Μείωση φόρων, απελευθέρωση από την επιβολή του οστεοποιημενου σε μεγάλο βαθμό ελληνικού τραπεζικού συστήματος και διαμόρφωση στρατηγικών. Aυτή είναι η τριπλέτα που προτείνει για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας ο Ευριπίδης Στυλιανίδης. Ο βουλευτής Ροδόπης της ΝΔ τονίζει ότι είναι σημαντικό πως η υγειονομική διαχείριση αποκατέστησε σημαντικό μέρος της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας και ότι έχουμε πλέον την βάση και τη δύναμη να ξαναξεκινήσουμε. «Είναι επιτυχία μας ότι απελευθερωθήκαμε από την υποχρέωση του 3,5% πλεονάσματος και διασφαλίσαμε τη ευρωπαϊκή ρευστότητα. Αυτά όμως από μόνα τους δεν αρκούν», επισημαίνει.
Για την προκλητικότητα εξ ανατολών σημειώνει ότι αν η τουρκική κυβέρνηση δε επιστρέψει στη λογική και τη σωφροσύνη και συνεχίσει την πρόκληση με απόπειρα εξορύξεων, η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να ασκήσει την κυριαρχία της και τα δικαιώματα της. «Πρέπει να επιμείνουμε στην προσπάθεια για επιστροφή στη εποχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και στη κυριαρχία του διεθνούς δικαίου. Όλοι έχουμε να κερδίσουμε από αυτό», σημειώνει, ενώ για την προσφυγή στη Χάγη τονίζει ότι δεν μπορεί να είναι η αφετηρία, αλλά η κατάληξη μιας διευθέτησης των διμερών σχέσεων και ότι προϋποθέτει Συνυποσχετικό με ξεκάθαρη ατζέντα, κυρίως για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Τέλος για τις αποκαλύψεις από τις συζητήσεις Μιωνή-Παππά επισημαίνει με νόημα ότι δεν πρέπει να μιλούμε εύκολα εκ των προτέρων και υπενθυμίζει: «Κανένας δεν είναι ένοχος πριν αυτό αποδειχθεί. Σε μια υπεύθυνη δημοκρατία δεν πρέπει να ποινικοποιείται η πολιτική, ούτε φυσικά να κομματικοποιείται η δικαιοσύνη».
Κύριε Στυλιανίδη, να ξεκινήσουμε από τη μεγάλη συζήτηση που ξέσπασε αυτές τις ημέρες με αφορμή τις απομαγνητοφωνημένες συζητήσεις στις οποίες συμμετέχει και ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παππάς. Ποιο είναι το σχόλιό σας; Πολλοί μιλούν για παρακράτος ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η διαδικασία της Προανακριτικής της Βουλής είναι από τις ειδικές περιπτώσεις άσκησης δικαστικής εξουσίας από το Κοινοβούλιο και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται, όποιον κι αν αφορά. Άρα θεωρώ ότι δεν πρέπει να μιλούμε εύκολα εκ των προτέρων, σεβόμενοι δυο αρχές της δικαιοσύνης και της πολιτικής:
Πρώτον ότι κανένας δεν είναι ένοχος πριν αυτό αποδειχθεί και δεύτερον ότι σε μια υπεύθυνη δημοκρατία δεν πρέπει να ποινικοποιείται η πολιτική, ούτε φυσικά να κομματικοποιείται η δικαιοσύνη και σας το λέω αυτό επειδή προσωπικά βίωσα ως μέλος της προανακριτικής την «Υπόθεση Του Βατοπεδίου» που κάποιοι πριν τις αθωωτικές αποφάσεις της δικαιοσύνης αβίαστα την αναγορεύσαν σε «σκάνδαλο» στέλνοντας αρκετούς αθώους ανθρώπους στο διασυρμό και το θάνατο. Έχουμε χρέος να προστατέψουμε το κύρος της δικαιοσύνης και την αξιοπιστία της πολιτικής, αφήνοντας καθεμία να κάνει τη δουλειά της όπως πρέπει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά να δοθούν στη δημοσιότητα όλα τα ΜΜΕ που χρηματοδοτήθηκαν από την κυβέρνηση την περίοδο της πανδημίας. Τι λέτε επ’ αυτού;
Η Κυβέρνηση ήταν σαφής από την αρχή σε δυο σημεία. Πρώτον ότι θα δημοσιοποιηθεί η κατανομή των διαφημιστικών κονδυλίων πριν την ολοκλήρωση της καμπάνιας ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης και δεύτερον ότι θα δοθεί το ποσοστό που αναλογεί στην περιφέρεια με κριτήρια αντικειμενικά και μετρήσιμα. Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση δεν επέβαλε δια νόμου ένα δωρεάν κοινωνικό μήνυμα, διότι ήθελε να στηρίξει τα πανελλαδικά και περιφερειακά μέσα ενημέρωσης, επειδή πραγματικά πιστεύει ότι είναι ένας από τους πιο ισχυρούς πυλώνες της δημοκρατίας. Η υγειονομική και οικονομική κρίση σωρευτικά στέρησαν διαφημιστικούς πόρους από τα ΜΜΕ οδηγώντας κάποια ακόμη και στη χρεοκοπία.
Η κίνηση επομένως αυτή είχε δυο στόχους και φαίνεται ότι τους επιτυγχάνει και τους δύο. Στήριξε τη δημοκρατική και πολυφωνική ενημέρωση και επένδυσε πάνω στην ατομική ευθύνη και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτό συνέβαλε η Χώρα μας να διακριθεί διεθνώς ανακτώντας ένα μεγάλο μέρος της χαμένης αξιοπιστίας της συνδυασμένο με το θαυμασμό των κρατών και των λαών, γιατί τοποθέτησε την αξία του Ανθρώπου πάνω από την οικονομία (θεωρία της αγέλης).
Να πάμε λίγο στα εξωτερικά θέματα όπου υπάρχει μια μεγάλη κινητικότητα. Παρακολουθείτε πολλά χρόνια την εξωτερική πολιτική που ασκεί η Τουρκία. Σε ποια φάση βρίσκεται σήμερα; Και γιατί επί Ερντογάν καταγράφεται αυτή η μεγάλη προκλητικότητα;
Η Τουρκία έχει υιοθετήσει, από ένα σημείο και μετά, μια αναθεωρητική νεοοθωμανική αντίληψη που κλονίζει τις παραδοσιακές της συμμαχίες με τη Δύση, φιλοδοξώντας να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη. Νιώθοντας «φυλακισμένη» στη γεωγραφία της και στο Δίκαιο της θάλασσας, ανοίγει παντού μέτωπα (Ιράκ, Συρία, Κύπρο, Λιβύη) και κλιμακώνει προκλητικά σε Θράκη, Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Θεωρεί την πρόκληση έντασης ως εργαλείο για μια εφ´ όλης της ύλης διαπραγμάτευση που θα γεννήσει ένα ad hoc δίκαιο της θάλασσας κατά πως τη βολεύει.
Στοιχεία αυτής της προκλητικότητας είναι ο κλωνισμός ή η αμφισβήτηση, τόσο της Συνθήκης της Λοζάνης όσο και της Συνθήκης του Μοντρέ με την κατασκευή του Ινσταμπούλ Κανάλ, το οποίο φιλοδοξεί μέσα από την τουρκοποίηση του Βοσπόρου να την καταστήσει ισότιμο συνομιλητή των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Άλλωστε μέσω αυτής της επιθετικής εξωστρέφειας, η τουρκική κυβέρνηση επιχειρεί στη συνείδηση του λαού της, να μειώσει το Κεμαλικό καθεστώς, υπονοώντας ότι αυτό συρρίκνωσε την «μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία».
Η προσφυγή στη Χάγη για το θέμα της υφαλοκρηπίδας είναι μια λύση;
Η Χάγη δεν μπορεί να είναι η αφετηρία, αλλά η κατάληξη μιας διευθέτησης των διμερών σχέσεων. Προϋπόθεση για να φτάσουμε εκεί είναι να έχει γίνει κατανοητό από την Τουρκία ότι η επέκταση των 6 ναυτικών μιλίων από την Ελλάδα σε 12 μίλια και η εναρμόνιση του εναέριου χώρου είναι μονομερής πράξη της Ελληνικής Εθνικής Κυριαρχίας, η ανακήρυξη της Ελληνικής ΑΟΖ είναι διεθνές δικαίωμα της Ελλάδας και η ΑΟΖ των νησιών είναι διεθνές δίκαιο της θάλασσας.
Η Χάγη λοιπόν προϋποθέτει Συνυποσχετικό με ξεκάθαρη ατζέντα, κυρίως για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Αν παρελκυστικά κάποιοι επιχειρήσουν να διευρύνουν την ατζέντα, τότε μπορεί και η Ελλάς να ανοίξει άλλα ζητήματα. Έτσι όμως δεν μπορούμε να φτάσουμε σε λύση. Η καλή γειτονιά απαιτεί εμπιστοσύνη, αλληλοσεβασμό και αποδοχή του διεθνούς δικαίου ως βάση συζήτησης.
Μεγάλη κουβέντα έχει ξεκινήσει και για τις ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο. Τι πρέπει να κάνουμε ως χώρα και πώς να αντιμετωπίσουμε την τουρκο-λυβική συνεργασία;
Για να ακριβολογούμε, γιατί οι λέξεις έχουν σημασία στην εξωτερική πολιτική, δε μιλούμε για διμερή συμφωνία, εφόσον καταπατά το δίκαιο της θάλασσας και φυσικά δεν έχει κυρωθεί από το κοινοβούλιο της Λιβύης. Μιλούμε για ένα MOU μεταξύ Τουρκίας και Τρίπολης, όχι Λιβύης, που είναι απαράδεκτο πολιτικά και ανυπόστατο νομικά.
Περιφρονεί επίσης το ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ και ταπεινώνει τις μεγάλες δυνάμεις στην περιοχή, παρότι δεν παράγει αποτελέσματα, διότι αναδεικνύει μια συμπεριφορά διεθνούς ταραξία. Θεωρώ ότι αν η Τουρκική κυβέρνηση δε επιστρέψει στη λογική και τη σωφροσύνη και συνεχίσει την πρόκληση με απόπειρα εξορύξεων, η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να ασκήσει την κυριαρχία της και τα δικαιώματα της, υπερασπιζόμενη στο πεδίο την πολιτική της. Δεν το εύχομαι να συμβεί αυτό για το καλό όλων. Αντίθετα πιστεύω ότι πρέπει να επιμείνουμε στην προσπάθεια για επιστροφή στη εποχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και στη κυριαρχία του διεθνούς δικαίου. Όλοι έχουμε να κερδίσουμε από αυτό.
Τις επόμενες ημέρες η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλείνει ένα χρόνο θητείας. Τι βαθμό θα της βάζατε;
Αντικειμενικά υψηλό, διότι διαχειρίστηκε με επιτυχία δύο μεγάλες κρίσεις. Μια κρίση εθνικής ασφάλειας στον Έβρο, όπου προστάτεψε αποτελεσματικά τα εθνικά και ευρωπαϊκά σύνορα διεθνοποιώντας θετικά το ζήτημα και μια την υγειονομική κρίση της πανδημίας σεβόμενη αυστηρά τη γνώμη των ειδικών και ιεραρχώντας την ανθρώπινη αξία πάνω από την οικονομία. Με την πρώτη διαχείριση ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέδειξε ένα σύγχρονο πατριωτισμό κόντρα στον ακραίο εθνικισμό ή τον ανεύθυνο διεθνισμό, ενώ με τη δεύτερη ανέδειξε ένα μικρό αλλά αποτελεσματικό ανθρωποκεντρικό κράτος που ξέρει να συστρατεύει και να συντονίζει τις υγιείς δυνάμεις της αγοράς προς όφελος των πολιτών.
Το μεγάλο στοίχημα για το επόμενο διάστημα είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας. Θα υπάρξει; Θα είναι εύκολη; Αρκούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια ή πρέπει να ανοίξουν και άλλο οι στρόφιγγες των χρηματοδοτήσεων;
Επανεκκίνηση θα υπάρξει αλλά δεν θα είναι καθόλου εύκολη, γιατί η Ελλάδα εξέρχεται από μια εξαντλητική περίοδο οικονομικής κρίσης. Είναι σημαντικό ότι η υγειονομική διαχείριση αποκατέστησε σημαντικό μέρος της διεθνούς μας αξιοπιστίας. Έχουμε πλέον την βάση και τη δύναμη να ξαναξεκινησουμε. Είναι επιτυχία μας ότι απελευθερωθήκαμε από την υποχρέωση του 3,5% πλεονάσματος και διασφαλίσαμε τη ευρωπαϊκή ρευστότητα. Αυτά όμως από μόνα τους δεν αρκούν.
Χρειάζεται μείωση φόρων, απελευθέρωση από την επιβολή του οστεοποιημενου σε μεγάλο βαθμό ελληνικού τραπεζικού συστήματος, διαμόρφωση στρατηγικών: εθνικής διατροφικής επάρκειας, ψηφιακής ανάπτυξης, εναλλακτικής τουριστικής στόχευσης, εκπαιδευτικής απελευθέρωσης και τέλος αξιοποίησης του συγκριτικού πλεονεκτήματος του διακεκριμένου Ελληνισμού της διασποράς. Αν από την φυγόκεντρο δύναμη που έδιωχνε καλούς Έλληνες, επιχειρήσεις, επενδύσεις και στρεβλές εικόνες.στο εξωτερικό, επιτύχουμε τώρα να ξανααναπτύξουμε την κεντρομόλο δύναμη συσπειρώνοντας ότι δημιουργικό στην Ελλάδα, είμαι βέβαιος ότι θα μετατρέψουμε την κρίση σε ευκαιρία.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28 Ιουνίου 2020