Το 1923, όταν η British Society of Friends (Βρετανική Εταιρεία Φίλων) των Κουακέρων έφθασε στη Θεσσαλονίκη, έστησε την έδρα και το αρχηγείο της στην «Κιβωτό» της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής και με την πρόσληψη ειδικευμένων γιατρών συνέβαλε με συστηματικό τρόπο στην αποκατάσταση των προσφύγων.
Η «Κιβωτός», ένα κτίριο με παράξενο σχήμα, στέγαζε ανθρώπους, ζώα και την παραγωγή της Σχολής, από εκεί προμήθευαν οι μαθητές της σπόρους σιτηρών στους πρόσφυγες για να τους καλλιεργήσουν και εκεί φυλασσόταν μέρος της συγκομιδής που επέστρεφαν οι ωφελούμενοι για να δοθεί στη συνέχεια σε άλλους που είχαν ανάγκες.
Πτυχές του έργου αρωγής και αποκατάστασης της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης, στις πολύ δύσκολες στιγμές της προσφυγιάς, παρουσίασαν η προϊσταμένη της Βιβλιοθήκης «Δημήτρης και Αλίκη Περρωτή» της ΑΓΣ, Δαμιάνα Κουτσομίχα και η ιστορικός από το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς Μαρία Καζαντζίδου, στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο «Η επόμενη μέρα μετά την Καταστροφή», στη Θεσσαλονίκη.
Οι Κουακέροι ανέλαβαν πολλά από τα προγράμματα που είχαν εγκαινιάσει οι μαθητές και το προσωπικό της Σχολής από τις πρώτες μέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτέλεσε ο Arthur Bertholf, σύμφωνα με τις κ.κ. Κουτσομίχα και Καζαντζίδου, ο οποίος ήταν καθηγητής μαθηματικών στη Σχολή και εργάστηκε συστηματικά με του Κουάκερους για την οργάνωση προγραμμάτων αρωγής. Μαθητές - πρόσκοποι της Σχολής, υπό την καθοδήγησή του, εξορμούσαν με αποστολή τον δανεισμό σπόρων σιταριού στους πρόσφυγες. Το 1923, το 76% των αγροτών στη Μακεδονία απασχολούνταν στην καλλιέργεια δημητριακών, κυρίως σιταριού, μιας και αυτό είχε ταχύτερη απόδοση.
Η Γεωργική Σχολή τηρούσε αυστηρά τον κανόνα να μην χαρίζει τίποτε απευθείας, αλλά να προσφέρει εργασία ή να δανείζει προμήθειες, με τον όρο ότι πρόσφυγες θα ξεπλήρωναν το δάνειο σε είδος, όπως τους είχε δοθεί. Οι μεγαλύτεροι μαθητές παρέδιδαν τους σπόρους σιταριού στους πρόσφυγες αγρότες, οι οποίοι την εποχή της συγκομιδής επέστρεφαν την ποσότητα που είχαν δανειστεί. Οι σπόροι που επιστρέφονταν, δανείζονταν σε άλλους πρόσφυγες και με τον τρόπο αυτό ωφελούνταν περισσότερες οικογένειες.
Η «Κιβωτός» κατασκευάστηκε με χρήματα που δώρισε η Bible Lands Mission Aid Society (BLMAS) και έγινε ο χώρος όπου φυλάσσονταν η παραγωγή. Ο λόγος που ονομάστηκε «Κιβωτός» ήταν το παράξενο σχήμα της και το γεγονός πως στέγαζε ανθρώπους, ζώα και την παραγωγή της Σχολής.
Μέχρι το 1924, η Αμερικανική Γεωργική Σχολή, σε συνεργασία με την Society of Friends, την BLMAS και την Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών εργαζόταν σε μία ακτίνα περίπου 50 χιλιομέτρων από τις εγκαταστάσεις της, όπου εντάσσονταν 50 χωριά με συνολικά 300 οικογένειες, επισημαίνουν οι κ.κ. Κουτσομίχα και Καζαντζίδου.
Οι μαθητές της Σχολής, οι οποίοι είχαν υπό την «εποπτεία» τους τις οικογένειες αυτές, λειτουργούσαν επιπρόσθετα και ως σύνδεσμος μεταξύ οικογενειών και των λειτουργών των προγραμμάτων αρωγής.
Το 1924, κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, μαθητές κατέγραψαν τις συνθήκες διαβίωσης στις οικογένειες αυτές. Η μετακίνησή τους γινόταν με γαϊδουράκια και περνώντας μέσα από λασπωμένα και παγωμένα μονοπάτια έπρεπε να μεταφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερες προμήθειες για τη συντήρηση των προσφυγικών οικογενειών.
Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν από την καταγραφή αυτή ήταν απελπιστικές, αλλά άκρως διαφωτιστικές για την πραγματική κατάσταση που βίωναν οι πρόσφυγες δύο χρόνια μετά την ανταλλαγή πληθυσμών. Όπως διαπίστωσαν οι μαθητές «υπήρχαν πολλές οικογένειες που ζούσαν μέσα σε στάβλους χωρίς σκεπή, έχοντας για στρώμα σακιά και άχυρα, ενώ για σκεπάσματα υπήρχαν το πολύ δύο κουβέρτες για έξι άτομα».
Το Princeton Hall- Κοιτώνας για πρόσφυγες που χτίστηκε από πρόσφυγες
Στις 5 Δεκεμβρίου 1922, η Αμερικανική Γεωργική Σχολή πληροφορήθηκε με τηλεγράφημα από το Συμβούλιο των Εφόρων ότι της είχε δοθεί δωρεά 2.000 δολαρίων για να ξεκινήσουν τα έργα κατασκευής ενός κοιτώνα που θα στέγαζε τα ορφανά προσφυγόπουλα.
Οικογένειες προσφύγων ενημερώθηκαν ότι υπήρχε εργασία στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Την επόμενη μέρα, οι πρόσφυγες εργάτες άρχισαν να μεταφέρουν πέτρες για τα θεμέλια του Princeton Hall. Το μέρος έμοιαζε όλο και περισσότερο με προσφυγικό καταυλισμό, καθώς πρόχειρα κτίσματα στήθηκαν βιαστικά για να στεγάσουν τους εργάτες.
Επική ιστορία χαρακτηρίζουν οι κ.κ. Κουτσομίχα και Καζαντζίδη την ανέγερση του Princeton Hall, τονίζοντας ότι περίπου 1.000 πρόσφυγες απασχολήθηκαν στο χτίσιμο. Με σκοπό να μοιραστούν μεροκάματα σε όσο το δυνατόν περισσότερους, οι εργάτες δούλευαν κατά ομάδες, οι οποίες εναλλάσσονταν κάθε λίγες εβδομάδες. Οι τοίχοι ολόκληρου του κτιρίου κατασκευάστηκαν από γρανίτη που εξορύχτηκε από μια έκταση που ανήκε στη Σχολή.
Το οικοδόμημα είχε κοιτώνες για 250 αγόρια, κουζίνα, τραπεζαρία, αίθουσα ψυχαγωγίας, αίθουσα συγκεντρώσεων, και διαμερίσματα για τους καθηγητές.
Η προσφυγιά του 1922 μέσα από τα μάτια του διευθυντή της Σχολής, Τσάρλι Χάουζ
Στο Ιστορικό Αρχείο της Αμερικανικής Σχολής Θεσσαλονίκης υπάρχει πλήθος επιστολών του Τσάρλι Χάουζ, που υπήρξε ο δεύτερος διευθυντής της, οι οποίες περιγράφουν με έντονο τρόπο την άφιξη των πρώτων προσφύγων στη Θεσσαλονίκη, όπως επισημαίνουν οι κ.κ. Κουτσομίχα και Καζαντζίδη.
Σε μία από αυτές τις επιστολές προς την σύζυγο του Αν Κέλογκ Τσάπμαν στις 28 Σεπτεμβρίου 1922, αναφέρει: «Οι παραζαλισμένοι πρόσφυγες από τη Σμύρνη συνωθούνται στην πόλη κατά χιλιάδες. Τέτοια θλιβερή μοίρα με οικογένειες χωρισμένες και χωρίς ιδέα για το που βρίσκονται τα άλλα μέλη τους. Τις προάλλες ήταν εδώ ένας από τους μαθητές μας. Είχε σώσει τη ζωή του, αφού έζησε 14 μέρες σε ένα χωράφι… Είχε κόψει τα παντελόνια του στο ύψος των γονάτων για να μοιάζει με μικρότερο παιδί, καθώς οι Τούρκοι έπαιρναν όσους άντρες και εφήβους δεν σκότωναν και τους έστελναν στο στρατό τους».
Δεκαπέντε μέρες μέρες μετά την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη, ο Τσάρλι Χάουζ έγραψε στην σύζυγό του πως κάθε μέρα που περνούσε η κατάσταση επιδεινωνόταν: «Φαίνεται πως υπάρχει πραγματική διάθεση εκ μέρους του κόσμου να βοηθήσει, αλλά έχει ξεπεραστεί κάθε όριο ώστε η κατάσταση να μπορεί να αντιμετωπιστεί με ιδιωτικές προσπάθειες και ακόμη δε φαίνεται να υπάρχει κανένα επαρκές δημόσιο όργανο σε λειτουργία. Είναι πιθανόν ότι, αν δεν φτάσουν σιτηρά πολύ γρήγορα, ο κόσμος θα μείνει χωρίς ψωμί».
Ο Τσάρλι Χάουζ διετέλεσε διευθυντής της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής έως το 1955. Σε ραδιοφωνική συνέντευξή που έδωσε το 1956, ηχητικό απόσπασμα της οποίας παρουσίασαν οι κ.κ. Κουτσομίχα και Καζαντζίδου επισημαίνει ότι «στην Ελλάδα είδε πολλές δυσκολίες και εκείνο που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η προσφυγιά το 1922, την οποία ποτέ δεν θα ξεχάσω».