«Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2024 και το 2025 παραμένουν ευνοϊκές, με προβλέψεις για ταχύτερη ανάπτυξη σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, παρά την υψηλή αβεβαιότητα σε διεθνές επίπεδο», αυτό τονίζεται μεταξύ των άλλων στην τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Παράλληλα σημειώνεται ότι «η ελληνική οικονομία φαίνεται να έχει αναπτύξει μια ανθεκτικότητα, κυρίως λόγω της μεταποίησης και των εξαγωγών, που αναδεικνύονται ως κρίσιμοι παράγοντες ανάπτυξης, μαζί με τις επενδύσεις και την κατανάλωση».
Το Γραφείο πάντως θεωρεί ότι οι προκλήσεις παραμένουν και έχουν να κάνουν, με το επενδυτικό κενό, την κλιματική αλλαγή και το δημογραφικό πρόβλημα, που αποτελούν σημαντικά ζητήματα για το μέλλον.
Ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού Καθηγητής Γιάννης Τσουκαλάς τόνισε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ότι τα έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής ανέρχονται σε 870 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα στην έκθεση σημειώνεται ότι «η ελληνική οικονομία συνέχισε την ανοδική της τροχιά για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, καταγράφοντας ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) παρουσίασε αύξηση 2,3% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που ανήλθε στο 0,6%. Η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως στην ενίσχυση των επενδύσεων, των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης».
Η αναθεωρημένη πρόβλεψη του Γραφείου για το ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2024 ανέρχεται στο 2,3%, ελαφρώς χαμηλότερη από την προηγούμενη εκτίμηση του 2,5%, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στην έκθεση του Ιουνίου. Παρά την αναθεώρηση, οι προοπτικές παραμένουν θετικές, με το εύρος των εκτιμήσεων να κυμαίνεται από 2,1% έως 2,7%. Αυτές οι εκτιμήσεις είναι ευθυγραμμισμένες με τις προβλέψεις διεθνών οργανισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Το νέο Εθνικό Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο, που κατατέθηκε τον Σεπτέμβριο του 2024, εκτιμά την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στο 2,2% για το έτος. Σημαντικός παράγοντας για τη μακροχρόνια ανάπτυξη, σύμφωνα με το Γραφείο, είναι οι επενδύσεις σε πάγιο και ανθρώπινο κεφάλαιο, οι οποίες ενισχύουν την παραγωγικότητα. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η ελληνική οικονομία πρέπει να μεταστρέψει το παραγωγικό της μοντέλο προς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, οι οποίοι θα ενισχύσουν την διεθνή ανταγωνιστικότητά της.
Ένας σημαντικός τομέας που εξετάζεται σε αυτή την έκθεση είναι η μεταποίηση, η οποία έχει ανακάμψει σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Η συνεισφορά της μεταποίησης στο ΑΕΠ ανέρχεται στο 10,4% το δεύτερο τρίμηνο του 2024, σημαντικά αυξημένη σε σχέση με το 8,6% το 2009. Η μεταποίηση αποτελεί τον μοναδικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας στον οποίο η παραγωγικότητα της εργασίας έχει όχι μόνο επιστρέψει στα προ-κρίσης επίπεδα, αλλά και τα υπερβεί. Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα της εργασίας στον τομέα αυτό έχει αυξηθεί κατά 43% από το πρώτο τρίμηνο του 2009 μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Ο εξαγωγικός χαρακτήρας του κλάδου, με το 29,3% των εξαγωγικών επιχειρήσεων να προέρχονται από αυτόν και να καλύπτουν το 68,1% των συνολικών εξαγωγών της χώρας (στοιχεία για το 2022), παίζει καθοριστικό ρόλο στην υψηλή του απόδοση. Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις εξαγωγές έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα λόγω του αυξημένου διεθνούς ανταγωνισμού, ο οποίος δημιουργεί κίνητρα για καινοτομία και συγκράτηση κόστους.
Ένας άλλος λόγος για την ανάκαμψη της μεταποίησης είναι οι αυξημένες επενδύσεις στον κλάδο, κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι επενδύσεις στη μεταποίηση αυξήθηκαν σημαντικά την περίοδο 2021-2022, λόγω των εισροών από το ΤΑΑ, οδηγώντας σε αύξηση της προστιθέμενης αξίας του κλάδου κατά 5,5% το 2021 και περαιτέρω 7% το 2022. Σημαντικές είναι και οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, οι οποίες στον κλάδο της μεταποίησης είναι υπερδιπλάσιες ως ποσοστό της προστιθέμενης αξίας (10,8% έναντι 3,1% στο σύνολο της οικονομίας για το 2021). Επιπλέον, ο μέσος μισθός στον τομέα της μεταποίησης είναι σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο μισθό στο σύνολο της οικονομίας, λόγω της αυξημένης παραγωγικότητας.
Η ενίσχυση του τομέα της μεταποίησης αναδεικνύεται ως ένας σημαντικός πυλώνας για την επίτευξη μακροχρόνιας ανάπτυξης και για τη διαφοροποίηση της ελληνικής οικονομίας, προσθέτοντας έναν τρίτο πυλώνα ανάπτυξης πέρα από τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Η διαφοροποίηση αυτή ενισχύει τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, ενώ η ενίσχυση της παραγωγικότητας στον κλάδο της μεταποίησης συμβάλλει στη συγκράτηση των τιμών, προς όφελος των καταναλωτών.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, το ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2024 παρουσιάζει πλεόνασμα 8,232 δισ. ευρώ, δηλαδή αυξημένο κατά 3,943 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο οκτάμηνο του 2023. Το πρωτογενές πλεόνασμα ανέρχεται στο 3,5% του ΑΕΠ. Η βελτίωση αυτή αποδίδεται σε μια σειρά παραγόντων, όπως τα αυξημένα φορολογικά έσοδα λόγω της βελτιωμένης απασχόλησης και των αυξημένων μισθών, η ενίσχυση των τουριστικών εσόδων, που αυξήθηκαν κατά 5,6% το επτάμηνο του 2024 σε σχέση με το 2023, και η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ως αποτέλεσμα των μέτρων που έχουν εφαρμοστεί, όπως η διασύνδεση ταμειακών μηχανών με POS.
Σημαντική για τη δημοσιονομική σταθερότητα είναι και η θέσπιση του νέου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, το οποίο τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλιο του 2024. Το νέο αυτό πλαίσιο επικεντρώνεται στη ρεαλιστική μείωση του χρέους και στη συγκράτηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε περιόδους ανάπτυξης, ώστε να διασφαλιστεί δημοσιονομικός χώρος για την αντιμετώπιση κρίσεων. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε κράτος-μέλος θα υποβάλλει μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες θα υπόκεινται σε αυστηρούς ελέγχους, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κάθε χώρας.
Το νέο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο της Ελλάδας προβλέπει μέση ετήσια αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2025-2028. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει επίσης ένα συνεκτικό πρόγραμμα επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων, που θα χρηματοδοτηθεί εν μέρει από το ΤΑΑ και το ενισχυμένο εθνικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, με στόχο την ανάπτυξη και την αύξηση των εισοδημάτων. Βάσει αυτού, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί στο 133,4% το 2028 και στο 114,9% το 2038.
Τέλος όπως σημειώνεται, αναφορικά με τον πληθωρισμό, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή για τον Αύγουστο 2024 δείχνει μικρή άνοδο στο 3,2%, σε σύγκριση με το 3,0% του Ιουλίου, ενώ ο πληθωρισμός τροφίμων μειώθηκε στο 2,0%. Αυτή η μείωση στον πληθωρισμό των τροφίμων αποδίδεται σε μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού και στη μείωση των διεθνών τιμών πρώτων υλών.