Των Βιολέτας Φωτιάδη, Λευκής Πανούσου
Σε συγκεκριμένα σημεία μέσα στην πόλη, σε τοίχους πολυκατοικιών, σε εγκαταλελειμμένα κτίρια και γκαραζόπορτες ξεπροβάλλουν γκράφιτι, τα οποία αναδεικνύουν με την αισθητική τους το χώρο που τα φιλοξενεί και γεμίζουν χρώμα τους γκρίζους τοίχους της μεγαλούπολης.
Κι αν κάποιοι πολλές φορές μιλάνε για μουτζούρες, κατηγορώντας τους streets artists ακόμη και για βανδαλισμό, προφανώς η τέχνη είναι υποκειμενική, όμως μόνο οι ίδιοι οι καλλιτέχνες μπορούν να αποσαφηνίσουν τη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί για το τι είναι graffiti και τι street art.
Όπως αναφέρει και ο ένας από τους δημιουργούς των Street Atelier, ο Αργύρης Σαρασλανίδης, «τα graffiti είναι εκ φύσεως αντισυμβατικά και παράνομα, γι’ αυτό άλλοτε αποτελούν τέχνη και άλλοτε βανδαλισμό, αναλόγως με τον τρόπο που τα αντιλαμβάνεται ο καθένας, ενώ street art θεωρούνται οι εικαστικές τέχνες σε δημόσιους χώρους όπως και η τοιχογραφία στη Σβώλου».
Με αφορμή τη συντήρηση του κτιρίου επί της οδού Αλεξάνδρου Σβώλου, το Street Atelier και οι Keten construction & partners πρόσφεραν ως χορηγία τη συγκεκριμένη τοιχογραφία. Ο λόγος που επέλεξαν οι καλλιτέχνες Αργύρης «SER» Σαρασλανίδης και η Σιμόνη Φοντάνα τη διασταύρωση της Αλεξάνδρου Σβώλου με τη Δημητρίου Γούναρη είναι η αγάπη τους για την περιοχή αυτή και επειδή αυτή αποτελεί νεανικό σταυροδρόμι στο κέντρο της πόλης.
Με το έργο τους στη Σβώλου αποτυπώνουν το «Πορτρέτο της Θεσσαλονίκης». «Πρόκειται για ένα καθημερινό, φρέσκο και νεανικό γυναικείο πρόσωπο, περιτριγυρισμένο από χρώματα και ενέργεια. Είναι μια καθημερινή υπενθύμιση στους κατοίκους της πόλης να τολμούν να ονειρεύονται, να μεταφέρουν το χρώμα της ζωής στους υπόλοιπους, να γίνονται οι ίδιοι τα πορτρέτα της Θεσσαλονίκης και για τους ταξιδιώτες ένας φάρος μιας μοντέρνας πόλης που πορεύεται στον 21ο αιώνα», εξηγεί ο «SER».
Η έμπνευση και τα μελλοντικά σχέδια
Η πολύχρονη εμπειρία και η διεθνής αναγνώριση του καλλιτεχνικού διδύμου μετουσιώνεται σε επιχειρηματική δραστηριότητα, δημιουργώντας ταυτόχρονα μία δυναμική επιχείρηση και μία προσπάθεια συνεργασίας, δημιουργίας, προβολής και προώθησης της street art κουλτούρας. Το όνομα «Street Atelier» προέκυψε μέσα από την καθημερινή τους ζωή, καθώς για μέρες, εβδομάδες μέχρι και μήνες ο δρόμος είναι το ατελιέ τους στην κυριολεξία. Άλλα έργα τους θα συναντήσετε και σε διάφορα μέρη της πόλης, όπως στην Ίωνος Δραγούμη, το ξενοδοχείο «STAY» και στην οδό Απελλού.
Όπως τονίζει ο Αργύρης Σαρασλανίδης, η τέχνη του εξελίσσεται με τον τρόπο που εξελίσσεται και εκείνος. Το τελευταίο διάστημα μελετάει χρώματα και φόρμες, που διαφέρουν από το κλασικό του ύφος. Σκοπός του είναι να δημιουργήσει ερεθίσματα και εμπειρίες στο θεατή, οι οποίες προκύπτουν από σχήματα, αντιθέσεις και ψευδαισθήσεις, στις οποίες ο κάθε παρατηρητής αντιδρά με διαφορετικό τρόπο. Από την άλλη, η Σιμόνη Φοντάνα αναφέρει πως η δουλειά της πηγάζει από έναν αθώο και πολλές φορές φανταστικό χαρακτήρα. Η έμπνευσή της πηγάζει από τον εσωτερικό της κόσμο. Το σημείο εκκίνησης είναι η ανάγκη της να απεικονίσει τις εικόνες και τα συναισθήματα μέσα από έναν μαγικό κόσμο γεμάτο χρώμα και συναίσθημα. Έχει επηρεαστεί από τα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια (anime), από τα κόμιξ και από το κίνημα του ποπ σουρεαλισμού. Αυτό το διάστημα προετοιμάζονται και για άλλα πρότζεκτ, όπως είναι η συμμετοχή τους σε μουσειακή έκθεση στην Ισπανία αλλά και συνεργασίες εμπορικής φύσεως με άλλους καλλιτέχνες και φεστιβάλ.
Η ζωή στην πόλη χρειάζεται μία δόση χρώματος και τέχνης
Τα είδη των σχεδίων που βλέπουμε καθημερινά γύρω μας είναι πολλά και ο διαχωρισμός τους είναι αρκετά δύσκολος όχι μόνο για τους αμύητους αλλά ακόμα και για τους επαγγελματίες, καθώς ο καθένας μπορεί και δίνει ένα διαφορετικό ορισμό. Σε μία προσπάθεια εξερεύνησης αυτών των εννοιών αλλά και εμβάθυνσης στον πολύχρωμο κόσμο της ιδιαίτερης τέχνης του graffiti, μιλήσαμε με τον graffiti writer «Nemo», έργα του οποίου κοσμούν τόσο το κέντρο της πόλης όσο και άλλες περιοχές.
O «Nemo» αναφέρεται μεταξύ άλλων στις δημιουργικές περιόδους του εντός και εκτός σπιτιού, τον καμβά που ονομάζεται «πόλη», την αποδοχή από την κοινωνία και τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να έχει ο writer αν γίνει «τσακωτός» εν ώρα εργασίας: «Το Graffiti είναι ένα μικρόβιο που δύσκολα βγαίνει από τον οργανισμό. Υπάρχουν πολύ ενεργές περίοδοι που αντιστοιχούν με πολλά graffiti έξω και περίοδοι που τα sketchbooks και οι καμβάδες παίρνουν φωτιά. Οποιαδήποτε επίσκεψη σε κάποια πόλη ισούται με βάψιμο, το λιγότερο με tags. Η πόλη για έναν graffiti writer είναι μια ατελείωτη επιφάνεια που μπορείς να βάψεις από πάνω μέχρι κάτω: τοίχους, τζαμαρίες, τρένα, rooftops και οτιδήποτε έχει αρκετό χώρο, για να βαφτεί.
Η street art είναι πιο αποδεκτή στις μέρες μας και δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με το graffiti. Το graffiti για τους περισσότερους writers είναι η δόση αδρεναλίνης που παίρνεις από μια βραδινή βόλτα φορτωμένος με spray. Η street art, έπειτα από αρκετά χρόνια προσπαθειών, άρχισε να γίνεται αποδεκτή στην κοινωνία μας και προσωπικά πιστεύω ότι αυτό είναι ένα πολύ θετικό επίτευγμα καθώς η ζωή στην πόλη χρειάζεται μία δόση χρώματος και τέχνης, που βοηθάει στο να μη μας τρώει το αστικό περιβάλλον.
Αν βέβαια σε πιάσουν, η επίπληξη είναι το καλύτερο σενάριο. Πολλά βράδια καταλήγουν σε «επισκέψεις» στο αυτόφωρο, όπως και σε κυνηγητό με την αστυνομία ή με security. Όταν βάφεις παράνομα, ξέρεις ότι το βράδυ σου μπορεί και να μην έχει όμορφη κατάληξη αλλά πιστεύω πως αυτό είναι ένα από τα βασικότερα στοιχεία που εθίζουν τους writers».
Graffiti Vs μουντζούρα
Ωστόσο, η γραμμή που χωρίζει την τέχνη από τη μουντζούρα και τον βανδαλισμό είναι λεπτή. Η αισθητική είναι ένα πρώτο φίλτρο διαχωρισμού, αλλά έρχεται σε σύγκρουση με την αντικειμενικότητα, καθώς το τι θεωρεί κάποιος καλαίσθητο είναι θέμα γούστου. Από την άλλη, όταν σε ένα μέρος συγκεντρώνονται έργα εκ διαμέτρου αντίθετης αισθητικής, κάνουμε λόγο για ποικιλομορφία ή για τσουβάλιασμα;
Ο «Nemo» πάντως δεν κάνει κάποια διάκριση αναφορικά με τη μουντζούρα και το graffiti, μιας και το φάσμα της τέχνης είναι κάτι που δεν ορίζεται: «Graffiti ονομάζεται η γραφή ή ο σχεδιασμός πάνω σε οποιαδήποτε επιφάνεια που βρίσκεται σε κοινή θέα. Θεωρώ ότι οποιοσδήποτε εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο, κάνει graffiti. Το αν αυτό που δημιουργεί είναι τέχνη, είναι κάτι που συνήθως αποφασίζει η κοινή γνώμη. Η τέχνη δεν είναι πάντα χαρούμενη και συμβατική, και μπορεί να μας δημιουργεί προβληματισμούς είτε είναι μέσω ενός όμορφου πορτρέτου είτε μιας ‘μουντζούρας’».
«Η πόλη πάσχει από... μουντζούρα»
Η παραπάνω άποψη βέβαια δεν φαίνεται να βρίσκει σύμφωνο και τον Πρόδρομο Νικηφορίδη, αρχιτέκτονα της νέας παραλίας και μέλος του συλλόγου «Φίλοι της νέας παραλίας». Ο κύριος Νικηφορίδης έχει μιλήσει πολλές φορές ανοιχτά για το θέμα του graffiti όχι μόνο για την εν λόγω περιοχή αλλά και για την πόλη γενικότερα: «Η πόλη πάσχει από την ασθένεια που λέγεται μουντζούρα. Οι μουντζούρες δεν έχουν καμία αξία, γίνονται από ανθρώπους που έχουν προβλήματα και σκέφτονται ότι με το να μουντζουρώσουν μνημεία και τοίχους εκδικούνται την κοινωνία, δημιουργώντας ένα άσχημο τοπίο. Τόσο η νέα παραλία όσο και η Άνω Πόλη αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα με αυτό. Ειδικά η Άνω Πόλη, που είναι και ένας παραδοσιακός οικισμός».
Η απομάκρυνση αυτών των σχεδίων από δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους είναι το πρωταρχικό μέλημα για ένα ομορφότερο αστικό τοπίο, σύμφωνα με τον κύριο Νικηφορίδη: «Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, απαιτείται μία συστηματική εκστρατεία από μέρους της δημοτικής αρχής. Πρέπει να τεθεί ως στόχος το να ελαχιστοποιηθούν αυτού του είδους οι κακής αισθητικής παρεμβάσεις. Θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρξει και μία χορηγία των υλικών για την αφαίρεσή τους από τους τοίχους, γιατί πολλοί άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να το κάνουν. Η γενικότερη στρατηγική θα ξεκινάει μεν από το δήμο αλλά θα συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, για να μπορέσει να εκλείψει το φαινόμενο. Τα τελευταία δέκα χρόνια η πόλη είναι έρμαιο όσων τη μουντζουρώνουν και δεν υπάρχει καμία αντίδραση από πλευράς πολιτών».
Στρέφοντας το βλέμμα στο graffiti της Σβώλου, ο αρχιτέκτονας της νέας παραλίας επισημαίνει ότι στερείται κοινωνικού μηνύματος, κάτι που είναι και η ουσία της συγκεκριμένης τέχνης: «Περιμένω από το γκράφιτι ένα μήνυμα που θα μας πάει παραπέρα. Θα μπορούσε να είναι περιβαλλοντικό μήνυμα, κοινωνικό κτλ. και όχι μόνο μία ωραία ζωγραφιά. Νομίζω ότι αυτός είναι και ο ρόλος του γκράφιτι. Μπορεί ένα γκράφιτι να είναι εξαιρετικό, αλλά να στερείται νοήματος. Ένα γκράφιτι ωραίο και με μήνυμα θα μου άρεσε να υπάρχει και στη νέα παραλία. Στο μελλοντικό πάρκο Παύλου Μελά, στο οποίο συμμετέχω ως σύμβουλος του δημάρχου, έχουμε δημιουργήσει επιφάνειες όπου μπορούν οι νέοι να εκφραστούν με αυτόν τον τρόπο».
* Δημοσιεύτηκε στη "Θεσσαλονίκη" στις 23.01.2020.