Αντιμέτωποι με αυξήσεις σε φρούτα, λαχανικά, κηπευτικά, γαλακτοκομικά και τυριά τίθενται ήδη οι Θεσσαλονικείς καθώς τα οικονομικά απόνερα του «Daniel» φτάνουν με ταχύτητες φωτός στα πιάτα και τα ψυγεία μας.
Από τις ανατιμήσεις που ξεκίνησαν με… όρεξη δεν γλιτώνουν ούτε οι πάγκοι των λαϊκών αγορών, την ώρα που η ακρίβεια η οποία έτσι κι αλλιώς υπήρχε και πριν την κακοκαιρία και τις καταστροφές, αναμένεται να ανανεωθεί και να λάβει νέες, ίσως και ανεξέλεγκτες, διαστάσεις.
Aν και το ακριβές μέγεθος των ζημιών στη Θεσσαλία δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί με ακρίβεια σε όλη του την έκταση, ο φόβος για ελλείψεις, εν πολλοίς αβάσιμος, το επόμενο διάστημα εντείνεται ενώ οι τιμές ήδη έχουν πάρει τα πάνω τους λόγω όμως ενός ελληνικού κερδοσκοπικού δαιμονίου και όχι επειδή πράγματι δικαιολογούνται ανατιμήσεις από τις πλημμύρες. Οι νέες κορυφές που θα κατακτήσουν θα φανούν από τον ερχόμενο μήνα.
Την ίδια ώρα, η εκτόξευση των τιμών παραγωγού σε σειρά προϊόντων τον Ιούλιο «μαρτυρά» ενδείξεις για σημαντικές ανατιμήσεις σε νωπά φρούτα και λαχανικά, ενδείξεις οι οποίες γίνονται… αποδείξεις μετά και το πέρασμα του «Daniel».
Ο αμείλικτος νόμος της προσφοράς και της ζήτησης και ο ακόμη πιο αμείλικτος νόμος του… κερδοσκόπου αναμένεται να προκαλέσουν νέους εφιάλτες στους καταναλωτές. Με την προσφορά προϊόντων από τη Θεσσαλία να περιορίζεται δραματικά και τη ζήτηση για τρόφιμα προφανώς να μη μειώνεται (μιλάμε για ήδη πρώτης ανάγκης), το σκηνικό τέλειας καταιγίδας ήδη έχει στηθεί. Μειωμένη προσφορά και σταθερή ζήτηση σημαίνουν νέες αυξήσεις τιμών.
Εφόσον προσθέσουμε την αβεβαιότητα για πιθανές ελλείψεις προϊόντων, την αλματώδη άνοδο του μεταφορικού κόστους για να έρθουν, μέσω ενός οδικού δικτύου ημιδιαλυμένου, όσα προϊόντα είχαν συλλεγεί από την περιοχή πριν τις πλημμύρες και την πιθανή αύξηση των εισαγωγών για να αναπληρωθούν οι απώλειες, το μείγμα γίνεται εκρηκτικό.
Αν και ακόμη δεν έχουν παρουσιαστεί σημαντικές ελλείψεις σε προϊόντα, εκτιμάται ότι αυτό θα φανεί τις επόμενες εβδομάδες, γεγονός που θα οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών και αναπόφευκτα σε αύξηση και των τιμών.
Στο πλαίσιο αυτό, καύσωνας ανατιμήσεων χτυπά τις λαϊκές μετά την καταστροφή της γεωργικής παραγωγής στον Θεσσαλικό κάμπο από την κακοκαιρία Daniel. Τα άσχημα νέα ήρθαν νωρίς, πριν ακόμα στεγνώσουν τα νερά, από τη μεγάλη λαϊκή αγορά της Λάρισας, όπου οι τιμές στα εποχικά προϊόντα διαμορφώνονται με χρηματιστηριακή ταχύτητα σαν να βρίσκονται στην… Wall Street.
Ενδεικτικά, αγγουράκια ένα ευρώ το τεμάχιο, ντομάτα τρία ευρώ από το 1,20 ευρώ/κιλό, το μαρούλι στα πέντε ευρώ από ένα ευρώ, το λάχανο στα 2,5 ευρώ το κιλό και τα χόρτα στα δέκα ευρώ σαν να είναι… κρέας.
«Φυτρώνουν» αυξήσεις με αστραπιαίες ταχύτητες
Βάσει στοιχείων που αλίευσε η «ΜτΚ» από την ιστοσελίδα της Κεντρικής Αγοράς Θεσσαλονίκης, οι τιμές χονδρικής σε φρούτα και λαχανικά ξεκίνησαν ήδη την απογείωση, γεγονός που θα οδηγήσει το επόμενο διάστημα σε άλμα και στις τιμές λιανικής (που πληρώνει ο καταναλωτής). Την Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου, με την τραγωδία στη Θεσσαλία να εξελίσσεται, οι τιμές χονδρικής, σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα (28 Αυγούστου-1 Σεπτεμβρίου), στα μαρούλια αυξήθηκαν 67%, στα κολοκυθάκια 57%, στις πράσινες σαλάτες 54%, στο σπανάκι 22%, στο σέλινο 20%, στις ντομάτες 7%. Την Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου με το μέγεθος της καταστροφής στη Θεσσαλία ορατό πλέον, οι ντομάτες, πάντα σε σχέση με την εβδομάδα που προηγήθηκε, τσίμπησαν προς τα πάνω 36% και τα αγγουράκια 23%. Στις 13 Σεπτεμβρίου η τιμή στα αντίδια αυξήθηκε 9%.
Με το ράλι να συνεχίζεται και την εβδομάδα που μας πέρασε, οι επικρατούσες τιμές χονδρικής την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου διαμορφώνονταν ως εξής: Μαρούλια 1,70 ευρώ, αντίδια 1,10 ευρώ, ντομάτες 1,60 ευρώ , σέλινο 3,50 ευρώ, κολοκυθάκια 1,10 ευρώ, σπανάκι 2,50 ευρώ, πράσινες σαλάτες 1,70 ευρώ, φασολάκια 3,80 ευρώ. Η ντομάτα πάντως στους πάγκους των λαϊκών της Θεσσαλονίκης έδειξε... αγριεμένη με την τιμή να αγγίζει τα τρία ευρώ το κιλό.
Σε αυτό το πλαίσιο, σε πρώτη φάση παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι το ποσοστό των ανατιμήσεων στα νωπά οπωροκηπευτικά, τα φρούτα και τα όσπρια θα διαμορφωθεί στο 15%-30%, καθώς η τιμή στις φακές αναμένεται να φτάσει μέχρι και τα τέσσερα ευρώ/κιλό από τρία ευρώ και στα φασολάκια τα πέντε ευρώ από τέσσερα ευρώ. Μοσχάρι και αρνί δεν αποκλείεται να πάρουν σειρά στο χορό των αυξήσεων.
Πέρα όμως από φρούτα και λαχανικά, στο ράλι συμμετέχουν και τα γαλακτοκομικά. Σύμφωνα με τους εμπόρους τυροκομικών, μέχρι το τέλος του έτους, η τιμή της φέτας από τα 13 ευρώ το κιλό, ενδέχεται να αγγίξει και τα 15 ευρώ το κιλό, ενώ η γραβιέρα θα μπορούσε να ξεπεράσει και τα 20 ευρώ το κιλό.
«Το αυξημένο κόστος παραγωγής ανεβάζει τις τιμές, φθηνότερες οι λαϊκές»
«Σε κηπευτικά, ντομάτες, πράσινα (χόρτα, μαρούλια), μήλα, αχλάδια θα έχουμε σημαντικές ανατιμήσεις που θα περνούν σταδιακά στην τιμή που θα πληρώνει ο καταναλωτής. Βέβαια και πάλι οι λαϊκές αγορές θα παραμείνουν φθηνότερες», εκτιμά ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Σωματείων Επαγγελματιών Παραγωγών Πωλητών Λαϊκών Αγορών Μακεδονίας - Θεσσαλίας - Θράκης, Άγγελος Δερετζής που εστιάζει και στη μεγάλη αύξηση του κόστους παραγωγής η οποία δρα ενισχυτικά στις αυξήσεις τιμών, πέρα από τις συνέπειες των καταστροφών στη Θεσσαλία.
«Νέες αυξήσεις τιμών, φρένο στις μειώσεις φόρων»
«Οι οικονομικές επιπτώσεις του ‘Daniel’ σε καμία περίπτωση δε θα είναι αμελητέες, οι πολίτες θα πρέπει να περιμένουν νέες αυξήσεις στα ράφια σε πλήθος βασικών αγαθών ενώ θα αυξηθούν και οι εισαγωγές για να μην έχουμε ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης, γεγονός που θα αυξήσει το κόστος για τους καταναλωτές και το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Οι πόροι που θα διατεθούν για την ανασυγκρότηση των υποδομών της Θεσσαλίας, κάτι απολύτως αναγκαίο, θα λείψουν από αλλού», σημειώνει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς.
«Επιπλέον οι καταστροφές στην αγροτική παραγωγή και το ζωικό κεφάλαιο είναι τεράστιες, το πλήγμα στον πρωτογενή τομέα είναι καίριο και ενδεχομένως να εμφανιστούν και τάσεις φυγής του εργατικού δυναμικού της Θεσσαλίας. Εκτιμώ πως θα φρενάρει η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας έστω και προσωρινά, μακροπρόθεσμα όμως οι συνέπειες θα είναι διαχειρίσιμες αν και οι πληθωριστικές πιέσεις θα παραμείνουν. Πέρα από αυτό, μπαίνει φρένο και στην συνέχιση μίας πολιτικής μειώσεων φόρων και εισφορών καθώς τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι περιορισμένα μετά τον ‘Daniel’», καταλήγει.
«Αδικαιολόγητες ενδεχόμενες ανατιμήσεις στο κρέας»
«Σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούνται αυξήσεις στα κρέατα, μόλις το 2% των βοοειδών προέρχεται από τη Θεσσαλία, το ποσοστό των ζώων που χάθηκαν στις πλημμύρες είναι πολύ μικρό. Όσοι προχωρήσουν σε ανατιμήσεις θα είναι καθαρή κερδοσκοπία και θα τους καταγγείλουμε», σημειώνει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Κρεοπωλών και πρώην πρόεδρος των κρεοπωλών Θεσσαλονίκης, Σάββας Κεσίδης.
«Ενδεχομένως εκεί που θα υπάρξει ζήτημα θα είναι με τα αμνοερίφια που προέρχονται από τη Θεσσαλία αλλά η ζήτηση γι’ αυτά αυξάνεται κυρίως την περίοδο του Πάσχα. Σε κάθε περίπτωση έτσι κι αλλιώς οι εισαγωγές κάλυπταν ένα πολύ μεγάλο μέρος, περί το 85%, της εγχώριας κατανάλωση βόειου κρέατος στη χώρα μας, αν υπάρξουν ελλείψεις θα αυξηθούν περαιτέρω οι εισαγωγές», υποστηρίζει.
Όσο ο κάμπος μένει βυθισμένος κάτω από τα λασπόνερα και η φετινή παραγωγή έχει καταστραφεί, οι αυξήσεις θα είναι πολύ σύντομα πολύ πιο ορατές στα μεγάλα αστικά κέντρα με τους καταναλωτές να αναζητούν οχυρωματικά μέτρα απέναντι στην κακοκαιρία ανατιμήσεων.
Το κατεστραμμένο οδικό δίκτυο επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την δυσμενή κατάσταση καθώς οι μεταφορές των προϊόντων γίνονται με δυσκολία και ανεβασμένο κόστος. Κατεστραμμένα σπίτια, καλλιέργειες, απώλειες στο ζωικό βασίλειο, μεγάλα προβλήματα στις επιχειρήσεις, ζημιές στο οδικό δίκτυο, πεσμένες γέφυρες, διακοπή της λειτουργίας του σιδηροδρόμου αυγατίζουν καθημερινά τον αλμυρό λογαριασμό, ο οποίος θα πρέπει να πληρωθεί.
Υπό αυτό το πρίσμα και η βιομηχανία βρίσκεται για ακόμα μια φορά μπροστά στο φάσμα ελλείψεων βασικών πρώτων υλών, με το γάλα, το κρέας και το σκληρό σιτάρι να τοποθετούνται πρώτα στη λίστα των αναγκών.
Aν εστιάσουμε στο επιχειρείν της Βόρειας Ελλάδας, οι συνέπειες της ασύλληπτης καταστροφής στη Θεσσαλία δείχνουν ελεγχόμενες με βιομηχανία και μεταποίηση να μην αντιμετωπίζουν για την ώρα ελλείψεις πρώτων υλών ενώ και οι επιπτώσεις στις εξαγωγές δεν αναμένεται να ανατρέψουν την ελπιδοφόρα πορεία που έχει χαραχτεί για το 2023.
«Πόλεμος» στους κερδοσκόπους
Την ίδια στιγμή, σε επιφυλακή έχει τεθεί ο ελεγκτικός μηχανισμός του υπουργείου Ανάπτυξης, αλλά και η Επιτροπή Ανταγωνισμού, έπειτα από εκτιμήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για μεγάλες αυξήσεις στα τρόφιμα, ως αποτέλεσμα της καταστροφής στη Θεσσαλία.
Η άνοδος των τιμών είναι προφανές ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά στην ρίζα της από την κυβέρνηση ή την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου η προσπάθεια θα εστιαστεί στο να αποφευχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας και τεχνητών ελλείψεων μετά και την «υπόσχεση» του πρωθυπουργού από το βήμα πως «θα τσακίσουμε την αισχροκέρδεια».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πλέον σχεδόν όλα τα τρόφιμα εμπίπτουν στη διάταξη η οποία απαγορεύει την αποκόμιση μεγαλύτερου περιθωρίου κέρδους από αυτό που είχαν οι επιχειρήσεις για τα ίδια προϊόντα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021. Ωστόσο, μπροστά στο ενδεχόμενο κάποιοι να προχωρήσουν σε πρακτικές αισχροκέρδειας, το υπουργείο Ανάπτυξης θέτει σε ύψιστη ετοιμότητα τη Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου της Αγοράς και κινητοποιεί τους ελεγκτικούς μηχανισμούς των περιφερειών.
Επισημαίνεται ότι με αποφάσεις του υπουργού Ανάπτυξης, Κώστα Σκρέκα έγινε η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου για την περιστολή φαινομένων αθέμιτης κερδοφορίας σε όλα τα προϊόντα που είναι απαραίτητα για τη διατροφή και την αξιοπρεπή διαβίωση των καταναλωτών σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης που προκαλείται από θεομηνία.
Επιπλέον, τα σούπερ μάρκετ με τζίρο άνω του 90 εκατ. ευρώ ετησίως υποχρεούνται να κοινοποιούν στο υπουργείο Ανάπτυξης τις τιμοκαταλόγους των προμηθευτών προκειμένου να εντοπίζονται αμέσως τα προϊόντα στα οποία προωθούνται αυξήσεις και να διενεργούνται άμεσοι και εστιασμένοι έλεγχοι από τη ΔΙΜΕΑ για πιθανή παραβίαση του νόμου για την αισχροκέρδεια.
Τις εξελίξεις παρακολουθεί στενά και η Επιτροπή Ανταγωνισμού η οποία έχει συστήσει μηχανισμό καταγραφής των τιμών σε περισσότερα από 60.000 προϊόντα.
Δε διαφαίνεται φως στο τούνελ…
Σαν να μην έφταναν οι νέες ανατιμήσεις λόγω «Danie», δυσοίωνα είναι τα μηνύματα από έρευνα του ΙΕΛΚΑ. «Όσο δεν εµφανίζεται αποκλιμάκωση των τιμών, η απορρόφηση των ανατιμήσεων θα αποτελεί μη βιώσιμη λύση για τις εταιρείες».
Την παραπάνω επισήμανση κάνει το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών ινστιτούτο που θεωρείται επιστημονικός βραχίονας του κλάδου των σούπερ μάρκετ, προειδοποιώντας στην ουσία για νέες επιβαρύνσεις στις τιμές καταναλωτή.
Την ίδια ώρα, η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων προκαλεί υποχώρηση της κατανάλωσης, με τους επιχειρηματίες του κλάδου να αναμένουν μείωση του όγκου πωλήσεων κατά το β’ εξάμηνο του 2023. Σημειώνεται ότι η έρευνα διεξήχθη πριν από την πρόσφατη θεομηνία.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα τάσεων λιανεμπορίου και βιομηχανίας ταχυκίνητων αγαθών (πρόκειται για τα πλέον βασικά είδη σούπερ μάρκετ που καταναλώνονται συχνότερα), το 98% των επιχειρήσεων έχει απορροφήσει έστω ένα μέρος από τις ανατιμήσεις που έχουν λάβει από τους προμηθευτές τους και δεν τις έχουν μεταφέρει στους πελάτες τους. Το ποσοστό της αύξησης που έχει απορροφηθεί μεσοσταθμικά είναι 23%. Το 32% έχει απορροφήσει έως 10%, το 33% έχει απορροφήσει 10%-25%, το 25% έχει απορροφήσει 25%-50% και το 9% πάνω από 50%.
Σε ό,τι αφορά τις προσδοκίες του κλάδου για την εξέλιξη των πωλήσεων, το 80% θεωρεί ότι αυτές θα αυξηθούν ως αξία στο β΄ εξάμηνο του 2023 και μόλις 4% ότι θα μειωθούν. Μεσοσταθμικά τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα εκτιμούν ότι θα καταγραφεί αύξηση της τάξης του 3,2% στις πωλήσεις το εξάμηνο Ιουλίου 2023-Δεκεμβρίου 2023 σε σχέση με το ίδιο εξάμηνο του 2022.
Παράλληλα εκτιμούν ότι ο όγκος πωλήσεων θα μειωθεί κατά 1,1% το β’ εξάμηνο του 2023 σε σύγκριση με το β’ εξάμηνο του 2022, λόγω της συνεχιζόμενης ακρίβειας.
Πρακτικά δύο στις τρεις επιχειρήσεις του κλάδου του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας τροφίμων αναμένουν κάποια μικρή κερδοφορία το 2023, ενώ λίγο περισσότερες από μία στις δέκα αναμένουν ζημίες. Από αυτές τις επιχειρήσεις που αναμένουν κέρδη, οι δύο στις τρεις τα εκτιμούν άνω του 2%, ενώ μία στις τρεις σχεδόν οριακά κάτω του 2%.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24.09.2023