Εθελοντική (χωρίς αμοιβή) εργασία: Γίνεται;
Εργασία και αμοιβή: ένας (άρρηκτος;) δεσμός
Το άρρηκτο του δεσμού ανάμεσα στην εργασία και την αμοιβή της διαπιστώσαμε, ήδη, σε προγενέστερη αρθρογραφία μας. Εκεί, επίσης, διαπιστώσαμε την αξία της καταβολής (και τις συνέπειες της μη καταβολής) του μισθού. Όλα τούτα μοιάζουν απολύτως φυσιολογικά. Ο εργαζόμενος έχει (εύλογη) αξίωση και ο εργοδότης (δικαιολογημένη) υποχρέωση για την καταβολή του. Εξάλλου, η καταβολή του μισθού αποτελεί την αντιπαροχή του εργοδότη για την εργασία του εργαζομένου.
Η ζωτική σημασία της καταβολής του μισθού αποδεικνύεται από σωρεία δεδομένων. Μεταξύ άλλων (και) από τη θέσπιση ιδιαίτερων νομοθετικών προνοιών, που αποσκοπούν στην προστασία του και τη διασφάλιση της καταβολής του.
Εύλογα, λοιπόν, θα αναρωτηθεί κάποιος αν, και πώς, μπορεί να υφίσταται εθελοντική εργασία. Είναι σημαντική όμως μια κεντρική διαπίστωση: η εθελοντική εργασία δεν συνιστά εξαρτημένη εργασία. Με βάση το συγκεκριμένο δεδομένο, η εθελοντική εργασία δεν εμπίπτει στο πεδίο του Εργατικού Δικαίου κι ούτε ρυθμίζεται από τις διατάξεις τις εργατικής νομοθεσίας.
Η ανυπαρξία νομοθετικής ρύθμισης
Ο θεσμός της εθελοντικής εργασίας δεν είναι νέος.
Εθελοντική εργασία θα συναντήσουμε σε κοινωφελείς Φορείς και Οργανισμούς. Σε φορείς άσκησης δημόσιας εξουσίας. Σε πολιτικά κόμματα. Σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Θα συναντήσουμε όμως και σε νομικά πρόσωπα κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Αυτή, ιδίως, η κατηγορία θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Παρά το γεγονός ότι η εθελοντική εργασία είναι ευρύτατα διαδεδομένη, δεν υπάρχει ειδική-σχετική νομοθετική πρόβλεψη. Η ύπαρξή της όμως αναγνωρίζεται. Τη συναντούμε και στη θεωρία και στη νομολογία. Γίνεται αποδεκτή η ύπαρξή της (και είναι ενδιαφέρον αυτό) και σε έγγραφα της Διοίκησης. Κι όπου τη συναντούμε υπάρχει μια κοινή παράμετρος-παραδοχή: η διάκρισή της από τη σύμβαση εργασίας. Διάκριση που βασίζεται στη διαπίστωση ότι στην εθελοντική εργασία ελλείπει το στοιχείο της εξάρτησης.
Η παροχή της εθελοντικής εργασίας από «ελευθεριότητα»
Η εθελοντική εργασία παρέχεται από ελευθεριότητα. Με άλλα λόγια: ο «εργαζόμενος» δεν παρέχει τις υπηρεσίες του στη βάση της θέλησης ή υποχρέωσής του να εργασθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά στη βάση της αυτόβουλης διάθεσής του.
Στη νομολογία αλλά και στα Έγγραφα του Υπουργείου Εργασίας αναγνωρίζονται ως συμβάσεις εθελοντικής εργασίας εκείνες στις οποίες η παρεχόμενη «εργασία» βασίζεται (ενδεικτικά) σε: συγγενικό δεσμό, φιλία, μνηστεία ή συμβίωση, ηθικό καθήκον, λόγους πολιτικούς, ιδεολογικούς, φιλανθρωπικούς, κ.ο.κ.
Το περιεχόμενο των συγκεκριμένων, ενδεικτικά απαριθμουμένων, εννόμων σχέσεων (και εθελοντικής εργασίας) νομική του βάση έχει, γενικά, την ελευθερία των συμβάσεων.
Η έλλειψη συγκεκριμένου νομοθετικού υπόβαθρου, δημιουργεί την ανάγκη έγγραφης αποτύπωσης. Δε μοιάζει, αλήθεια, λογικό να υπογράφουμε συμφωνητικό με τον άνθρωπο με τον οποίο, ενδεχομένως, συμβιώνουμε ή με εκείνον με τον οποίο μας συνδέει μια στενή, αδελφική, φιλία. Προβάλλει όμως ως αναγκαίο αν αναλογιστούμε πως δεν θα είναι παράδοξο να απαιτηθεί η απόδειξή της ενώπιον κάποιου τρίτου (του ΣΕΠΕ λ.χ., του ΕΦΚΑ ή του, αρμόδιου, Δικαστηρίου)
Η συμφωνία περί μη καταβολής μισθού
Η ύπαρξη (ή μη) του στοιχείου της εξάρτησης είναι από εκείνα τα στοιχεία που διακρίνουν τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από συγγενείς συμβάσεις (ενδ.: Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας (Διάκριση Από Συγγενείς Έννοιες & Η Προστασία Της Επιχείρησης).
Στην περίπτωση της εθελοντικής εργασίας, η έλλειψη του στοιχείου της εξάρτησης (υπέρ του οποίου συνηγορεί η οικειοθελής παροχή υπηρεσιών), πρέπει να συνοδεύεται και από (έγγραφη) συμφωνία για μη καταβολή μισθού.
Κριτήρια χαρακτηρισμού μιας σύμβασης ως εθελοντικής εργασίας
Στοιχεία (εκ των ουκ άνευ) της σύμβασης εθελοντικής εργασίας αποτελούν: (α) η έλλειψη του στοιχείου του καταναγκασμού και (β) η συμφωνία για μη καταβολή μισθού. Η ύπαρξη, όμως, των συγκεκριμένων στοιχείων, δεν σημαίνει, κατ΄ αναπόδραστη συνέπεια, πως πρόκειται για σύμβαση εθελοντικής εργασίας. Ενδέχεται να υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Ο χαρακτηρισμός, εξάλλου, από τους συμβαλλόμενους μιας σύμβασης ως εθελοντικής εργασίας, δεν είναι δεσμευτικός για τις αρμόδιες αρχές. Όπως και σε προηγούμενη αρθρογραφία μας επισημάναμε: «ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας ανήκει στο δικαστήριο».
Σε περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης εξαρτημένης (και όχι εθελοντικής) εργασίας η διοικητική κύρωση δεν είναι ήσσονος σημασίας. Ο αρμόδιος Επιθεωρητής Εργασίας θα προβεί, στην περίπτωση αυτή, στην επιβολή προστίμου ποσού 10.500€ για κάθε (αδήλωτο) εργαζόμενο. Και τούτο, κατά δέσμια αρμοδιότητα, χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή του εργοδότη για παροχή εξηγήσεων
Η υποχρέωση (ή μη) του εργοδότη για καταβολή ασφαλιστικών εισφορών.
Ζήτημα γεννάται, τέλος, σχετικά με την ύπαρξη (ή μη) υποχρέωσης του εργοδότη να καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές υπέρ εκείνου που παρέχει εθελοντική εργασία.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η εθελοντική εργασία προϋποθέτει έλλειψη εξάρτησης και, επιπρόσθετα, συμφωνία για μη καταβολή μισθού. Συνεπώς, δεν υφίσταται υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του εθελοντικά εργαζομένου.
Στοιχεία συνυφασμένα με τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι εκείνα της εξάρτησης και του μισθού. Φυσικά και δεν μοιάζει ανεκτό, εκ πρώτης όψεως, να αποδεχθούμε εργασία χωρίς μισθό. Εκτός κι αν πρόκειται για εθελοντική «εργασία».
Παρά το γεγονός ότι η εθελοντική εργασία δε ρυθμίζεται νομοθετικά αποτελεί, εν τούτοις, μια πραγματικότητα. Και σαν τέτοια γίνεται αποδεκτή από τη θεωρία και τη νομολογία. Ακόμα και από το Υπουργείο Εργασίας και τα όργανά του.
Στην αξιοποίηση όμως της συγκεκριμένης μορφής «εργασίας» είναι αναγκαίο να είμαστε απόλυτα φειδωλοί. Κι όταν την επιλέξουμε, με ακόμα μεγαλύτερη προσοχή οφείλουμε να τη διαχειριζόμαστε. Η ύπαρξη του σχετικού, απλού κατά το περιεχόμενο, συμβατικού κειμένου μοιάζει (κατά βάση) απολύτως αναγκαία.
Ενδεχόμενη αδυναμία απόδειξης της βάσης και ύπαρξης εθελοντικής εργασίας συνδέεται, κατ’ αναπόδραστη συνέπεια, με (υποκρυπτόμενη) εξαρτημένη εργασία. Και, ταυτόχρονα, με βαρύτατες κυρώσεις για την επιχείρηση, τον οργανισμό ή φορέα που παρέχεται.
Η (αδάπανη) εξυπηρέτηση των αναγκών των τελευταίων είναι σημαντική.
Σημαντικότερη όμως η (μέγιστη δυνατή) προστασία τους.
Ο Σταύρος Κουμεντάκης είναι Managing Partner Koumentakis and Associates Law Firm
Σημ.: Το παρόν άρθρο σε πλήρη μορφή