Μετά από 15 χρόνια εξυγίανσης του δανειακού χαρτοφυλακίου τους, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε ένα σημείο καμπής με προοπτικές σημαντικής αύξησης της κερδοφορίας τους, αναφέρει η Goldman Sachs σε ανάλυσή της για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Ειδικότερα, η Goldman προβλέπει ότι έως το 2023:
1) Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων (Return on Tangible Equity, ROTE) τους θα τείνει στο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο,
2) Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους (NPEs) θα συγκλίνουν με τα επίπεδα της ΕΕ και των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (EU/CEEMEA),
3) Ο λεγόμενος δείκτης Texas, που μετρά τα μη εξυπηρετούμενα στοιχεία ενεργητικού προς το μετοχικό κεφάλαιο (tangible common equity) συν τις προβλέψεις για επισφαλή δάνεια, θα μειωθεί στο μισό, περίπου στο 30% από 60% που εκτιμάται για το 2021, λόγω της μείωσης των NPEs και της αύξησης των κεφαλαιακών μαξιλαριών και των προβλέψεων και
4) Η διανομή μερισμάτων θα είναι ξανά στη συζήτηση.
Όσον αφορά τους δείκτες των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η Goldman εκτιμά ότι θα γίνουν μονοψήφιοι το 2022.
Οι ελληνικές τράπεζες, αναφέρει, βρίσκονται σε τροχιά ισχυρής ανάκαμψης της απόδοσης των ιδίων κεφαλαίων τους (ROTE) και συγκεκριμένα προβλέπει ότι αυτή θα αυξηθεί από 5% το 2021 στο 8% το 2023. Η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται: α) στη μείωση του οργανικού κόστους κινδύνου από 90 μονάδες βάσης το 2021 στις 60 μ.β. κατά μέσο όρο την περίοδο 2022-24, β) στην αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων, που είχαν μείνει σταθερά την περίοδο 2016-21, με μέσο ετήσιο ρυθμό 6,5%, και γ) αύξηση του λόγου των εσόδων προς τις δαπάνες τους κατά περισσότερο από 500 μ.β. την περίοδο 2021-24 χάρη στον έλεγχο του κόστους.
Επιπλέον, σημειώνει, τα υψηλότερα επιτόκια θα ενισχύσουν το καθαρό περιθώριο τόκων, με κάθε αύξηση 25 μ.β. στις αποδόσεις των ομολόγων να αυξάνουν 2% τα καθαρά κέρδη, κάτι που αναμένεται να αντισταθμίσει εν μέρει τον αρνητικό (αλλά διαχειρίσιμο) αντίκτυπο στα κεφάλαια από την αποτίμηση του ενεργητικού τους με βάση τις αγοραίες τιμές (Mark to Market).