Ένας πολιτικός που συνέδεσε το όνομά του με τη Θεσσαλονίκη, το πανεπιστήμιό της, πολλούς από τους σημαντικούς θεσμούς και εμβληματικά κτίριά της, αλλά κυρίως με την πολιτική ζωή του τόπου σε καιρούς δύσκολους. Σήμερα επιχειρεί τον προσωπικό του απολογισμό, με αφορμή την απόφασή του να μη θέσει ξανά υποψηφιότητα στη Α’ Θεσσαλονίκης.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι από τους πολιτικούς που αναλαμβάνουν την ευθύνη των επιλογών του. Σήμερα, μιλά αποκλειστικά στη «ΜτΚ», στην πρώτη του συνέντευξη μετά την απόφαση που έλαβε με φόντο την πρόσφατη κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών εκτιμά πως είναι πολύ κρίμα που η κυβέρνηση διέρρηξε την εθνική ενότητα και δίχασε βαθιά την κοινωνία, ενώ μπορούσε να διαμορφώσει ευρεία εθνική συναίνεση.
Τονίζει πάντως πως τα όποια προβλήματα προκύψουν από αυτήν πρέπει να επιλυθούν με βάση το εθνικό συμφέρον. Όσο για τις επιλογές των συμπολιτών του αλλά και όλων των Ελλήνων μπροστά στην κάλπη στα χρόνια της κρίσης, τονίζει ότι «η δημοκρατία λειτουργεί συγκυριακά, κρίνεται όμως εκ των υστέρων με κριτήρια ιστορικά».
Δηλώσατε πως δεν θα είστε ξανά υποψήφιος βουλευτής στη Θεσσαλονίκη. Τι σημαίνει αυτό για την πολιτική και κοινοβουλευτική σας παρουσία;
Για τελευταία φορά ήμουν υποψήφιος βουλευτής Θεσσαλονίκης με σταυρό πριν από δέκα χρόνια, στις εκλογές του 2009. Έκτοτε ήμουν υποψήφιος στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Είναι τιμή μου που εκπροσωπώ την εκλογική περιφέρεια Α’ Θεσσαλονίκης από το 1993. Η Θεσσαλονίκη με τίμησε κατ’ επανάληψη, εκλέγοντάς με βουλευτή σε δέκα εκλογές, πολλές φορές μάλιστα πρώτο βουλευτή της. Είμαι ευγνώμων στους πολίτες της Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη είναι πάντα ο τόπος μου, είμαι ταυτισμένος μαζί της και τα μεγάλα προβλήματά της δεν είναι για εμένα μόνο πολιτική προτεραιότητα, αλλά προσωπική υπόθεση. Έχω σταματήσει όμως εδώ και δέκα χρόνια να λειτουργώ ως «τοπικός» βουλευτής και πολύ περισσότερο ως «πολιτευτής» με γραφείο, επαφές, δίκτυα φίλων, σε εσωκομματικό ανταγωνισμό με άλλους φίλους, των οποίων διετέλεσα πρόεδρος.
Σήκωσα το φορτίο της ηγεσίας της παράταξης την πιο δύσκολη και πυκνή περίοδο. Υπό τραγικές συνθήκες για τη χώρα. Αγωνίστηκα να σταθεί όρθια η πατρίδα με τεράστιο κόστος για την παράταξη, αλλά και για εμένα προσωπικά, που κλήθηκα να αναλάβω το βάρος από τον Ιούνιο του 2011 και μετά υπό έκτακτες συνθήκες. Δεν είναι ούτε λογικό ούτε ευπρεπές απέναντι στα στελέχη μας, που θα αγωνιστούν για την παράταξη ως υποψήφιοι στη Θεσσαλονίκη, να επανέλθω τώρα ως υποψήφιος βουλευτής, που διεκδικεί την εκλογή του σε μια περιφέρεια. Δεν είναι άλλωστε αυτός ο ρόλος μου στη Βουλή.
Η ευθύνη μου απέναντι στον τόπο μου επιβάλλει να αναδεικνύω τα μεγάλα θέματα που αφορούν τη δημοκρατία και τους θεσμούς, την πορεία της οικονομίας, την εξωτερική πολιτική. Να επισημαίνω τα προβλήματα και τους κινδύνους. Και να αναδεικνύω τη φυσιογνωμία και τους στρατηγικούς στόχους της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης ως εγγυήτριας του μέλλοντος της χώρας. Αυτό το κάνω με πολλούς τρόπους εντός και εκτός Βουλής, εντός και εκτός Ελλάδος.
Όχι μόνο παραταξιακά, αλλά απευθυνόμενος και σε ένα πολύ ευρύτερο εθνικό, προοδευτικό ακροατήριο μέσω του «κύκλου ιδεών», που είναι μια δραστήρια δεξαμενή σκέψης. Όταν η πατρίδα ή η παράταξη προς όφελος της πατρίδας με χρειάστηκε, με βρήκε εύκολα. Η πολιτική μου παρουσία ταυτίζεται άλλωστε με τα πολύ δύσκολα από το 1989 μέχρι σήμερα.
Αισθάνεστε απογοητευμένος από τις πολιτικές επιλογές της πόλης;
Η Θεσσαλονίκη δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά στην πολιτική της συμπεριφορά από το σύνολο της επικράτειας. Η ελληνική κοινωνία έκανε κάποιες επιλογές το 2012 και κυρίως το 2015, που είμαι βέβαιος ότι θα τις επαναξιολογήσει τώρα υπό το φως της εμπειρίας της περιόδου ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Είναι αναμφίβολα δυσάρεστο να βλέπεις ότι οι ψηφοφόροι της Α’ Θεσσαλονίκης περιέβαλαν, εν μέσω κρίσης, με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη τον κ. Λεβέντη ή τον κ. Καμμένο από ό,τι το ΠΑΣΟΚ, που σήκωνε το βάρος της διάσωσης της οικονομίας. Έτσι λειτουργεί όμως η δημοκρατία. Συγκυριακά, όπως λέω και στο πρόσφατο βιβλίο μου. Κρίνεται όμως εκ των υστέρων με κριτήρια ιστορικά.
Εκτιμάτε πως ό,τι μπορούσατε να προσφέρετε στη Θεσσαλονίκη το έχετε δώσει;
Δεν θα πάψω να κάνω ό,τι μπορώ για τη Θεσσαλονίκη από οποιαδήποτε θέση. Έχουμε όμως τώρα μια ευκαιρία απολογισμού. Σε μικρότερες περιφέρειες ο απολογισμός της πραγματικής συμβολής των προσώπων που τις εκπροσωπούν στη Βουλή είναι ίσως πιο ουσιαστικός και αυστηρός.
Στην περίοδο της μεταπολίτευσης τέτοια αξιολόγηση δεν νομίζω ότι έγινε ποτέ στη Θεσσαλονίκη. Σίγουρα δεν έγινε θεσμικά. Ίσως έγινε στη συνείδηση των πολιτών με βάση την εντύπωση που αποκομίζει ο καθένας. Προσωπικά χαίρομαι να διασχίζω το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης και να βλέπω υποδομές και θεσμούς με τους οποίους έχω συνδεθεί τα τελευταία σχεδόν τριάντα χρόνια.
Χαίρομαι να βλέπω τη Μονή Λαζαριστών με όλες τις υποδομές και τις δραστηριότητες, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης με τη μοναδική συλλογή Κωστάκη, τους πολιτιστικούς χώρους και θεσμούς στην Α’ προβλήτα του λιμανιού, το Μουσείο Κινηματογράφου, το Μουσείο Φωτογραφίας, το Ολύμπιον ως μόνιμη έδρα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, το Βασιλικό Θέατρο και το ανακαινισμένο θέατρο της ΕΜΣ, το Ολυμπιακό Μουσείο και το ανακαινισμένο Καυτανζόγλειο, το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης με τις υποδομές και τα ινστιτούτα του, το Μουσείο Τεχνολογίας, την Εθνική Σχολή Δικαστών, κολυμβητήρια και αθλητικά κέντρα σε όλους σχεδόν του δήμους κ.ο.κ.
Παραλείπω πολλά. Μακάρι και άλλοι πολιτικοί εκπρόσωποι της Θεσσαλονίκης να μπορούν να αναφερθούν σε συγκεκριμένα έργα, σε θεσμούς και παρεμβάσεις που σηματοδοτούν την πόλη της Θεσσαλονίκης. Δυστυχώς, μετά το 2015 δεν διασφαλίστηκε η συνέχεια, όχι τόσο στις υποδομές όσο στην προσπάθεια να εκφρασθεί πολιτικά ένα σχέδιο χειραφετημένης ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης, βασισμένο στις δημιουργικές της δυνάμεις.
Πώς κρίνετε τις καταγγελίες Καμένου για Τσίπρα, Κοτζιά και πρώην στελέχη των ΑΝΕΛ μετά το κυβερνητικό διαζύγιο;
Θλιβερές αλλά αποκαλυπτικές. Δεν επενδύω στην αξιοπιστία του κ. Καμμένου. Παρακολουθώ όμως δυο «πολιτικούς συνενόχους», τον κ. Τσίπρα και τον κ. Καμμένο, να αλληλοκαταγγέλλονται, να αλληλοεκβιάζονται και τελικώς να αλληλοεξοντώνονται.
Εκτιμάτε ότι υπάρχει δυνατότητα να προκύψουν θετικά αποτελέσματα από τη Συμφωνία των Πρεσπών στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια;
Οφείλω να το ελπίζω για λόγους προστασίας του εθνικού συμφέροντος, παρότι καταψήφισα τη συμφωνία με το σκεπτικό που παρουσίασα αναλυτικά στη Βουλή, σε εκδηλώσεις και σε άρθρα μου. Στο πεδίο των διεθνών σχέσεων και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας το ζήτημα δεν είναι τα πολιτικά σφάλματα, οι μικροκομματικές σκοπιμότητες και οι ιστορικές ευθύνες του κ. Τσίπρα, του κ. Καμμένου και της κυβέρνησής τους, αλλά οι επίσημες θέσεις της χώρας έναντι του γειτονικού κράτους και κυρίως έναντι του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.
Η εφαρμογή της Συμφωνίας θα προκαλεί διαρκώς προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίζονται με μόνο κριτήριο το εθνικό συμφέρον και την περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια στα Δυτικά Βαλκάνια, στα οποία πρέπει να αναμένουμε εξελίξεις που μπορεί να μην είναι συμβατικές. Είναι πολύ κρίμα που η κυβέρνηση διέρρηξε την εθνική ενότητα και δίχασε βαθιά την κοινωνία, ενώ μπορούσε να διαμορφώσει ευρεία εθνική συναίνεση.
Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών επέφερε αλλαγές κυρίως στην ελάσσονα αντιπολίτευση. Εκτιμάτε πως αυτή είναι μια στρατηγική νίκη του πρωθυπουργού;
Είναι μια ήττα της συναινετικής εθνικής αντίληψης, που πρέπει να κυριαρχεί στην εξωτερική πολιτική. Ο κ. Τσίπρας δεν επιδίωξε την εθνική συναίνεση και άρα μια ικανοποιητική συμφωνία, γιατί εξαρχής δεν ήθελε αυτό. Ήθελε να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη συμφωνία ως μοχλό εσωτερικής πολιτικής.
Ήθελε να ωθήσει στην απόλυτη αντίθεση τη ΝΔ, ώστε να την ταυτίσει με το συντηρητικό υπερπατριωτισμό -αυτός που στηρίχθηκε και στηρίζεται ακόμη στις ψήφους των βουλευτών των ΑΝΕΛ- και βεβαίως να βρει τους συνοδοιπόρους που έψαχνε στο Ποτάμι και τη ΔΗΜΑΡ. Όπως το είχε προαναγγείλει μήνες πριν. Οικοδομεί τη δήθεν «νέα κεντροαριστερά» του στις ψήφους τεσσάρων βουλευτών των ΑΝΕΛ και της κ. Παπακώστα!
Με δεδομένη τη στρατηγική Τσίπρα να εκφράσει το χώρο της κεντροαριστεράς, οι εκλογές θα είναι ευκαιρία επανάκαμψης για το ΚΙΝΑΛ ή στοίχημα επιβίωσης;
Ο κ. Τσίπρας εκφράζει τον ακραίο και ωμό πολιτικό τυχοδιωκτισμό. Κεντροαριστερά σημαίνει πίστη στις αξίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και του πολιτικού φιλελευθερισμού. Αυτά δεν έχουν σχέση με τον ευτελισμό των κοινοβουλευτικών θεσμών και των βουλευτικών συνειδήσεων, που μετέρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στις εκλογές το ΚΙΝΑΛ πρέπει να διαμορφώσει το ζωτικό του χώρο εν μέσω οξείας πόλωσης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Στόχος μας είναι να πείσουμε ότι χωρίς ισχυρή και αυτόνομη εκλογική και κοινοβουλευτική παρουσία της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικά σταθερή και αποτελεσματική εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου ανάκαμψης, προοδευτικού, δίκαιου και ρεαλιστικού, που εμείς και το έχουμε επεξεργαστεί και μπορούμε να το εγγυηθούμε.
Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ διασφαλίζεται με τη στρατηγική νίκη του ΚΙΝΑΛ, γιατί η ισχυρή και αυτόνομη παρουσία της δημοκρατικής παράταξης είναι αυτή που δεν επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να υπονομεύσει την πολιτική και θεσμική σταθερότητα της επόμενης φάσης σε σχέση με τη διακυβέρνηση, την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, την αναθεώρηση του συντάγματος και το εκλογικό σύστημα.
Η ισχυρή και αυτόνομη παρουσία της δημοκρατικής παράταξης δεν επιτρέπει όμως και στη ΝΔ να αποκτήσει μια τεχνητή κοινοβουλευτική πλειοψηφία ως υποδοχέας της μεγάλης δυσαρέσκειας για τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς τις θεσμικές και προγραμματικές εγγυήσεις που απαιτεί η επόμενη, εξαιρετικά δύσκολη, φάση της εθνικής ανάκαμψης. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το ΚΙΝΑΛ εκπέμπει έναν λόγο αμφίσημο σε σχέση με την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ή σε σχέση με τη σταθερή πορεία της χώρας.
Η αλήθεια είναι ότι οι βουλευτές μας βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης για την ανακοπή των θεσμικών αθλιοτήτων του ΣΥΡΙΖΑ, για τη Συμφωνία των Πρεσπών, για την ανάδειξη των κινδύνων που διατρέχει πάλι η οικονομία, για την προώθηση συγκεκριμένων προτάσεων αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής. Στο δικό μας αγώνα της περιόδου 2010 - 2015 ως κυβέρνηση και της περιόδου 2015 - 2019 ως αντιπολίτευση δεν μπορεί όμως να οικοδομηθεί η επιδίωξη μιας τεχνητής «αυτοδύναμης» πλειοψηφίας από τη ΝΔ.
Ο στρατηγικός ρόλος του εγγυητή του μέλλοντος της χώρας ανήκει στη δημοκρατική παράταξη, που πρέπει να τον διεκδικήσει με σθένος. Βεβαίως θα αποφασίσει ο ελληνικός λαός στις εκλογές πώς και από ποιους θέλει να κυβερνηθεί. Τότε όμως θα είναι αργά. Εμείς οφείλουμε να του πούμε καθαρά τι προτείνουμε και τι εγγυόμαστε, ζητώντας την ψήφο του, όχι ως λευκή επιταγή, αλλά στη βάση των δεσμεύσεών μας αυτών.
Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης. Εκτιμάτε ότι μέσα σε αυτό το πολιτικό κλίμα μπορεί να προκύψει ένα κείμενο, που θα διασφαλίζει την καλύτερη λειτουργία του πολιτεύματος, αντιμετωπίζοντας στρεβλώσεις του παρελθόντος;
Όχι βέβαια. Δεν υπάρχουν ούτε στοιχειωδώς οι προϋποθέσεις της συνταγματικής συναίνεσης, που είναι θεμέλιο της διαδικασίας αναθεώρησης του συντάγματος. Αντιθέτως μέσα στο κλίμα αυτό υπάρχει δυστυχώς ο έντονος κίνδυνος της παραβίασης του συντάγματος. Όλα αυτά τα αναλύω στο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες με τίτλο «Η δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας. Προκλήσεις και κίνδυνοι της αναθεώρησης του συντάγματος».
Τον Σπύρο Βούγια στηρίζει ο Ευ. Βενιζέλος για το δήμο Θεσσαλονίκης
Πώς σας φαίνεται η υποψηφιότητα του Σπύρου Βούγια στο δήμο Θεσσαλονίκης;
Μου φαίνεται η κατάλληλη υποψηφιότητα. Με γνώση, συγκεκριμένες προτάσεις και ευαισθησία για μια σύγχρονη λειτουργική πόλη, φιλική για τους κατοίκους της και ανοικτή στον κόσμο.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Φεβρουαρίου 2019