Μια… διαβολοεβδομάδα έκλεισε αυτές τις ημέρες για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που βρέθηκε αντιμέτωπος με πολύ σημαντικά ζητήματα τόσο σε επίπεδο οικονομίας όσο και εθνικών θεμάτων. Λίγες μόνο ώρες μετά την οριστικοποίηση της τελικής συμφωνίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο προϋπολογισμό της ΕΕ, που ικανοποίησε πλήρως τη χώρα μας, άρχισε να κορυφώνεται η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο με την τουρκική Navtex να προαναγγέλλει έρευνες νότια του Καστελόριζου.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός φάνηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης να είναι ιδιαίτερα ήρεμος, αλλά και αποφασισμένος. Αυτό έλεγαν όλοι οι βουλευτές που τον συνάντησαν την Τετάρτη το βράδυ στη Βουλή κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας για την Εξεταστική Επιτροπή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, που διεξήχθη σε μία στιγμή που στο Αιγαίο η κατάσταση φαινόταν να οξύνεται. «Εξέπεμψε ηρεμία και αποφασιστικότητα», έλεγαν όσοι συνομίλησαν μαζί του, ενώ ο αρμόδιος υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος σημείωνε με νόημα ότι «είμαστε επί τόπου και είμαστε αποφασισμένοι».
Ταυτόχρονα η στρατηγική της κυβέρνησης ήταν να διατυπώσει ένα διπλό μήνυμα προς την Τουρκία. Από τη μία με τη δημιουργία ενός αρραγούς εθνικού μετώπου στο εσωτερικό και από την άλλη με τη στήριξη των ελληνικών θέσεων από τους συμμάχους της χώρας στο εξωτερικό. Οι συναντήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με τους πολιτικούς αρχηγούς, που πραγματοποιήθηκαν την Πέμπτη και την Παρασκευή, επιβεβαίωσαν την εθνική ενότητα, την ομοψυχία και την ομοφωνία για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Ο πρωθυπουργός ενημέρωσε τον Αλέξη Τσίπρα, την Φώφη Γεννηματά, τον Κυριάκο Βελόπουλο τον Δημήτρη Κουτσούμπα και τον Γιάνη Βαρουφάκη για τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών και την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.
Παρά τις επιμέρους αντιθέσεις από τις συναντήσεις έγινε σαφές ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας στέκεται ενωμένη απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις και ότι ο γόνιμος διάλογος και η συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων αποτελούν σταθερή επιδίωξη του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση κατάφερε να κινητοποιήσει τον διεθνή παράγοντα και τους συμμάχους της χώρας που εξέπεμψαν με παρεμβάσεις ένα ισχυρό μήνυμα στήριξης. Κορωνίδα αυτών των παρεμβάσεων υπέρ των ελληνικών θέσεων μπορεί να θεωρηθεί η ανάρτηση δήλωσης στο Fb από τον Εμανουέλ Μακρόν στα ελληνικά. «Για μια ακόμη φορά, θέλω να εκφράσω την πλήρη αλληλεγγύη της Γαλλίας προς την Κύπρο και την Ελλάδα απέναντι στις τουρκικές παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους. Δεν πρέπει να δεχτούμε να απειλείται ο θαλάσσιος χώρος ενός κράτους-μέλους της ΕΕ», σημείωσε ο Γάλλος πρόεδρος.
Σημαντική θεωρείται και η παρέμβαση της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία την Τρίτη είχε τηλεφωνικές επαφές με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ταγίπ Ερντογάν, ενώ οι δηλώσεις από τη γερμανική πλευρά επιβεβαίωσαν την πυροσβεστική παρέμβαση σε μία προσπάθεια αποκλιμάκωσης της έντασης.
Σαφές μήνυμα έστειλε και ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα Τζέφρι Πάιατ, λέγοντας ότι το Καστελλόριζο, όπως όλα τα νησιά και η ηπειρωτική χώρα, διαθέτει υφαλοκρηπίδα, ενώ λίγο αργότερα ακολούθησε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο διεμήνυσε ότι ανησυχεί και ζήτησε από την Τουρκία να σταματήσει τις προκλητικές ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το βράδυ της Πέμπτης ήρθε και η τηλεφωνική επικοινωνία του πρωθυπουργού με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον οποίο συζήτησαν την κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη περιοχή, καθώς και το ζήτημα της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, γεγονός που αποτελεί πρόκληση για όλη την Ορθοδοξία.
Επακολούθησαν οι τηλεφωνικές επαφές με τον πρόεδρο της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, αλλά και τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη, αλλά και μία σαφής δήλωση του πρωθυπουργού την Παρασκευή με αφορμή τη συμπλήρωση 46 χρόνων από την επέτειο της Αποκατάστασης της Δημοκρατίας για το θέμα της Αγίας Σοφίας.
«Η φετινή επέτειος βρίσκει όλο τον πλανήτη πολιορκημένο από την πανδημία. Και τη διεθνή οικονομία σε κραδασμούς. Με ταραχοποιούς, όπως η Τουρκία, να απειλούν την ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο, αμφισβητώντας κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος και της Κύπρου. Αλλά και προσβάλλοντας τον πολιτισμό του 21ου αιώνα, με πράξεις όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος», σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης.
Και πρόσθεσε: «Τα όσα συμβαίνουν αυτή την ημέρα στην Κωνσταντινούπολη, δεν είναι εκδήλωση ισχύος αλλά απόδειξη αδυναμίας. Δεν έχουν ασφαλώς τη δύναμη να σκιάσουν την ακτινοβολία ενός μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς. Κηλιδώνουν όμως αξίες οικουμενικές. Γι’ αυτό και απαιτούν καταδίκη οικουμενική. Ειδικά για εμάς τους Έλληνες Χριστιανούς Ορθόδοξους η Αγία Σοφία είναι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ στις ψυχές μας. Εκεί χτυπάει η καρδιά μας. Μετατρέποντας τη θλίψη σε δύναμη, ψυχραιμία και ενότητα. Γιατί η Αγία Σοφία υπάρχει ακριβώς για να μας ενώνει όλους, καλώντας μας να κοιτάμε μόνο ψηλά. Και έτσι θα μείνει για πάντα», σημείωσε.
Σημαντική κρίνεται και η παρέμβαση που έκανε ο πρωθυπουργός με αφορμή την επέτειο συμπλήρωσης δύο χρόνων από την τραγωδία στο Μάτι. «Στον τόπο αυτόν πριν από δύο χρόνια το κράτος κατέρρευσε μέσα στις φλόγες της ανεπάρκειας και τις στάχτες της συγκάλυψης. Σήμερα το κράτος υπάρχει, εργάζεται, προσπαθεί. Τιμούμε το Μάτι γιατρεύοντας τις πληγές του. Και φέρνοντας πιο γρήγορα την αρχή της καινούργιας, αισιόδοξης ζωής του», σημείωσε με νόημα ο πρωθυπουργός για ένα θέμα που εξαιτίας και των πρόσφατων αποκαλύψεων βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής επικαιρότητας και η οποία βρίσκεται πλέον στα χέρια της Δικαιοσύνης.
Ο ανασχηματισμός
Τα καλά νέα βέβαια ήρθαν από τις Βρυξέλες. Η οριστικοποίηση του πακέτου των 70 δισ. που θα κατευθυνθούν το επόμενο διάστημα προς τη χώρα μας ανοίγει μεγάλους ορίζοντες για την ανάπτυξη και ξεκλειδώνει οριστικά και τον ανασχηματισμό που συζητιέται έντονα εδώ και καιρό. Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης είχε βάλει φρένο στη σχετική συζήτηση, παραπέμποντας τις αλλαγές για μετά την συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης που πλέον είναι πραγματικότητα.
Οι όποιες αλλαγές που είναι πιθανόν να πραγματοποιηθούν είτε πολύ άμεσα είτε λίγο μετά τις φετινές διακοπές του πρωθυπουργού τον Δεκαπενταύγουστο δεν αναμένονται να είναι μεγάλες. Θα περιοριστούν στην οργανωτική στήριξη της κυβέρνησης για την αξιοποίηση του Ταμείου (ακούγεται έντονα το όνομα του υφυπουργού οικονομικών Θόδωρου Σκυλακάκη), καθώς και σε αντικαταστάσεις υπουργών και υφυπουργών που φαίνεται ότι δεν έχουν ικανοποιήσει με την απόδοσή τους τον πρωθυπουργό. Σε αυτή την κατηγορία φαίνεται ότι ανήκουν οι υπουργοί Εργασίας και Τουρισμού Γιάννης Βρούτσης και Χάρης Θεοχάρης.
Τέλος στο μέτωπο του κορονοϊού και ενώ τα κρούσματα δε φαίνεται να υποχωρούν η κυβέρνηση σφίγγει σιγά σιγά τα μέτρα ιδιαίτερα σε ότι αφορά την είσοδο στα χερσαία σύνορά μας.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26 Ιουλίου 2020