Γιατί οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών στην Ελλάδα συνεχώς αυξάνονται ακόμα κι αν ο πληθωρισμός «πέφτει»; Σε τι διαφέρει η ακρίβεια στην Ελλάδα από την αντίστοιχη σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ποιο είναι το αντίδοτο στις συνεχείς ανατιμήσεις και γιατί προϊόντα της ίδιας εταιρείας πωλούνται στην Ελλάδα ακριβότερα σε σχέση με τα ράφια των σούπερ μάρκετ του εξωτερικού; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην χώρα που αδυνατούν πλέον να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, ενώ πριν καλά-καλά βγει ο μήνας ο μισθός εξαφανίζεται.
«Σε ένα μεγάλο βαθμό οι τιμές διαμορφώνονται από τις συνθήκες ανταγωνισμού που υπάρχουν στην αγορά. Όσο πιο περιορισμένος είναι ο ανταγωνισμός και οι συνθήκες στην αγορά είναι ολιγοπωλιακές ή μονοπωλιακές τόσο περισσότερες δυνατότητες έχουν οι επιχειρήσεις να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας και στον δημόσιο διάλογο γίνεται αναφορά στον πληθωρισμό της απληστίας» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Φίλιππος Σαχινίδης.
«Μία από τις αδυναμίες της ελληνικής αγοράς είναι ότι οι συνθήκες σε πολλά κομμάτια της αγοράς είναι περιορισμένες κι έτσι οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να αυξάνουν τις τιμές περισσότερο από ότι θα δικαιολογούσε η οποιαδήποτε αύξηση στο κόστος των πρώτων υλών, της ενέργειας ή οι μισθολογικές αυξήσεις. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνουμε εξαιτίας των πλημμελών ελέγχων που γίνονται από το υπουργείο Ανάπτυξης και πιθανότατα επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα να γίνονται αυστηροί έλεγχοι στο εάν υπάρχει συνεργασία των εταιρειών για την διαμόρφωση μίας ενιαίας τιμής, αντικείμενο που εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού» συμπληρώνει ο κ. Σαχινίδης.
«Οι Έλληνες υποφέρουν δυσανάλογα από ακρίβεια και πληθωρισμό»
Σύμφωνα με τον πρώην «τσάρο» της ελληνικής Οικονομίας η ακρίβεια δεν είναι φαινόμενο ελληνικό, αλλά φαινόμενο που οφείλει την εμφάνισή του στην πανδημική και αργότερα στην ενεργειακή κρίση.
«Ο πρώτος παράγοντας έχει να κάνει με την ανατροπή στην εφοδιαστική αλυσίδα που προέκυψε όταν εκδηλώθηκε η κρίση πανδημίας και υποχρεώθηκαν να κλείσουν πολλά εργοστάσια. Δεν μπορούσαν να τροφοδοτηθούν κάποιες περιοχές για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Εντάθηκε περισσότερο το πρόβλημα όταν ξέσπασε η ενεργειακή κρίση και ανέβηκε το κόστος ενέργειας.
Τότε εμφανίστηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που άσκησε μία επιθετική πολιτική στην αύξηση των επιτοκίων, διότι της ξέφυγε ο πληθωρισμός πάνω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και προσπάθησε μέσα από αυτή την πολιτική να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, αν και γνώριζε ότι ο πληθωρισμός και η ακρίβεια δεν είναι ένα πρόβλημα που ξεκινά από την πλευρά της ζήτησης.
Δεν ήταν δηλαδή η υπερβάλλουσα ζήτηση που δημιουργούσε το πρόβλημα αλλά η προσφορά. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα. Σήμερα στην Ελλάδα η δομή της αγοράς είναι διαφορετική από την δομή της αγοράς των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, εκεί είναι πιο ισχυρός ο ανταγωνισμός και επομένως είναι άλλες οι συνθήκες στην τιμολόγηση. Αν υπάρχει όμως μεγαλύτερη επίπτωση στο πορτοφόλι των εργαζομένων και των συνταξιούχων αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα γιατί στη χώρα μας οι μισθοί είναι πολύ μικρότεροι από τους μισθούς στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Τα ευρωπαϊκά συνδικάτα που αξιολογούν την πορεία των πραγματικών μισθών στην τελευταία τους έκθεση αναφέρουν ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με την πραγματική αρνητική μεταβολή στους πραγματικούς μισθούς, δηλαδή οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν. Αυτό αποδεικνύει ότι παρά τους κυβερνητικούς χειρισμούς η αλήθεια δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό και οι Έλληνες υποφέρουν δυσανάλογα σε σχέση με την ακρίβεια και τον πληθωρισμό» τονίζει ο κ. Σαχινίδης επισημαίνοντας πως το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας που τείνει να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα είναι οι τακτικοί έλεγχοι από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ή από τις ελεγκτικές αρχές του υπουργείου Ανάπτυξης.
Κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού
Ο οικονομολόγος, αναλυτής αγορών και πρώην Γενικός Γραμματέας Εμπορίου, Στέφανος Κομνηνός υποστηρίζει πως «η αύξηση των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, αποτελεί μία από τις οδυνηρότερες συνέπειες του πολέμου της Ουκρανίας και του παράλληλου ενεργειακού ράλι σε παγκόσμιο επίπεδο».
«Η Ελλάδα είναι πολύ ακριβότερη από την όποια φθηνότερη της ΕΕ σε μία σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες: 23% από τη Βουλγαρία στην ένδυση-υπόδηση μέχρι και 339% από τη Ρουμανία στις τηλεπικοινωνίες. Ειδικά στις τελευταίες είναι πολύ ακριβότερη (κατά 69%) ακόμη και από το μέσο όρο της ΕΕ.
Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα, η πραγματική κατά κεφαλήν κατανάλωση (2020), στην Ελλάδα να βρίσκεται 22% κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ και να κινδυνεύει από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό το τρίτο υψηλότερο ποσοστό (28%) μετά τη Ρουμανία (34%) και τη Βουλγαρία (32%). Αντιμέτωπη με αυτό το ιδιαίτερα εκρηκτικό μείγμα, η κυβέρνηση κλήθηκε να προτείνει λύσεις. Επέλεξε να μην ασχοληθεί με την κοστολογική βάση των αυξήσεων (ενέργεια, εφοδιασμός, πρώτες ύλες κ.λπ.) αλλά να παρέμβει σε επίπεδο τελικής τιμής και στοχευμένα στα είδη καθημερινής ανάγκης, τρόφιμα, προσωπική φροντίδα και καθαριότητα που αποτελούν σημαντικό μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού: από 40% για τα χαμηλά εισοδήματα μέχρι 15% για τα υψηλότερα» συμπληρώνει στη «ΜτΚ» ο κ. Κομνηνός υποστηρίζοντας ότι ο ρόλος του κράτους είναι να επικεντρώνεται στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού και την προστασία του καταναλωτή.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 03.12.2023