Βλέποντάς τη στη σκηνή μπορείς να καταλάβεις ότι την πολυδιάστατη ερμηνεία της χαρακτηρίζει το πάθος. «Το πάθος για μένα είναι το να ζεις έντονα, να δημιουργείς με ειλικρίνεια και να δίνεις όλο σου το είναι σε κάθε τι που κάνεις», λέει στη «ΜτΚ» η Γεωργία Νταγάκη.
Ακριβώς αυτό αντιπροσωπεύουν τα τραγούδια και ο τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκε το τελευταίο της άλμπουμ, που κυκλοφόρησε μόλις πρόσφατα. Γι’ αυτό η ίδια επιλέγει να το τιτλοφορήσει «Pathos». Ο δίσκος έρχεται επτά χρόνια μετά τον προηγούμενό της «Φόβος/Phobie» ως μία δισκογραφική συνέχεια, αλλά και για να κλείσει μέσα του νέα τραγούδια και διασκευές που όλα αυτά τα χρόνια αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι σε κάθε της πρόγραμμα. «Σε αυτόν συμμετέχουν σπουδαίοι άνθρωποι-καλλιτέχνες, πολύ σημαντικοί για εμένα, και πολύ αγαπητοί από τον κόσμο, που ωστόσο ενώ προέρχονται από διαφορετικούς -μουσικά- κόσμους, εδώ δεν δημιουργούνται αντιθέσεις, αλλά ένα πολύ ενιαίο αποτέλεσμα. Δημιουργείται ένα κράμα μ’ έναν κοινό ήχο, τρόπο, και αισθητική, που αντιπροσωπεύει απόλυτα αυτό που κάνω τα τελευταία χρόνια εντός και εκτός Ελλάδας», τονίζει η μουσικός και ερμηνεύτρια.
Στο άλμπουμ διακρίνονται επιρροές από την έθνικ, τη ροκ και φυσικά στοιχεία από την παραδοσιακή κρητική μουσική. Όλα αυτά τα ηχοχρώματα ενώνονται ξεκάθαρα σε ένα πιο μεστό καλλιτεχνικό και μουσικό περιβάλλον. Άλλωστε, από την αρχή της καριέρας της η ίδια συνδυάζει τα παραδοσιακά ακούσματα με πιο σύγχρονες προσεγγίσεις. «Από μικρή ήμουν ένα αντισυμβατικό παιδί. Η ανησυχία αυτή πάντα με ωθούσε στο να ψάξω αλλά και να ψαχτώ μέσα μου, σε ό,τι ακούω, βλέπω και αισθάνομαι», παραδέχεται.
Η προσπάθεια παράλληλα να εκφράσει όλα αυτά τα στοιχεία που είναι ως άνθρωπος, μέσα από τη μουσική της, είναι εκείνη που δημιουργεί εντέλει το συνολικό δικό της αποτύπωμα. «Καλό ή κακό, αρεστό ή μη», όπως υπογραμμίζει. «Με ενδιαφέρει πολύ το παρελθόν και το μέλλον. Μ’ αρέσει να ενώνω αυτά που γνώρισα ως παιδί και εύχομαι κάτι να μείνει στο μέλλον από αυτά που κάνω εδώ στο παρόν. Γι’ αυτό και πάντα για μένα όταν κάτι τελειώνει προχωράω στο επόμενο, στο διαφορετικό, σε αυτό που δεν έχω ανακαλύψει ακόμα. Είμαι απ τους ανθρώπους που μισούν την επανάληψη, αλλά ρισκάρουν για να ανακαλύψουν το νέο που θα τους δώσει αυτή τη ζωντάνια την περιέργεια και το πάθος να αναμετρηθούν και πάλι με κάτι άλλο», προσθέτει.
«Πέρασε καιρός για να αποδείξω το αυτονόητο»
Με καταγωγή από την Κρήτη η Γεωργία Νταγάκη άρχισε να παίζει λύρα και να συνθέτει από 12 ετών. Σήμερα είναι η μόνη γυναίκα στην Ελλάδα που έχει ταυτιστεί με αυτό το μουσικό όργανο ως προέκταση της φωνής και της υπόστασής της. «Σας ευχαριστώ. Είναι πολύ τιμητικό να συνδέει κάποιος το όνομα μου με την κρητική λύρα, αλλά δεν είμαι η μόνη. Υπήρχαν και υπάρχουν γυναικείες παρουσίες στον κρητικό χώρο που κάνουν τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα. Σίγουρα είναι πολύ λίγες σε σχέση με τους άντρες οργανοπαίχτες, αλλά αυτό σιγά σιγά αλλάζει», λέει σεμνά.
Η ίδια το διαπιστώνει και μέσα από την ιδιότητά της ως καθηγήτρια λύρας στο Εθνικό Ωδείο. «Πολλά νέα κορίτσια και αγόρια ζητούν να ασχοληθούν με αυτό το υπέροχα μοναδικό όργανο, και αυτό είναι τόσο ελπιδοφόρο για την αναβίωση και τη συνέχεια της παράδοσής μας. Τώρα ευτυχώς τα πράγματα είναι αλλιώς…», σημειώνει.
Όταν εκείνη όμως ξεκινούσε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα αυτή η «διαφορετικότητα» δεν τη βοήθησε καθόλου, το αντίθετο μάλιστα, στάθηκε εμπόδιο. «Πέρασε αρκετός καιρός για να αποδείξω σε κάποιους το αυτονόητο. Ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στην τέχνη, και αυτά τα στερεότυπα πρέπει να σταματήσουν. Όταν κάνεις κάτι που δεν κάνουν οι πολλοί σε αυτή τη χώρα, γενικότερα, χρειάζεται χρόνος και αγώνας για να το αποδεχτούν, και στη συνέχεια να σε αποδεχτούν, τουλάχιστον η πλειοψηφία. Πόσο μάλλον δε, όταν κάνεις και κάτι τόσο ‘κόντρα’ για κάποιους, δηλαδή να βρίσκεσαι ως γυναίκα σε έναν καθαρά ανδροκρατούμενο χώρο». Σήμερα έχει στο ενεργητικό της μια μεγάλη καριέρα που εκτείνεται και εκτός συνόρων ελληνικής επικράτειας, αφού πέρα από συνεργασίες με καταξιωμένους Έλληνες δημιουργούς συνέπραξε μεταξύ άλλων με τους Eric Burdon, Animals και Violent Femmes.
«Ήρθα πολλές φορές αντιμέτωπη με τον μισογυνισμό»
Τώρα, η καθημερινότητα της καραντίνας τη βρίσκει στο σπίτι της στην Αθήνα, μακριά από την πατρίδα της, τους γονείς και τους συγγενείς της, αλλά και μακριά από το κοινό της ανά την Ελλάδα. «Μου λείπει βαθιά η Θεσσαλονίκη, μια πόλη που κάθε χρόνο επισκέπτομαι σχεδόν κάθε δύο μήνες. Ο κόσμος της με ακολουθεί πιστά και μου έχει χαρίσει κάποιες από τις ωραιότερες βραδιές στην πορεία μου μέχρι σήμερα. Επειδή πάντα ήμουν ένας άνθρωπος που δεν έβγαινε πολύ, που δεν χρειαζόταν λόγω δουλειάς να κινείται όλη μέρα στην Αθήνα και να λείπω πολλές ώρες από το σπίτι, βίωσα πιο εύκολα όλον αυτόν τον εγκλεισμό. Προσπάθησα να βρω τρόπους να αναπληρώσω όλα αυτά, που όταν δουλεύω και ταξιδεύω πολύ δεν μπορώ να κάνω, είτε αυτό είναι μια βόλτα με την Τάκι (τον σκύλο μου) είτε ακούγοντας η γράφοντας μουσική», επισημαίνει.
Ωστόσο είναι αισιόδοξη και πιστεύει πως σύντομα το «μαζί» δεν θα φαντάζει τόσο μακρινό. «Κάτι θετικό πήραμε όλοι μέσα από αυτή την περίοδο που βιώσαμε και βιώνουμε. Το μόνο πράγμα που με απασχολεί και με προβληματίζει για το μετά, είναι πώς θα βρούμε τους τρόπους να αφήσουμε πίσω αυτή την αποξένωση που δημιουργήθηκε ανάμεσα μας. Ελπίζω και εύχομαι να μην αφήσει άσχημο αποτύπωμα τα επόμενα χρόνια μέσα στην κοινωνία μας και να μην μας απομακρύνει περισσότερο. Εύχομαι και ελπίζω ν’ αγαπηθούμε ξανά με πάθος, να σμίξουμε και να μοιραστούμε όλα αυτά τα οποία στερηθήκαμε».
Κόντρα στα παραπάνω συναισθήματα ήταν διάφορες βίαιες συμπεριφορές στον καλλιτεχνικό χώρο, τις οποίες αποκάλυψε το ελληνικό #MeToo, που σχολιάζει: «Δεν γνώριζα κάποιο από αυτά τα περιστατικά και προσωπικά δεν αντιμετώπισα τρομερά έντονες παρενοχλήσεις, σε βαθμό τουλάχιστον κακουργηματικό. Ήμουν ίσως τυχερή που δε μου συνέβη. Ήρθα ωστόσο πολλές φορές αντιμέτωπη με τον μισογυνισμό επειδή δεν ‘έκανε’ να είμαι στον χώρο που επέλεξα, όπως υποστήριζαν μερικοί! Βίωσα στην αρχή πολλές τέτοιου είδους συμπεριφορές και αναγκάστηκα με τον καιρό να δημιουργήσω ένα δίχτυ προστασίας για ασφάλεια», αποκαλύπτει.
Εδώ όμως δημιουργείται και το παράδοξο: «Το να προσπαθεί μία εμφανίσιμη κοπέλα να κρύβει διαρκώς την γυναικεία της φύση και πλευρά, ακόμη και την ομορφιά της, για να ‘προστατεύεται’ από τέτοιου είδους συμπεριφορές είναι πραγματικά εξοντωτικό και εντέλει δεν αξίζει σε κανέναν. Αυτό μετέπειτα σε κάνει αυτόματα απόμακρη και επιφυλακτική ακόμα και με ανθρώπους που δεν το αξίζουν. Γιατί λοιπόν να συμβαίνει αυτό εξ αρχής; Όλα αυτά πρέπει να αλλάξουν, ειδικά εν έτει 2021», καταλήγει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 4 Απριλίου 2021