Ο πληθωρισμός τροφίμων στην Ελλάδα έπεσε στο 1% τον Ιούνιο: σύμφωνα με τη Eurostat βρίσκεται κάτω από τον ενωσιακό μ.ο. ύψους 1,3%, είναι ο χαμηλότερος από τον Μάιο του ‘21, και υπολείπεται θεαματικά εκείνων σε άλλα μεσογειακά κράτη, όπως σε Ισπανία και Πορτογαλία. Οι τρέχουσες τιμές υγρών καυσίμων είναι επίσης χαμηλότερες εκείνων την άνοιξη, ωστόσο η ακατάπαυστη χρήση κλιματιστικών λόγω της παρατεταμένης ζέστης αναδεικνύει τον έτερο μέγα πονοκέφαλο των Ελλήνων καταναλωτών: τις υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι πλέον αρνητικοί μιλούν για αποτυχία των πολιτικών Μητσοτάκη. Θεωρούν πως θα έπρεπε να συνδυάζεται η λιγνιτοπαραγωγή με τα επεκτεινόμενα φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα, τουλάχιστον ώσπου να ολοκληρωθεί η Πράσινη Μετάβαση. Ο πρωθυπουργός επικρίνεται επειδή επέσπευσε το κλείσιμο των μονάδων (η πρωτοβουλία ξεκίνησε επί ΣΥΡΙΖΑ και επιταχύνθηκε από τη ΝΔ) χωρίς να έχουν οριστικοποιηθεί χρονοδιαγράμματα πρόσθετων επενδύσεων σε ΑΠΕ και αναβάθμισης του δικτύου της ΔΕΔΔΗΕ, ώστε να απορροφηθεί άνετα η γεωγραφική ανακατανομή της παραγωγής. Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, το φετινό καλοκαίρι η χώρα τιμωρείται για την επιπολαιότητα των αμέσως προηγούμενων ετών: ο αναπάντεχης διάρκειας και έντασης καύσωνας από την Ουκρανία μέχρι την Ελλάδα έχει εκτοξεύσει συνολικά τη ζήτηση στην Ανατολική Ευρώπη, με συνέπεια να πιέζονται ανοδικά οι τιμές σε ολόκληρη την ενοποιημένη αγορά. Πολλοί Έλληνες πλέον πιστεύουν ότι η στροφή στις ανανεώσιμες είναι εθνικά ασύμφορη, αν όχι ολέθρια.
Στα πλαίσια των υφισταμένων ενωσιακών ρυθμίσεων, οι εγχώριες χονδρικές τιμές ηλεκτρισμού σαφώς επηρεάζονται από τις άμεσα διασυνδεδεμένες χώρες. Οι ίδιες γειτονικές χώρες είναι σχετικά αποκομμένες από την κεντρική Ευρώπη (εξαιρείται η Ιταλία), συγκροτώντας μια μάλλον κλειστή υποαγορά (σήμερα στα υπόλοιπα Βαλκάνια οι τιμές χονδρικής είναι ~40% υψηλότερες των δικών μας). Δυστυχώς αυτό το γεγονός συνεπάγεται περιόδους όταν η Ελλάδα δεν δύναται να επωφεληθεί από τυχόν πλεονάσματα παραγωγής στα Βόρεια (όπως αυτή τη στιγμή), ή αντίστροφα να εξάγει εκεί σε ικανοποιητικές τιμές όταν καταγράφεται αυξημένη ζήτηση το χειμώνα. Θεωρητικά, η αναβάθμιση των προς κάθε κατεύθυνση διασυνδέσεων θα αμβλύνει τέτοιες διαφορές, όμως ακόμη αργεί (χαρακτηριστικές οι καθυστερήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας στην υλοποίηση του συνδετήριου αγωγού ΕΕ-Ισραηλ, έργου τεράστιας σημασίας για την ενεργειακή ασφάλειά μας).
Δεδομένου πως οι τιμές λιανικής νομοτελειακά εναρμονίζονται με εκείνες της χονδρικής, οι παρατηρούμενες αυξήσεις στους λογαριασμούς είναι αρκετά κατανοητές. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι χάρη στη δεσπόζουσα ΔΕΗ απορροφήθηκε η αύξηση του Ιουνίου (98,89 €/MWh έναντι 81,08 €/MWh τον Μάιο, αλλά ~154 €/MWh χθες, με ~107 € στην Ισπανία και ~121 € στην Ιταλία), ενώ την προηγούμενη εβδομάδα και η κυβέρνηση αντέδρασε στα φαινόμενα κερδοσκοπίας: προανήγγειλε επιβολή έκτακτου φόρου στους χονδρεμπόρους και ταυτόχρονα μερίμνησε ώστε -θεωρητικά- οι καταναλωτές να μη δουν παραπάνω αυξήσεις στους λογαριασμούς του Αυγούστου. Τούτων λεχθέντων, όλοι αναρωτιόμαστε πού οφείλονται οι αλλεπάλληλες αυξομειώσεις. Ως τώρα συνεχώς ακούγαμε πως χρυσοπληρώναμε το ρεύμα λόγω λιγνίτη και πως τα φωτοβολταϊκά θα μας έσωζαν. Τελικά τι συμβαίνει μέσα στο καλοκαίρι, όταν η αντίστοιχη παραγωγή κορυφώνεται;
Παρά το οικολογικό… πακετάρισμα, η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών μας εξασφαλίζεται σε καθοριστικό βαθμό μέσω της καύσης εισαγόμενου -σχιστολιθικού ή… κανονικού- ΦΑ (33% του συνόλου πέρσι, έναντι 38% από ΑΠΕ και 9% από λιγνίτη), με την αναγκαία πρώτη ύλη να αγοράζεται σε διεθνείς τιμές, τιμές γενικά σταθερές κατά τους προηγούμενους μήνες. Συνεπώς, αφού οι περσινές εισαγωγές ρεύματος κάλυψαν μονάχα 13% της ζήτησης, η τιμή κιλοβατώρας δεν θα έπρεπε να σκαρφαλώνει στα τρέχοντα επίπεδα, και άρα κάτι μάλλον συμβαίνει στο ελληνικό χρηματιστήριο ενέργειας. Επί του παρόντος, το EnEx δεν φαίνεται να λειτουργεί υπέρ της πλέον δίκαιης τιμής (και κατ' επέκταση των τελικών καταναλωτών), μα να χαρίζει γενναία υπερκέρδη στους παραγωγούς από φυσικό αέριο, με ελάχιστους μεγάλους παίκτες ουσιαστικά να χειραγωγούν την αγορά. Στις τελικές τιμές για νοικοκυριά και επιχειρήσεις προστίθενται επιβαρύνσεις που κατευθύνονται στην κάλυψη του κόστους διαχείρισης των δικτύων υψηλής, μέσης και χαμηλής τάσης, σε νέες επενδύσεις παραγωγής, μεταφοράς και διανομής, σε ειδικά τιμολόγια αλληλεγγύης προς τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, και τέλος σε διόλου ευκαταφρόνητα ποσά για επιδοτήσεις στις ΑΠΕ και στην κατά τόπους ηλεκτροπαραγωγή των νησιών (με μονάδες μαζούτ, των οποίων η κατάργηση θα συμβεί όταν ολοκληρωθούν οι υποθαλάσσιοι αγωγοί από την ηπειρωτική Ελλάδα).
Όλα τα παραπάνω έχουν πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις • βρέξει-χιονίσει ο μέσος Έλληνας καταλήγει να πληρώνει ακριβότερο ρεύμα σε σχέση με τον μέσο Δυτικοευρωπαίο, ειδικά κατ’ αναλογία στο διαθέσιμο εισόδημα του, εις βάρος της ήδη χαμηλής αγοραστικής του δύναμης • οι υψηλές τιμές ενέργειας μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της μεταποίησης • η απόφαση τερματισμού λειτουργίας των μονάδων λιγνίτη προκάλεσε κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας στη Δυτική Μακεδονία και αξιοσημείωτη πληθυσμιακή συρρίκνωση • οι συνεχείς επενδύσεις σε υποδομές ΑΠΕ και οι εισαγωγές ΦΑ επιβαρύνουν περαιτέρω το ήδη βεβαρυμένο εμπορικό ισοζύγιο • η τοποθέτηση ηλιακών πάνελ σε παραγωγική αγροτική γη αποδυναμώνει τον πρωτογενή τομέα • ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά υποβαθμίζουν το φυσικό τοπίο, βλάπτοντας τουριστικές περιοχές • η μη αξιοποίηση εγχώριων ενεργειακών πόρων (έστω και “βρώμικων”) μεσοπρόθεσμα λειτουργεί κατά της εθνικής ασφάλειας. Τελικά αξίζει τον κόπο όλη αυτή η αναστάτωση; Υπάρχει όντως τόσο σοβαρό πρόβλημα;
Ο φετινός Ιούνιος ήταν ο θερμότερος από τότε που υπάρχουν αριθμητικά δεδομένα, και μεσοσταθμικά η κατάσταση γίνεται χειρότερη χρόνο με τον χρόνο. Η απολύτως υπαρκτή κλιματική αλλαγή συνεπάγεται συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, πιθανώς περισσότερο κρύο τους χειμώνες (ειδικά εφόσον οι θερμοκρασιακές καμπύλες αποδειχθούν μακροπρόθεσμα κυματοειδείς και όχι γραμμικές), και φυσικά ερημοποίηση τεράστιων περιοχών, πρωτίστως σε ζώνες φτώχειας. Οπωσδήποτε διατυπώνονται επιφυλάξεις κατά πόσον ευθύνεται ο άνθρωπος για την υπερθέρμανση της τελευταίας 50ετίας (κυκλοφορεί το αντεπιχείρημα ότι τα πραγματικά αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στον Ήλιο), μα η αποτύπωση των προηγούμενων 20.000 ετών αποδεικνύει ότι η διακύμανση της μέσης θερμοκρασίας της Γης ακολουθεί αρκούντως πιστά αυτή των επιπέδων CO², δηλαδή του πασίγνωστου αερίου του θερμοκηπίου που εκλύεται όταν καίμε ορυκτά καύσιμα (ή εκτρέφουμε βοοειδή). Όταν η ετήσια έκλυση διοξειδίου του άνθρακα προσεγγίζει τα 35 δισ. τόνους δεν έχουμε την πολυτέλεια να αδιαφορούμε.
Παρά ταύτα, η ηχηρή αμφισβήτηση των στοιχείων συχνά οφείλεται στο ότι συνηθίζουμε να μπερδεύουμε τον καιρό με το κλίμα: μπορεί στην Ελλάδα το ‘87 να είχαμε κοντά στους 1.300 νεκρούς και το ‘58 να καταγράφηκαν 47άρια, όμως το πρόβλημα βρίσκεται στους μ.ό., κι αυτοί είναι σίγουρα ανοδικοί. Ωστόσο είναι αναμενόμενο να μην καταλαβαίνουν όλοι τη διαφορά μεταξύ μέσου όρου και στιγμιαίας τιμής, και γενικά να αδυνατούν να αναλύσουν στατιστικές (άλλωστε δεν το διδάσκονται στην ελληνική υποχρεωτική εκπαίδευση). Η αμφισβήτηση επιτείνεται εξαιτίας αμφιλεγόμενων διακρατικών επιλογών. Η πολυθρύλητη Ενεργειακή Μετάβαση έχει καταλήξει κλαυσίγελος: υπάρχουν γενικόλογες δηλώσεις καλών προθέσεων αλλά όχι διεθνής συμφωνία ικανή να δεσμεύει Αμερικανούς, Κινέζους και Ινδούς, οι τεράστιες επενδύσεις σε ΑΠΕ θα αποδειχθούν μάταιες εάν δεν πραγματοποιηθούν άλματα στις υποδομές αποθήκευσης και διανομής του ρεύματος, προωθούνται βιαστικά νέες τεχνολογίες (πχ συστήματα απορρόφησης CO²) χωρίς να υπάρχουν βέβαιοι πελάτες γι αυτές, υιοθετούνται συγχρόνως η ηλεκτροκίνηση και το υδρογόνο (ανταγωνιστικές προσεγγίσεις του ίδιου ζητήματος), δεν πραγματοποιείται σημαντική R&D για καινοτόμες θερμικές μονάδες (πχ με καύση βιομάζας), η ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας εμποδίζεται με επιχειρήματα δεκαετίας ‘80. Αρχικά ακούγαμε για την τρύπα του όζοντος που μετά εξαφανίστηκε, αργότερα η ΕΕ έθεσε στόχους για το 2020 (εκεί τα πήγε καλά), μετά ορίστηκαν πολύ πιo φιλόδοξοι για το ‘30 και το ‘50, ενώ κατόπιν υιοθετήθηκαν μονομερώς οι σκοποί της Συμφωνίας των Παρισίων, η στοχοθεσία βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ και άλλα παρόμοια. Κόντρα σε μια δύσπιστη και φτωχοποιημένη ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, το πώς ακριβώς θα επιτευχθούν όλα αυτά αποτελεί αίνιγμα. Ως Ένωση, δεν γίνεται λοιπόν να πείσεις για την κλιματική αλλαγή και για την ανάγκη αποφασιστικής αντιμετώπισής της όταν δεν καταθέτεις εμφανώς επιδραστικές λύσεις, μα αντίθετα καταφεύγεις σε σαχλές οδηγίες (σαν εκείνη για τα μοτέρ στις ηλεκτρικές σκούπες) ή σε αποσπασματικά χαράτσια (όπως το πρόσφατο δικό μας ΤΑΚΚ).
Αν όχι αδύνατο, μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολο το να πειστεί ο Αναπτυσσόμενος Κόσμος να απαρνηθεί την υλική του πρόοδο για να σωθεί το παγκόσμιο κλίμα, και χωρίς αυτόν το μέλλον της οποιασδήποτε προσπάθειας είναι επιεικώς αβέβαιο.
Ηλιακά πάρκα με δυνατότητες πλήρους αποθήκευσης της πλεονάζουσας παραγωγής, ανακατασκευή των κακοσχεδιασμένων μεγαλουπόλεων (στο πεδίο αυτό η Ελλάδα πάσχει βαριά), παραγωγή τροφίμων (ειδικά κρέατος) με εντελώς νέες μεθόδους, μικρά πυρηνικά εργοστάσια, ηλεκτροπαραγωγή από κύματα, μεταβολή των καταναλωτικών συνηθειών για μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, ολόφρεσκη αντιμετώπιση της αυτοκίνησης και πάταξη της κερδοσκοπίας θα επιδρούσαν θετικά και θα απομάκρυναν το μοιραίο για μερικές δεκαετίες • για χρονικό διάστημα ίσως αρκετό ώστε να αποφασίσουν τη συμμετοχή τους στη συλλογική προσπάθειά αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής οι Ασιάτες, οι Νοτιοαμερικανοί και οι Αφρικανοί.
Πάντως εάν δεν ξεβολευτούμε όλοι μαζί, μας περιμένει ένα μέλλον θεαματικών φυσικών καταστροφών, επισιτιστικών κρίσεων και μεταναστευτικών ροών που όμοιές τους δεν θα έχουμε ξαναδεί. Ένα μέλλον που θα φέρνει περισσότερο σε σκηνικό του Mad Max παρά σε όσα έχουμε συνηθίσει ως φυσιολογικά.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21.07.2024