μισθό «κερδίζει» μόνο 70 ευρώ παραπάνω από το επίδομα ανεργίας, ποσό που δεν καλύπτει ούτε τα καθημερινά έξοδα για τη μετακίνησή του, έναν καφέ και ένα κουλούρι. Όσο για τους μερικώς απασχολούμενους, το επίδομα ανεργίας είναι μεγαλύτερο από το μισθό των 317 ευρώ! Εκ των πραγμάτων δηλαδή είναι «ασύμφορο» να δουλεύουν, εφόσον έχουν τις προϋποθέσεις, για να βγουν στο επίδομα.
Όχι ότι μπορεί κανείς να ζήσει μόνο με το επίδομα ανεργίας ή τα διάφορά άλλα επιδόματα αν πρέπει να συντηρήσει μια οικογένεια. Για κάποιους όμως που έχουν ένα μίνιμουμ προστασίας, π.χ. μένουν στο σπίτι με τους γονείς τους ή μπαίνει ένας δεύτερος μισθός στο σπίτι, το να μείνουν εκτός αγοράς εργασίας και να συντηρούνται με επιδόματα φαντάζει προτιμότερη λύση από το να δουλεύουν για… τρεις κι εξήντα.
Νοοτροπία: Κάπως έτσι όμως εμπεδώνεται η νοοτροπία του «επιδοματία», του ανθρώπου που μαθαίνει να ζει με το ελάχιστο «ξεροκόμματο» που του πετά το κράτος μέσω επιδομάτων.
Είναι προτιμότερο το «ξεροκόμματο» των πολύ χαμηλών μισθών; Το ερώτημα είναι ρητορικό. Όμως όσοι μένουν εκτός αγοράς εργασίας, χάνουν πολλά περισσότερα από το μισθό.
Ένας νέος που δεν θα δουλέψει δεν θα αποκτήσει ποτέ την εμπειρία του τι σημαίνει να δουλεύει σε πραγματικές συνθήκες, κάποιος με εμπειρία θα αφήσει τις όποιες δεξιότητές του σε αχρησία και όταν αναγκαστεί να επιστρέψει στην αγορά εργασίας, θα διαπιστώσει ότι έχει μείνει πίσω από τις εξελίξεις.
Κίνητρα: Υπό αυτό το πρίσμα η αύξηση του κατώτατου μισθού που σχεδιάζει η κυβέρνηση είναι προφανώς καλοδεχούμενη από τον κόσμο της εργασίας. Η αύξηση (29 έως 35 ευρώ προτείνουν οι δανειστές 49 ευρώ έως 59 ευρώ εξετάζει η κυβέρνηση) δεν είναι κανενός είδους πανάκεια.
Αυτό που χρειάζεται είναι κίνητρα, για να είναι προτιμότερη η εργασία από τα επιδόματα -μην ξεχνάμε ότι η αύξηση του κατώτατου συμπαρασύρει και τα επιδόματα. Με άλλα λόγια, περισσότερες δουλειές και καλύτερους μισθούς. Κι αυτό προϋποθέτει επενδύσεις, που με τη σειρά του απαιτεί σταθερότητα και αναπτυξιακές πολιτικές.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 27 Ιανουαρίου 2019