Νέα ευρωκαταδίκη ήρθε για την Ελλάδα και στρέφεται αυτή τη φορά ακόμη και κατά Ανώτατων Δικαστηρίων και συγκεκριμένα κατά του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), το οποίο καταγγέλθηκε πως δεν τήρησε κατ’ ελάχιστον τους κανόνες δικαίου, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να ζητήσει από τον ενάγοντα να προσκομίσει τις σχετικές αποφάσεις οι οποίες δεν δημοσιεύονται σε κάποιο εμφανή χώρο.
Πυρ ομαδόν εξαπέλυσαν κατά της αντίδρασης του ΣτΕ τόσο ο γνωστός ποινικολόγος Βασίλης Χειρδάρης όσο και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, αφήνοντας αιχμές και για τον υπολογισμό της παραγραφής του αιτήματος.
«Δεν μπορεί να απαιτεί ένα δικαστήριο (ΣτΕ) που διαθέτει με ευχέρεια και γνωρίζει άριστα την απαιτούμενη από τον ν. 3900 νομολογία να την προσκομίζει ο διάδικος που δεν διαθέτει τη δυνατότητα απρόσκοπτα να την κατέχει και που χρειάζεται σημαντικές προσπάθειες για να την αποκτήσει, δεδομένου δε ότι το σύνολο της νομολογίας του ΣτΕ δεν υπάρχει σε επίσημο έντυπο ή σε προσβάσιμη βάση δεδομένων. Αυτό, αναφέρει το ΕΔΔΑ, όχι μόνον είναι παράλογο, αλλά συνιστά και δυσανάλογη επιβάρυνση για τον αναιρεσείοντα» τονίζει ο κ. Χειρδάρης.
Στην σημαντική “απόφαση – «ράπισμα» του ΕΔΔΑ για την τυπολατρική ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού της αναίρεσης από το ΣτΕ” αναφέρεται ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ).
Σε ανακοίνωσή του σημειώνει πως «το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το ΣτΕ ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο αναιρεσείων όσον αφορά την πρόσβαση στην νομολογία, υιοθέτησε μια υπερβολική τυπολατρική προσέγγιση, που δεν ήταν αναγκαία για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομής της δικαιοσύνης».
Βασίλης Χειρδάρης: Η διοικητική δικαιοσύνη στερείται τα τελευταία 12 χρόνια ένα σοβαρό ένδικο μέσο
Όπως σχολιάζει ο ποινικολόγος Βασίλης Χειρδάρης:
«Μετά το ν. 3900/2010 που τροποποίησε το ΠΔ 18/1989, με τον οποίο εισήχθη νέα νομοθετική διάταξη που προσέθετε σημαντικές και πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα προϋποθέσεις για το παραδεκτό της αναίρεσης στο ΣτΕ (μη ύπαρξη νομολογίας ή προσκόμιση αντίθετης νομολογίας με την νομολογία της προσβαλλομένης απόφασης κλπ) η νομολογιακή πρακτική του Συμβουλίου της Επικρατείας οδήγησε σταδιακά σε έναν σχεδόν καθολικό αποκλεισμό του ενδίκου μέσου της αναίρεσης. Με δύο λόγια στην πράξη αποκλείστηκε η αναίρεση ως ένδικο μέσο από το ΣτΕ. Σπάνια γίνονται δεκτές αναιρέσεις.
Έτσι ουσιαστικά η διοικητική δικαιοσύνη στερείται τα τελευταία τουλάχιστον 12 χρόνια σε πρακτικό επίπεδο ένα σοβαρό ένδικο μέσο που αφορά το νομικό σκέλος των υποθέσεων και η πρόσβαση σε δικαστήριο τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας έχει καταστεί μέσω νομολογιακής πρακτικής εντελώς θεωρητική. Με τον τρόπο αυτό η νομολογία έχει καταργήσει «εν τοις πράγμασι» τη νομοθεσία στο σκέλος αυτό και η δικαστική εξουσία έχει σιωπηρά «νομοθετήσει» μέσω της εφαρμοζόμενης νομολογίας της την ουσιαστική κατάργηση ενός ενδίκου μέσου. Με την πρακτική αυτή ο διάδικος στερείται ενός σοβαρού ενδίκου μέσου και η θεσμοθετημένη πρόσβαση στον ανώτατο βαθμό της διοικητικής δικαιοσύνης καθίσταται περιττή, εικονική και αναποτελεσματική. Κατά το ΕΔΔΑ ο διάδικος πρέπει «να έχει σαφή, πρακτική δυνατότητα να προσβάλει μια απόφαση που αποτελεί παρέμβαση στα δικαιώματά του», που εν προκειμένω δεν έχει σε καμία περίπτωση!
Η μόλις εκδοθείσα απόφαση του ΕΔΔΑ Τσιώλης κατά Ελλάδας της 19.11.24 αλλάζει τα δεδομένα. Η χώρα μας πρέπει και νομοθετικά και νομολογιακά να εναρμονιστεί με την κρίση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Δεν μπορεί να απαιτεί ένα δικαστήριο (ΣτΕ) που διαθέτει με ευχέρεια και γνωρίζει άριστα την απαιτούμενη από τον ν. 3900 νομολογία να την προσκομίζει ο διάδικος που δεν διαθέτει τη δυνατότητα απρόσκοπτα να την κατέχει και που χρειάζεται σημαντικές προσπάθειες για να την αποκτήσει, δεδομένου δε ότι το σύνολο της νομολογίας του ΣτΕ δεν υπάρχει σε επίσημο έντυπο ή σε προσβάσιμη βάση δεδομένων. Αυτό, αναφέρει το ΕΔΔΑ, όχι μόνον είναι παράλογο, αλλά συνιστά και δυσανάλογη επιβάρυνση για τον αναιρεσείοντα.
Είναι πια καιρός να ευθυγραμμιστεί και το ΣτΕ τόσο με την μη παρεμπόδιση των διαδίκων στην ουσιαστική πρόσβαση στο Ανώτατο δικαστήριό του όσο και με την απλή λογική!
ΔΣΑ: “Ευτυχώς υπάρχουν δικαστές στο Στρασβούργο”
Για την σημαντική “απόφαση – «ράπισμα» του ΕΔΔΑ για την τυπολατρική ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού της αναίρεσης από το ΣτΕ”, ο ΔΣΑ ανέφερε:
«Το ΕΔΔΑ εξέδωσε πολύ σημαντική απόφαση – «ράπισμα» για την τυπολατρική ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού της αναίρεσης από το ΣτΕ. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου, στην όλως πρόσφατη απόφαση Τσιώλη κατά Ελλάδος της 19 Νοεμβρίου 2024 (Προσφυγή με αριθ. 51774/17) έκρινε ότι το Συμβούλιο Επικρατείας παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, δια της απόρριψης της αίτησης αναίρεσης ως απαράδεκτης, ελλείψει τεκμηρίωσης της έλλειψης νομολογίας επί του κρίσιμου θέματος ή προσκόμισης (αντίθετης) νομολογίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος. Το ΕΔΔΑ στηλίτευσε την νομολογιακή εφαρμογή του ν. 3900/2010 από το ΣτΕ, καθώς δεν νοείται το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο να απαιτεί την προσκόμιση νομολογίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος όταν οι αποφάσεις των εθνικών διοικητικών δεν δημοσιεύονται στο σύνολό τους σε κανένα επίσημο έντυπο ή σε προσβάσιμη για τον διάδικο και το δικηγόρο του βάση δεδομένων.
Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη υπόθεση ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για επέκταση του ιχθυοτροφείου του. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι η ιχθυοτροφική μονάδα βρισκόταν σε ειδική ζώνη προστασίας των υγροτόπων του Αμβρακικού Κόλπου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών την απέρριψε και στη συνέχεια άσκησε αίτηση Αναίρεσης. Το ΣτΕ απέρριψε την Αίτηση Αναίρεσής του, λόγω μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παραδεκτού, σύμφωνα με το Ν. 3900/2010.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφεύγουν την υπερβολική τυπολατρία που αντιβαίνει στην απαίτηση εξασφάλισης πρακτικού και αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για υπερβολική τυπολατρία του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω της νομολογιακής προσέγγισης που ακολουθεί το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή της διαδικασίας των απαιτήσεων του παραδεκτού για την απόρριψη των λόγων αναίρεσης.
Κατά το Δικαστήριο, το ΣτΕ δεν μπορεί να απαιτεί την προσκόμιση νομολογίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος όταν το σύνολο των αποφάσεων των διοικητικών και εθνικών εν γένει δικαστηρίων, δεν δημοσιεύονται σε κανένα επίσημο έντυπο ή σε προσβάσιμη βάση δεδομένων στην οποία ο διάδικος ή ο δικηγόρος του να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το ΣτΕ ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο αναιρεσείων όσον αφορά την πρόσβαση στην νομολογία, υιοθέτησε μια υπερβολική τυπολατρική προσέγγιση, που δεν ήταν αναγκαία για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομής της δικαιοσύνης. Με τον τρόπο αυτό προσβλήθηκε ο πυρήνας και η ουσία του θεμελιώδους δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα που κρίνει όχι μόνο δυσανάλογη, αλλά και παράλογη (unreasonable) την απαίτηση του ΣτΕ: «Ο προσφεύγων όφειλε να προσκομίσει νομολογία με την οποία ήταν αντίθετοι οι ισχυρισμοί της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή να επικαλεστεί την έλλειψη νομολογίας. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει εν προκειμένω ότι οι αποφάσεις που εξέδωσε η διοικητική δικαιοσύνη δεν δημοσιεύθηκαν σε κανένα επίσημο έντυπο ή προσβάσιμη βάση δεδομένων που να περιέχει το σύνολο της νομολογίας στην οποία είχε πρόσβαση ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του. Αυτό θα εμπόδιζε σημαντικά την ικανότητά του να βρει τη σχετική νομολογία, ακόμη και αν ο προσφεύγων είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Το να θεωρηθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν διατυπώθηκε κατά τρόπο παραδεκτό και να αναμένεται ότι ο προσφεύγων θα έχει τεκμηριώσει περαιτέρω το επιχείρημά του ότι δεν υπήρχε σχετική νομολογία δεν είναι μόνο παράλογο, αλλά συνιστά και δυσανάλογη επιβάρυνση γι’ αυτόν».
Ευρωπαϊκή “καμπάνα” στο ΣτΕ: Το ιστορικό της υπόθεσης
Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για επέκταση του ιχθυοτροφείου του στον Αμβρακικό Κόλπο. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι η ιχθυοτροφική μονάδα βρισκόταν σε ειδική ζώνη προστασίας των υγροτόπων του Αμβρακικού Κόλπου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης.
Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών την απέρριψε. Στη συνέχεια άσκησε αίτηση Αναίρεσης. Το ΣτΕ απέρριψε την Αίτηση Αναίρεσής του , λόγω μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παραδεκτού, σύμφωνα με το Ν. 3900/2010.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφεύγουν την υπερβολική τυπολατρία που αντιβαίνει στην απαίτηση εξασφάλισης πρακτικού και αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για υπερβολική τυπολατρία του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω της νομολογιακής προσέγγισης που ακολουθεί το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή της διαδικασίας των απαιτήσεων του παραδεκτού για την απόρριψη των λόγων αναίρεσης.
Το ΣτΕ δεν μπορεί να απαιτεί την προσκόμιση νομολογίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος όταν το σύνολο των αποφάσεων των διοικητικών και εθνικών εν γένει δικαστηρίων, δεν δημοσιεύονται σε κανένα επίσημο έντυπο ή σε προσβάσιμη βάση δεδομένων στην οποία ο διάδικος ή ο δικηγόρος του να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το ΣτΕ ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο αναιρεσείων όσον αφορά την πρόσβαση στην νομολογία, υιοθέτησε μια υπερβολική τυπολατρική προσέγγιση, που δεν ήταν αναγκαία για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομής της δικαιοσύνης. Με τον τρόπο αυτό προσβλήθηκε ο πυρήνας και η ουσία του θεμελιώδους δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και καταδίκασε την χώρα μας σε καταβολή 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη του προσφεύγοντος.
Πηγή: dikastiko.gr