Την αναγκαιότητα εκπαίδευσης των γιατρών με σκοπό την προσέγγιση των εφήβων που αντιμετωπίζουν πάσης φύσεως θέματα υγείας, επεσήμανε η καθηγήτρια της Ιατρικής σχολής του Α.Π.Θ. και διευθύντρια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών, «Εφηβική Ιατρική και Φροντίδα Υγείας Εφήβων», Ασημίνα Γαλλή – Τσινοπούλου, μιλώντας στο makthes.gr, ενόψει της 11ης Ημερίδας για την εφηβεία που θα πραγματοποιηθεί στις 5 Δεκεμβρίου στη Θεσσαλονίκη.
Οι έφηβοι αποτελούν μια πολύ δυναμική ομάδα της κοινωνίας και ταυτόχρονα το μέλλον της, ωστόσο εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζουν τα άτομα αυτή τη χρονική περίοδο της ζωής τους, η προσέγγιση των γιατρών για τα θέματα υγείας τους πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο, ειδικά προσαρμοσμένο στα χαρακτηριστικά των νέων.
Η εφηβεία διακρίνεται σε τρεις περιόδους. Από την ηλικία των 10 έως τα 14 έτη οι έφηβοι βρίσκονται στην πρώιμη εφηβεία, από τα 14 μέχρι και 16 στη μέση και από τα 16 έως τα 18 στην όψιμη φάση της εφηβείας τους, οι οποίοι κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων έρχονται αντιμέτωποι με μεγάλες και διαφορετικές αλλαγές στην εξωτερική τους εμφάνιση, στη συμπεριφορά και στην ψυχολογία τους.
«Παλαιότερα τα παιδιά μέχρι τα 14 τα παρακολουθούσε ο παιδίατρος και από αυτή την ηλικία και έπειτα τα αναλάμβανε ο παθολόγος. Όμως παρατηρήθηκε ότι οι παθολόγοι δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι να προσεγγίσουν αυτές τις ηλικίες. Οι έφηβοι είναι μια ιδιαίτερη ομάδα στους οποίους παρατηρούνται τόσο σωματικές αλλαγές κατά την ενήβωση με τις ορμόνες, όσο και ψυχοσυναισθηματικές», αναφέρει η κα. Γαλλή – Τσινοπούλου.
Από το 2018 ωστόσο, επιβλήθηκε τους εφήβους μέχρι την ηλικία των 16 ετών να συνεχίσει να τους παρακολουθεί ο παιδίατρος τους, καθώς αφορά τη μέση περίοδο της εφηβείας και αποτελεί μια μεταβατική φάση για αυτούς. Σύμφωνα με την καθηγήτρια, τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες αναζητούν την ταυτότητά τους μέσα στο σύνολο, παρουσιάζουν έντονη αμφισβήτηση προς τους γονείς, πειραματίζονται αρκετά και τότε εμφανίζουν και επικίνδυνες συμπεριφορές, «υψηλού κινδύνου», οι οποίες επιτείνονται και αργότερα εξαιτίας των αλλαγών που παρατηρούνται στην κοινωνία γενικότερα.
«Χρειάζεται εκπαίδευση των γιατρών. Πρέπει να επιτηρούμε διακριτικά την υγεία των εφήβων, αυτοί είναι το μέλλον. Είναι σημαντικό να χρησιμοποιήσουμε ειδικά εργαλεία για να μας εμπιστευτεί ο έφηβος. Υπάρχει μια λεπτή ισορροπία. Αν το παιδί μας αναφέρει κάτι που προκαλεί ανησυχία, ο γονέας οφείλει να ενημερωθεί με τον κατάλληλο τρόπο βέβαια, ώστε να μη χαθεί η εμπιστοσύνη του εφήβου», τονίζει η κα. Γαλλή – Τσινοπούλου και προσθέτει ότι είναι απαραίτητη η συνεργασία μιας ομάδας γιατρών για να επιτευχθεί ο στόχος.
Η πανδημία ως παράγοντας επιρροής στους εφήβους
Το σημαντικό ψυχολογικό αποτύπωμα της πανδημίας και των παρατεταμένων lockdown σχολίασε επίσης η καθηγήτρια, δηλώνοντας ότι κατά τη διάρκεια της καραντίνας οι διατροφικές συμπεριφορές των εφήβων και η ψυχολογία τους επηρεάστηκαν σε σημαντικό βαθμό.
Κατά τη διάρκεια της εφηβείας πολλά παιδιά παρουσιάζουν διατροφικές διαταραχές, εμφανίζοντας μια τάση είτε προς την ανορεξία, είτε προς την παχυσαρκία. «Γενικότερα, οι έφηβοι, προσδιορίζονται κυρίως με βάση την εξωτερική τους εμφάνιση, αγνοώντας άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του», λέει η καθηγήτρια.
«Το lockdown, η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας και η απουσία επαφής με τους φίλους σαφώς και έπαιξαν έναν παραπάνω ρόλο στην εκδήλωση διατροφικών διαταραχών στους εφήβους. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε μια αύξηση στην παχυσαρκία, κυρίως στα κορίτσια, όχι τόσο στα αγόρια. Το ενθαρρυντικό όμως είναι ότι τα άτομα με παχυσαρκία θα έρθουν πιο εύκολα στο γιατρό για να ζητήσουν αντιμετώπιση στο πρόβλημά τους», μεταφέρει η ίδια.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και τα κορίτσια που έρχονται αντιμέτωπα με τη νευρική ανορεξία, καθώς τα πρότυπα της εποχής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εφηβεία. Σύμφωνα με την κα. Γαλλή – Τσινοπούλου, το δύσκολο κομμάτι στη νευρική ανορεξία είναι η αδυναμία αντίληψης της κατάστασης από τον ασθενή. «Φτάνουν σε μια κατάσταση που εμφανίζουν κι άλλα προβλήματα υγείας όπως, αμηνόρροια, οστεοπενία και οστεοπόρωση. Μπορούν σίγουρα να επανέλθουν, όμως είναι αρκετά επίπονο και απαιτείται η συνεργασία μιας ομάδας γιατρών. Ο παιδοψυχίατρος είναι απαραίτητος στη διαδικασία της θεραπείας».
Σε κάθε περίπτωση για την καθηγήτρια πίσω από την όποια εκδήλωση διατροφικής διαταραχής υπάρχει ένα ψυχιατρικό υπόβαθρο και γι’ αυτό το λόγο η προσέγγιση των νέων από τους θεράποντες γιατρούς πρέπει να γίνεται με ολιστικό τρόπο, παρατηρώντας παράλληλα μέσα από ένα ειδικό ερωτηματολόγιο, το Hads, την ψυχολογία του εφήβου.
«Οι γιατροί οφείλουν να είναι ενθαρρυντικοί απέναντι στην προσπάθεια των εφήβων και να μην ασκούν κριτική, ώστε να μην τους αποτρέψουν. Πρέπει να εξηγήσουμε στο παιδί γιατί έφτασε στο σημείο αυτό και σίγουρα αποτελεί μια διαδικασία που θέλει χρόνο», καταλήγει η καθηγήτρια επισημαίνοντας για μία ακόμη φορά την αναγκαιότητα της εκπαίδευσης των γιατρών, αλλά και των σπουδαστών ιατρικής στον τομέα της εφηβικής ιατρικής.