Χρειάζεται να συνεχίσουμε να τρέχουμε πιο γρήγορα και ταυτόχρονα να θωρακίσουμε την οικονομία μας ενάντια στις εξωτερικές πιέσεις. Αυτός είναι ο στόχος της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τον Γιάννη Μπρατάκο. Ο υποψήφιος για την προεδρία του ΕΒΕΑ και τέως υφυπουργός στον πρωθυπουργό σε συνέντευξή του στη «ΜτΚ» τονίζει ότι ο στόχος αυτός «περνά μέσα από την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων, τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας».
Κύριε Μπρατάκο, γιατί διεκδικείτε με την παράταξη «Άλμα μπροστά» την προεδρία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών;
Έχω υπηρετήσει ενεργά το ΕΒΕΑ για πάνω από 18 χρόνια. Γνωρίζω κάθε πτυχή της λειτουργίας του και πιστεύω βαθιά στον αναπτυξιακό του ρόλο. Σήμερα, σε ένα οικονομικό περιβάλλον που μετασχηματίζεται, πιστεύω ότι το ΕΒΕΑ μπορεί και οφείλει να βρεθεί στην αιχμή των εξελίξεων, δίπλα σε κάθε επιχείρηση. Γι’ αυτό διεκδικώ την προεδρία του, με μία ομάδα που συνδυάζει την εμπειρία υφιστάμενων μελών του ΔΣ με τον ενθουσιασμό και τη φρέσκια οπτική νέων υποψηφίων, από όλους τους τομείς της οικονομίας.
Δέσμευσή μας είναι να εργαστούμε για ένα Επιμελητήριο, το οποίο θα λειτουργεί ως μοχλός ενδυνάμωσης των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας. Θα προσθέτει αξία στα μέλη του με σύγχρονες υπηρεσίες και εργαλεία. Θέλουμε ένα ΕΒΕΑ που είναι αξιόπιστος σύμβουλος της Πολιτείας, θα προτείνει ρεαλιστικές λύσεις, θα συμμετέχει ενεργά σε κάθε θέμα που αφορά την επιχείρηση: από την υλοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, μέχρι τη διεύρυνση της χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ποια είναι τα στοιχήματα σήμερα για την ελληνική επιχειρηματικότητα;
Οι ελληνικές επιχειρήσεις, μετά από τις αλλεπάλληλες κρίσεις των περασμένων ετών, λειτουργούν σε ένα περιβάλλον αισθητά αναβαθμισμένο. Παρά τα επιμέρους προβλήματα, η οικονομία πλέον διατηρεί σταθερή τροχιά ανάπτυξης και η χώρα διαθέτει περισσότερους πόρους από ποτέ, για τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών σχεδίων.
Η συγκυρία είναι ευνοϊκή. Η μεγάλη πρόκληση είναι να αξιοποιήσουμε αυτό το «παράθυρο ευκαιρίας» για να δημιουργήσουμε όρους ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης στο μέλλον. Οι επιχειρήσεις που θα κερδίσουν το στοίχημα της επόμενης μέρας, είναι αυτές που δεν θα εφησυχάσουν, αλλά θα επενδύσουν στρατηγικά στην πράσινη και ψηφιακή τους μετάβαση, στην ενίσχυση της παραγωγικότητάς τους, στην αναβάθμιση της λειτουργίας τους, θα τολμήσουν να ενσωματώσουν καινοτομίες, θα ενισχύσουν την εξωστρέφειά τους και κυρίως θα επενδύσουν στους ανθρώπους και στο ταλέντο τους.
Πώς βλέπετε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σε μία φάση όπου η ύφεση δείχνει να απειλεί την παγκόσμια οικονομία;
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια, έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Όμως, παρά τη δυναμική αύξηση του ΑΕΠ, οι απώλειες της περασμένης δεκαετίας δεν έχουν ακόμη καλυφθεί. Η προσπάθεια για τη σύγκλιση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να συνεχιστεί και μάλιστα μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που επιδεινώνεται. Χρειάζεται, λοιπόν, να συνεχίσουμε να τρέχουμε πιο γρήγορα και ταυτόχρονα να θωρακίσουμε την οικονομία μας, ενάντια στις εξωτερικές πιέσεις. Αυτός ο στόχος περνά μέσα από την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων, τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Η προσέλκυση επενδύσεων παραμένει ένα σημαντικό στοίχημα για τη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σίγουρα βήματα, αλλά χρειάζονται και άλλες κινήσεις. Ποιες κρίνετε ότι είναι απαραίτητες;
Για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και ο ρυθμός σύγκλισης με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, οι επενδύσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 10%. Ο στόχος αυτός είναι απαιτητικός, γιατί πέραν της ποσοτικής αύξησης χρειάζεται να επιδιώξουμε και την καλύτερη ποιοτική διάρθρωση των επενδύσεων. Χρειαζόμαστε ακόμα περισσότερες επενδύσεις, οι οποίες διευρύνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας: επενδύσεις, που επιτρέπουν στην Ελλάδα να εξαρτάται λιγότερο από τις εισαγωγές βασικών, ενδιάμεσων και τελικών αγαθών, αλλά και να αυξάνει τα έσοδά της, εξάγοντας προϊόντα και υπηρεσίες, με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Η προσπάθεια αυτή απαιτεί να αξιοποιήσουμε αποτελεσματικά κάθε ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, από το ΕΣΠΑ, την ΚΑΠ και τα άλλα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα. Απαιτεί, παράλληλα, βελτίωση των συνθηκών πρόσβασης των επιχειρήσεων σε κεφάλαια, ολοκλήρωση των κρίσιμων δημοσίων υποδομών, και -βεβαίως- συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για ένα επιχειρηματικό περιβάλλον με περισσότερη ακόμη αξιοπιστία, σταθερότητα και προβλεψιμότητα.
Μεγάλη κουβέντα γίνεται και για την ανάπτυξη της Βόρειας Ελλάδας. Πώς βλέπετε εδώ τις προοπτικές; Τι χρειάζεται πάνω απ’ όλα η περιοχή;
Η Βόρεια Ελλάδα δικαιούται και μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της χώρας. Έχει μοναδική γεωπολιτική θέση, η οποία της παρέχει εγγύτητα με γειτονικές χώρες, πρόσβαση σε μεγάλες πόλεις και αγορές, σε σημαντικούς εμπορικούς δρόμους. Είναι μία Περιφέρεια που ήδη ηγείται στην παραγωγή, αλλά και στις εξαγωγές βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων.
Αυτό που χρειάζεται είναι μία ολοκληρωμένη στρατηγική, η οποία θα επιτρέπει τη συνεκτική αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων: δημιουργώντας νέες, σύγχρονες υποδομές, προωθώντας την έξυπνη εξειδίκευση, παρέχοντας στοχευμένα κίνητρα για επενδύσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει αρκετά βήματα τα τελευταία χρόνια, τα οποία πιστεύω ότι στο επόμενο διάστημα θα επιταχυνθούν.
Ο Βορράς πάντως γκρινιάζει, για τα έργα που δεν γίνονται αλλά και για έλλειμμα στις υποδομές. Έχει δίκιο;
Είναι αλήθεια ότι η Βόρεια Ελλάδα και ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη ακούει εδώ και πολλά χρόνια τα μεγάλα έργα να εξαγγέλλονται, αλλά να μην ολοκληρώνονται. Είναι κατανοητό να εξαντλείται η υπομονή της τοπικής κοινωνίας. Όμως, θεωρώ ότι η περίοδος της αναμονής φτάνει σταδιακά στο τέλος της, γιατί είναι πολλά τα έργα που έχουν περάσει πια από το στάδιο της εξαγγελίας και είτε παραδίδονται -όπως πολύ σύντομα το Μετρό- είτε έχουν πάρει τον δρόμο της υλοποίησης.
Σύμφωνα με το περιφερειακό σχέδιο ανάπτυξης για την Κεντρική Μακεδονία, έχουν προγραμματιστεί 850 έργα, ύψους 13,5 δισ. ευρώ, από τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη πάνω από 600, σε τομείς όπως οι μεταφορές, η υγεία και η αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων. Προτεραιότητα τώρα είναι η ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση όλων αυτών των έργων, ώστε να γίνει ορατό το αναπτυξιακό τους αποτύπωμα.
Πού βλέπετε τα προτερήματα της επιχειρηματικότητας της Θεσσαλονίκης; Τι νομίζετε ότι πρέπει να αλλάξει;
Η Θεσσαλονίκη διαθέτει τρία πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και αξιόλογο επιστημονικό δυναμικό, εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Έχει όλες τις δυνατότητες να δημιουργήσει ένα ισχυρό οικοσύστημα, το οποίο θα προσελκύει κεφάλαια και ταλέντο, θα δημιουργεί θέσεις εργασίας και επιχειρηματικές ευκαιρίες, θα ωθεί την καινοτομία και την ανάπτυξη σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα.
Αυτή τη στιγμή είναι το επίκεντρο μίας σειράς μεγάλων δημόσιων έργων, αλλά και ιδιωτικών επενδύσεων, που αλλάζουν το πρόσωπο της πόλης: το Μετρό, το FlyOver, το παιδιατρικό και αντικαρκινικό νοσοκομείο, η ανάπλαση της ΔΕΘ, η κατασκευή του κόμβου καινοτομίας ThessINTEC και άλλα ιδιωτικά projects, που δίνουν αναπτυξιακή πνοή σε ολόκληρες περιοχές. Ένα μεγάλο ζητούμενο -και παράλληλα ευκαιρία- είναι η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της Δυτικής Θεσσαλονίκης κι αυτό μπορεί να γίνει, με τα σχέδια για το στρατόπεδο Καρατάσιου, την κατασκευή κέντρου logistics στο στρατόπεδο Γκόνο και την οργάνωση της άτυπης βιομηχανικής συγκέντρωσης του Καλοχωρίου, μεταξύ άλλων.
Για το τέλος κάτι προσωπικό: για δύο χρόνια κάνατε ένα διάλειμμα με τη συμμετοχή σας στην πρώτη γραμμή της κυβέρνησης. Πώς ήταν η εμπειρία δίπλα στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη;
Αυτά τα δύο χρόνια είχα την χαρά και την τιμή να στηρίξω την υλοποίηση του κυβερνητικού έργου, αναλαμβάνοντας την αποστολή που μου ανέθεσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης -με τον οποίο με συνδέει μακροχρόνια φιλία. Η εμπειρία μου δίπλα σε έναν πολιτικό, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με όραμα και εξαιρετική ικανότητα εκτίμησης προτεραιοτήτων και διαχείρισης κρίσεων, έναν πρωθυπουργό αφοσιωμένο στη μεταρρύθμιση και την πρόοδο, υπήρξε αναμορφωτική και ενισχυτική, δίνοντάς μου επιπλέον γνώσεις και εργαλεία προκειμένου να επιτελέσω ακόμη πιο αποτελεσματικά την αποστολή μου στον τομέα της επιχειρηματικότητας. Γιατί ο φυσικός μου χώρος ήταν και παραμένει η επιχειρηματικότητα, ο κόσμος της παραγωγής, η αγορά. Επιστρέφω, λοιπόν, εκεί που ανήκω, με ακόμη μεγαλύτερη πείρα και όρεξη για δουλειά, ώστε το ΕΒΕΑ να γίνει ο σύμμαχος που χρειάζονται οι επιχειρήσεις.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 07-08.09.2024