Ανοίγω την ηλεκτρονική σελίδα Τράπεζας και αντικρίζω μια τόσο μεγάλη προβολή σχετική με τα «Δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», που, προς στιγμή, νομίζω ότι άλλαξε το λογότυπό της. Σύμφωνα με την ανάρτηση και τις παραπομπές της, βρίσκονται προς διάθεση στις επιχειρήσεις, από τώρα έως το 2026, 12,7 δισ. ευρώ. Εννοείται πως οποιαδήποτε αλλαγή στην, μέχρι σήμερα, αδυναμία ή απροθυμία των ελληνικών Τραπεζών να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις, παρά τις πολλαπλές ανακεφαλαιοποιήσεις με δημόσιο χρήμα, είναι ευπρόσδεκτη και γεννά ελπίδες για το ελληνικό επιχειρείν, που, πέραν όλων των άλλων, εδώ και πολλά χρόνια, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, δεν έχει πρόσβαση σε δανεισμό.
Βρέχει χρήματα λοιπόν και δεν είναι η πρώτη φορά.
Η Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, παρά τους κραδασμούς στην παγκόσμια οικονομία και τις αλλαγές στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εισπράττει και διανέμει κοινοτικά «Πλαίσια Στήριξης», παλαιότερα ΜΟΠ, πακέτα Γιουνκέρ, αργότερα ΕΣΠΑ. Και βέβαια ενισχύσεις της αγροτικής παραγωγής, για τις οποίες η Ευρώπη προσφάτως και λόγω της πιθανότητας επισιτιστικής κρίσης, αποδέχθηκε ότι έκανε λάθη! Κάθε φορά συγγράφονται Στόχοι και κριτήρια επιλεξιμότητας αλλά, ποτέ μέχρι σήμερα, δεν έχουν γίνει απολογισμοί επίτευξης αυτών των στόχων.
Αυτό συνιστά μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες ή απλά… πονηριές όσων διαχειρίζονται, κατά περίπτωση, τα κοινοτικά χρήματα. Σε όλες τις εποχές, καταγράφεται μια σπουδή απορρόφησης χρημάτων, γιατί πάντα «δεν προλαβαίνουμε», ενώ, πλην ελαχίστων περιπτώσεων ακαδημαϊκών προσεγγίσεων, η διοίκηση, κεντρική και περιφερειακή, παρότι ομνύει στα ευρωπαϊκά πρότυπα, δεν αρέσκεται σε ασκήσεις απολογισμών.
Αντικρίζοντας την εμβληματική διαφήμιση της Τράπεζας για τον πακτωλό των δανείων, αναζήτησα στο διαδίκτυο τις πρόσφατες ειδήσεις σχετικά με το πακέτο των 72 δισ.. του Ταμείου. Τις τελευταίες μόνο ημέρες, δόθηκαν ση δημοσιότητα στοιχεία για την ένταξη 300 περίπου έργων προϋπολογισμού μεγαλύτερου των 9 δισεκατομμυρίων. Κοίταξα τους τίτλους, με τους οποίους βέβαια, ουδείς μπορεί να διαφωνήσει. Ποιος μπορεί να φέρει αντίρρηση στην επαγγελματική κατάρτιση ή τον ψηφιακό μετασχηματισμό του ΕΟΠΠΥ; Το θέμα είναι πως θα πραγματοποιηθεί, αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση.
Άλλη ανακοίνωση αναφέρεται σε 442 εκατομμύρια που θα διοχετευθούν σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σχετικά με την ψηφιακή τους αναβάθμιση, με την μορφή άυλων κουπονιών. Οι ενισχύσεις αυτές θα είναι, ανάλογα με τη δυναμικότητα της επιχείρησης, από 900 έως 18000 ευρώ. Δεν ξέρω αν οφείλεται σε καχυποψία που απέκτησα παρακολουθώντας όλα αυτά τα χρόνια την ελληνική μας αδυναμία να ξοδεύουμε παραγωγικά και αποτελεσματικά τις ευκαιρίες που μας δόθηκαν, αλλά, κρατώ μικρό καλάθι, για το τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών των οικονομικών διευκολύνσεων. Σε τι θα βοηθήσει άραγε το voucher των 900 ευρώ ή των 1800, πέραν της ευκαιριακής ταμειακής ενίσχυσης; Καθώς δε οι εκλογές βρίσκονται προ των πυλών, είναι προβλέψιμο το πανηγύρι που θα στηθεί. Περισσότερο από όλα με τρομάζει η έλλειψη αναφοράς συγκεκριμένων στόχων και έργων που να αφορούν στην Περιφέρεια. Είναι γνωστό ότι, της σύνταξης του Σχεδίου που εγκρίθηκε τελικά και κατόπιν αυστηρών παρατηρήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν προηγήθηκε δημόσιος διάλογος στη χώρα. Είναι το ίδιο γνωστή και η αποστροφή του κέντρου για την Περιφέρεια. Δεν γνωρίζω ποια θα είναι τελικά τα αποτελέσματα των ενισχύσεων αυτού του θηριώδους πακέτου, αλλά, σίγουρα, δεν υπάρχουν εμφανείς εγγυήσεις, ότι θα αλλάξουν τα δεδομένα στην ολοένα διευρυνόμενη χωρική ανισότητα.
Ακούσατε κάτι για έργα στην Θεσσαλονίκη;
Από την άλλη, ακούσατε κάποια στιβαρή και οργανωμένη διεκδίκηση της ίδιας της Περιφέρειας;
ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ
Παρότι λοιπόν τα χρήματα ρέουν και οι δυνατότητες βρίσκονται στο τραπέζι, είναι εκκωφαντική η απουσία συζήτησης για τις περιφερειακές ανισότητες.
Θέματα που αναδεικνύονταν δυνατά τις δεκαετίες του 80 και του 90, δημιουργώντας ακόμα και λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με τον, προφανώς ανύπαρκτο, πόλεμο βορρά-νότου, σήμερα έχουν παντελώς εκλείψει. Θα ήταν ελπιδοφόρο εάν αυτό είχε γίνει γιατί αμβλύνθηκαν οι διαφορές.
Δυστυχώς, παρά τους τίτλους στις κοινοτικές ενισχύσεις περί βιωσιμότητας, ανθεκτικότητας, καταρτίσεων και συγκλίσεων, εσχάτως δε και περί συμπεριληπτικότητας, οι περιφερειακές ανισότητες στη χώρα διευρύνονται.
Το παρόν σημείωμα δεν μπορεί παρά μόνον υπό τη μορφή σχολιασμού, να προβάλει κάποια στοιχεία και αυτά, ύστερα από γρήγορη ανάγνωση σχετικών (και σχετικά λίγων) μελετών. Ευρύτερες έρευνες έχουμε, θαρρώ, υποχρέωση να διεξάγουμε όλοι μας, ο καθείς στον τομέα του. Δημοσιογράφοι, πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, οικονομικοί θεσμικοί παράγοντες. Σε μία χώρα που, ένας από τους δείκτες ανάπτυξης, αυτός της ανεργίας, αναδεικνύει 4 ελληνικές Περιφέρειες ανάμεσα στις 10 ευρωπαϊκές με την μεγαλύτερη δυσκολία εύρεσης ασφαλούς εργασίας και κάποιες από αυτές, όπως η Θράκη παρουσιάζει επικίνδυνη εγκατάλειψη και μείωση γεννήσεων, τα πράγματα δεν μπορεί να είναι ευοίωνα.
Σε όσες μελέτες ανέτρεξα, τα στοιχεία που προβάλλονται δείχνουν πως, παρά την προσπάθεια για άμβλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων, η πρόοδος είναι μικρή και το στερεότυπο κέντρο-περιφέρεια, δεν έχασε τίποτα από τη δυναμική του. Σε κάποιες περιπτώσεις, σημειώνεται και οπισθοδρόμηση. Δηλαδή, διεύρυνση των ανισοτήτων. Οι παράγοντες είναι διαχρονικά καταγεγραμμένοι, παρότι στην εποχή μας, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, εν πολλοίς, ακατανόητοι. Ανέκαθεν η γεωμορφολογία ήταν ένα κρίσιμο κριτήριο. Στις μέρες μας, αντί αυτό το χαρακτηριστικό να χάσει τη σημασία του αναφορικά με την τοπική ανάπτυξη, φαίνεται να βαραίνει ακόμα περισσότερο. Κοιτάζοντας την Θεσσαλονίκη, με τα απίθανα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο κυκλοφοριακό, αδιανόητα ακόμα και για τριτοκοσμική πόλη, την τελμάτωση στις αστικές αναπλάσεις και την επιδείνωση του περιβάλλοντος, μπορεί οποιοσδήποτε, με γυμνό μάτι να συνειδητοποιήσει την οπισθοχώρηση. Ας μην αναφέρω ξανά το Τρίγωνο του Έβρου και τις περιοχές που έχει χρόνια να γεννηθεί παιδί.
Αν λοιπόν και αυτή η δυνατότητα οργανωμένων ενισχύσεων χαθεί, ποια επόμενη και πότε, πιθανολογείται ότι θα εμφανιστεί; Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν αναφέρομαι σε επιμέρους έργα, όπως η δημοτική οδοποιία. Αλλά για «ολιστικά Σχέδια» που μπορούν να αλλάξουν τον χαρακτήρα μιας περιοχής.
Τέλος, γιατί αυτή η συζήτηση δεν γίνεται πλέον ούτε πολιτικά ούτε ακαδημαϊκά;
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 11/12.06.2022