Ο πληθωρισμός διαγράφει ελεύθερη πτώση αλλά οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα συνεχίζουν να δαγκώνουν με τις συνθήκες καύσωνα που διαμορφώνονται να απειλούν με οικονομική ασφυξία τα νοικοκυριά, την ώρα που η αποκλιμάκωση των τιμών, χωρίς κανένας σοβαρός παράγοντας της αγοράς να ρισκάρει βέβαια στοιχήματα, φαίνεται πως θα ξεκινήσει το 2024. Ακόμα όμως κι αν πέσουν οι τιμές, δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες πως θα επανέλθουν στα επίπεδα του 2021.
Φωτιά στα πορτοφόλια των καταναλωτών βάζει και ο «πληθωρισμός απληστίας» που στην Ελλάδα κάνει πάρτι. Τι σημαίνει όμως πληθωρισμός απληστίας; Επειδή η ζήτηση ξεπερνάει την προσφορά λόγω διαταραχών, οι εταιρείες βρίσκουν ευκαιρία να αυξήσουν τα κέρδη τους, απογειώνοντας τις τιμές δυσανάλογα συγκριτικά με τα κόστη.
Δηλαδή αν οι τιμές «πρέπει» να ανεβούν 10% ανεβαίνουν 20% για να διαφυλαχτεί η κερδοφορία. Η αύξηση των περιθωρίων κέρδους καθυστερεί τη μείωση του πληθωρισμού. Στην αύξηση των κερδών οφείλεται ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθωρισμού από το 2022 και έπειτα.
Η έτσι κι αλλιώς προβληματική ελληνική αγορά (μικρή σε μέγεθος με τον ανταγωνισμό που ρίχνει τις τιμές ουσιαστικά ανύπαρκτο) δίνει την ευκαιρία στις επιχειρήσεις (διεθνείς και εγχώριες) να πατούν πάνω σε υπαρκτά φαινόμενα (αύξηση τιμών πρώτων υλών και ενεργειακού κόστους) για να μεγεθύνουν τα κέρδη τους.
Στην πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, σε ειδικό κεφάλαιο για τη συμμετοχή των κερδών στις πληθωριστικές πιέσεις, τα στοιχεία έδειχναν ότι η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα σε ό,τι αφορά την αύξηση του μεριδίου των κερδών μεταξύ 2019 και 2022, από το 34,4% στο 39,2%.
Στο ίδιο συμπέρασμα για τις σημαντικές διαστάσεις του φαινομένου στην Ελλάδα οδηγούν και τα αντίστοιχα στοιχεία της Eurostat για το μερίδιο των κερδών των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών. Στην Ελλάδα είναι 47,5%, έναντι μέσου όρου της Ευρωζώνης 40,8%, και είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Ιρλανδία. Το 2019 ήταν 39,1%, για να σκαρφαλώσει στη συνέχεια στο 39,4% το 2020 και στο 44,6% το 2021.
Την υπόθεση ότι τα κέρδη οδηγούν τον πληθωρισμό σε σημαντικό βαθμό στην Ελλάδα στηρίζουν, επίσης, τα αποτελέσματα των εισηγμένων εταιρειών. Με βάση επεξεργασία των ισολογισμών που έχουν δημοσιευθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, το περιθώριο κέρδους των εισηγμένων ήταν 9% το 2020 και ανέβηκε στο 14% το 2021 και στο 12% το 2022.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το πρώτο τρίμηνο του 2023, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 1,2%. Στη λίστα της Eurostat που εξετάζει τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή σε 25 βασικές κατηγορίες διατροφής, η Ελλάδα εμφανίζει υψηλότερο ποσοστό ανατιμήσεων σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε. σε συνολικά έντεκα προϊόντα μεταξύ, των οποίων το κρέας, τα φρούτα, το βούτυρο και τα αυγά. Τον Ιούνιο ο πληθωρισμός τροφίμων αυξήθηκε στην χώρα μας κατά 3,6% σε σχέση με τον Μάιο, με τον ρυθμό αύξησης να ξεπερνά ακόμα και τον αντίστοιχο της Τουρκίας όπου ο πληθωρισμός τρέχει με 50%.
Δεν είναι τυχαίο πως το ενεργειακό κόστος ενώ από το φθινόπωρο του 2022 αποσυμπιέστηκε, ακόμα χρησιμοποιείται σαν επιχείρημα για να δικαιολογηθούν οι υψηλές τιμές. Αξίζει να σημειωθεί πως όταν απογειώθηκε το κόστος ενέργειας, με ταχύτατους ρυθμούς αυτό πέρασε στο ράφι, τώρα που μειώνεται οι εταιρείες περί άλλα τυρβάζουν.
Ακόμα κι αν οι όποιες διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα επηρεάζουν με χρονική υστέρηση τις τιμές κατά έναν μαγικό τρόπο όταν οι τιμές, βάσει της οικονομικής θεωρίας, αναμένεται να πέσουν πάντα οι μειώσεις μετατίθενται για το πολύ μακρινό μέλλον.
Μάλιστα η ακρίβεια στα τρόφιμα πλήττει με μεγαλύτερη ένταση τους οικονομικά ασθενέστερους, αφού πρόκειται για μία ανελαστική δαπάνη (δεν μπορούν δηλαδή τα νοικοκυριά να τη μειώσουν εύκολα όσο κι αν αυξάνονται οι τιμές), η οποία συμμετέχει σε πολύ μεγάλο ποσοστό στο συνολικό εισόδημα των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ναι μεν αυξήθηκε κατά 11,3% το πρώτο τρίμηνο αλλά αν μπει στην εξίσωση η ακρίβεια προκύπτει πως το πραγματικό εισόδημα αυξήθηκε κατά 5,4%. Οι ανατιμήσεις δηλαδή «έφαγαν» μέρος του εισοδήματος.
Όμως οι επιπτώσεις είναι αρνητικές όχι μόνο για τις εν λόγω κατηγορίες πολιτών αλλά και γενικά για την αγορά και όπως σημειώνει σε σχετική της μελέτη η Eurobank ο πληθωρισμός, που έχει ήδη πλήξει την πραγματική οικονομία, υποχρεώνει τους καταναλωτές να μειώνουν τις αγορές τους, κάτι που φαίνεται από την υποχώρηση του όγκου των λιανικών πωλήσεων του εμπορίου.
Όπως αναφέρεται στην ίδια έρευνα, παρά τη μεγάλη μείωση του πληθωρισμού το τελευταίο διάστημα, που οφείλεται κυρίως στην πτώση των τιμών της ενέργειας, η μεγάλη άνοδος των τιμών που έχει προηγηθεί πλήττει την πραγματική οικονομία με χρονική υστέρηση.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τη Eurostat, εμφανίζει σταθερά μεγαλύτερο ποσοστό ανατιμήσεων σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης σε τουλάχιστον 8 – 10 βασικά προϊόντα μεταξύ των οποίων το κρέας, το βούτυρο, τα φυτικά έλαια τα αυγά και ενίοτε το ψωμί.
Η μεγαλύτερη αύξηση το πρώτο εξάμηνο του 2023 σημειώθηκε στις τιμές των νωπών φρούτων, 41,15%, ενώ στη λίστα των ανατιμήσεων περιλαμβάνονται πολλά τυποποιημένα τρόφιμα.
Αυξήσεις τιμών πάνω από 10% καταγράφηκαν το α΄ εξάμηνο του 2023 σε άλλα προϊόντα διατροφής (17,20%), σε παρασκευάσματα με βάση το κρέας (12,19%), στα δημητριακά για πρωινό (11,05%). Μεγάλες είναι οι ανατιμήσεις σε σειρά βασικών ειδών διατροφής, όπως στο χοιρινό κρέας (8,29%), στο ελαιόλαδο (8,25%), στις πατάτες (7,47%), στις παιδικές τροφές (6,20%) και στο ρύζι (5,96%). Από την άλλη, αξιοσημείωτη είναι στην ουσία μόνο η μείωση κατά 12,55% στην τιμή των άλλων βρώσιμων ελαίων (κυρίως ηλιέλαιο), προϊόντων όμως που είχαν ανατιμηθεί πάρα πολύ μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Οι πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με το μπλοκάρισμα των εξαγωγών σιτηρών στη Μαύρη Θάλασσα από τη Μόσχα ενδεχομένως να προμηνύουν νέο γύρο αυξήσεων τους επόμενους μήνες.
Ο χορός των ανατιμήσεων, ακόμα κι αν ρίξει… ρυθμούς, αναμένεται να διατηρηθεί για όλη τη διάρκεια του έτους, καθώς δεν διαφαίνονται σημάδια αποκλιμάκωσης στα βασικά κόστη παραγωγής για τη μεταποίηση και τον πρωτογενή τομέα.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 30.07.2023