Του Βασίλη Κεχαγιά
Είναι γνωστό ότι η παραπομπή των πραξικοπηματιών της 21ης Απριλίου σε δίκη προκλήθηκε κατόπιν μηνύσεως του δικηγόρου Αθηνών, Αλέξανδρου Λυκουρέζου. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1974 κατέθεσε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών τη σχετική μήνυση εναντίον δεκαπέντε αξιωματικών, «επί εσχάτη προδοσία». Ένα μήνα αργότερα ακολούθησε με παρόμοια ενέργεια η Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων Αθηνών (Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Γρηγόρης Κασιμάτης, Ανδρέας Αναγνωστάκης, Φοίβος Κούτσικας), τούτη τη φορά εναντίον 52 αξιωματικών.
Σίγουρα προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως μία τόσο σημαντική ενέργεια τιμωρίας των όσων κατέλυσαν τη δημοκρατία αφέθηκε στην ιδιωτική πρωτοβουλία, κάτι για το οποίο θα μπορούσε να φαντάζει ολιγωρούσα η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Ωστόσο, μάλλον ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής γνώριζε τις προθέσεις του Λυκουρέζου, ίσως και να τις υπέθαλψε. Στην κρίσιμη μεταβατική φάση της μεταπολίτευσης, με τους υποστηρικτές του δικτατορικού καθεστώτος να νοσταλγούν την επάνοδό του, με το κυπριακό να αποτελεί δυσεπίλυτο κόμπο και με την ισχυρή απαίτηση της εθνικής ομοψυχίας, ώστε να πατήσει στα πόδια της η νεότευκτη δημοκρατία, ο Καραμανλής δε θα επιθυμούσε να φανεί εκδικητικός. Με την κίνηση των δικηγόρων-μηνυτών, έμοιαζε αμέτοχος της παραπομπής, την οποία ασφαλώς επιθυμούσε. Άλλωστε, η σχετική στάση ενισχύθηκε και από την ταχύτατη μετατροπή της θανατικής καταδίκης σε ισόβια κάθειρξη (με το «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια» να τηρείται απαρεγκλίτως).
Το πρόβλημα το οποίο ανέκυψε, για τον ανακριτή, Εφέτη Γιάννη Βολτή, ήταν το απροετοίμαστο νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση μιας ανάλογης πραξικοπηματικής ενέργειας. Το πρόβλημα λύθηκε με τη συντακτική πράξη της 3ης Οκτωβρίου του 1974, όταν και θεσπίστηκε η ποινική δίωξη «των πρωταιτίων πολιτικών εγκλημάτων και προπαρασκευαστικών πράξεων» στρεφομένων κατά της συνταγματικής τάξεως. Όσο για τον όρο πρωταίτιοι αναφερόταν σε όσους «εμπνευσθέντες την εγκαθίδρυσιν του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 κατήρτισαν το σχετικόν δια την πραγματοποίησιν του σχεδίου ενεργειών και απεφάσισαν την εφαρμογήν του, ην επραγματοποίησαν δι’ ενεργειών και πράξεων, είτε ιδικών των, είτε ετέρων προσώπων, εις α προκάλεσαν την απόφασιν συμμετοχής των εις τας πράξεις εκτελέσεως του πραξικοπήματος...». Σύμφωνα με αυτό οι παραπεφθέντες σε δίκη ήσαν τελικά είκοσι, ενώ κάποιοι άλλοι βρέθηκαν κατηγορούμενοι στη «δίκη των βασανιστών».
Στη θέση του προέδρου του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών βρέθηκε ο έμπειρος εφέτης Ιωάννης Ντεγιάννης (ενδέκατος στη σχετική επετηρίδα), ενώ εισαγγελέας ορίστηκε ο Κωνσταντίνος Σταμάτης. Οι μάρτυρες κατηγορίας έφθασαν τους 65, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Γεώργιος Ράλλης, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Χαρίλαος Φλωράκης, ο Ηλίας Ηλιού, ο Παναγής Παπαληγούρας, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Μπίτσιος.
Η δίκη ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου του 1975 σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού. Τα μέτρα ασφαλείας εξαπλώθηκαν σε μία ακτίνα τριών χιλιομέτρων. Από τις 8.30 άρχισαν να καταφθάνουν οι δικαστικοί, ενώ ένα αυτοκίνητο μετέφερε στο πορτ μπαγκάζ του τον ογκώδη φάκελο της δικογραφίας. Φυσικά, πριν φέξει ο ήλιος είχαν αρχίσει να αποζητούν μία θέση στην αίθουσα κόσμος και δημοσιογράφοι.
Κηρύσσοντας την έναρξη της διαδικασίας, ο Ιωάννης Ντεγιάννης εκφώνησε τα ονόματα των κατηγορουμένων, ενώ ο εισαγγελέας ανέγνωσε το κατηγορητήριο, με βάση το οποίο θα δικάζονταν. Αρχικώς, η ανάκριση προσδιόρισε τον αριθμό των πρωταιτίων σε 112, έφθασε στους 24, για να καθίσουν στο εδώλιο, τελικώς, οι είκοσι από αυτούς. Γεώργιος Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος, Ιωαννίδης, Λαδάς, Σπαντιδάκης, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, Αγγελής, Ζωιτάκης, Ρουφογάλης, Λέκκας, Μπαλόπουλος, Σταματελόπουλος, Χατζηπέτρου, Γκαντώνας, Καραμπέρης, Καρύδας, Κωνσταντόπουλος, Ντερτιλής και Τσάκας ήσαν αυτοί.
Ο Ασλανίδης είχε διαφύγει στο εξωτερικό, οι Κωτσέλης και Παλαιολόγος φυγοδικούσαν, ενώ ο Θεοφιλογιαννάκος θα παραπεμπόταν στη δίκη των βασανιστών. Οι υπόλοιποι 78 εκρίθησαν παραπεμπταίοι στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Ενδιαφέρον έχει η απαλλαγή δια βουλεύματος όσων συνεργάστηκαν ως υπουργοί με τη δικτατορία, αφού το αδίκημα τους χαρακτηρίστηκε «στιγμιαίο». Επρόκειτο για μία πράξη ουσιαστικής έμμεσης και ουσιαστικής απαλλαγής ενός μέρους του ελληνικού λαού, το οποίο ανέπτυξε φιλοχουντική στάση, αλλά η κοινωνία, μέσω της δικαιοσύνης, τους αποδέχονταν, ούτως ώστε να μη λάβουν γενικευμένο χαρακτήρα οι διώξεις, αλλά να εντοπιστούν πραγματικά στους πρωταίτιους.
Οι κατηγορίες οι οποίες βάραιναν τους είκοσι αυτούς, σύμφωνα με το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, είχαν ως εξής:
1. Ηνωμένοι έλαβον τα όπλα άνευ αδείας, προσκληθέντες δε υπό των αρχηγών των ηρνήθησαν να καταθέσουν ταύτα. Αντιθέτως, ετέλεσαν βιαιοπραγίες κατά προσώπων και πραγμάτων και ετάραξαν την κοινήν ησυχίαν και την ειρήνην. Εκινητοποίησαν εντός της πόλεως των Αθηνών και των προαστίων αυτής άρματα μάχης, μονάδας πεζικού, καταδρομών, ΕΣΑ και δι’ αυτών προέβησαν εις τον περιορισμών εις τα ανάκτορα Τατοΐου του ανωτάτου άρχοντος τότε, του βασιλέως Κωνσταντίνου, εις συλλήψεις των προέδρων και των υπουργών της Κυβερνήσεως, ανωτάτων και ανωτέρων αξιωματικών, των υπουργών της Κυβερνήσεως, πολιτικών ηγετών και χιλιάδων πολιτών και τέλος την απαγόρευσιν της κυκλοφορίας των πολιτών, εις τας οδούς των Αθηνών και των άλλων πόλεων της χώρας. Του ως άνω εγκλήματος της στάσεως ετύγχανον υποκινηταί και ετέθησαν επικεφαλής.
2. Την αυτήν ως άνω ημέραν δια βίας σωματικής και δι' απειλών τοιαύτης: α) Παρεκώλυσαν τον ανώτατοτον άρχοντα από της ασκήσεως της εκ του Συντάγματος του 1952 εξουσίας αυτού και εξηνάγκασαν αυτόν εις επιχείρησιν πράξεως απορρεούσηε εκ της εξουσίας ταύτης, β) μετέβαλαν το πολίτευμα του κράτους. Ητοι, δι’ αυτών των ως άνω αναφερθέντων στρατιωτικών μονάδων κατέλαβαν καίρια σημεία της πόλεως των Αθηνών (ΑΣΔΕΝ, Ραδιοφωνικόν σταθμόν κ.λπ.), διέκοψαν τις τηλεπικοινωνίες, μετέδιδαν δια του Ραδιοφωνικού σταθμού το αναληθούς περιεχομένου μήνυμα ότι δια διατάγματος, φέροντος την υπογραφήν του Βασιλέως και των μελών της Κυβερνήσεως, εκηρύχθη η χώρα εις κατάστασιν πολιορκίας, κατέλυσαν την υπό τον Π. Κανελλόπουλου νόμιμον Κυβέρνησιν και περικύκλωσαν τα ανάκτορα Τατοΐου, ένθα διέμενεν ο Βασιλεύς. Απεμόνωσαν τούτον από του προέδρου της Κυβερνήσεως, μελών αυτής, ανωτάτης ηγεσίας των Ε.Δ. και δι’ αποστερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας, ότι δι’ απειλής περί κηρύξεως εμφυλίου πολέμου και επελεύσεως αιματοχυσίας, εστέρησαν αυτόν από τη συνταγματικήν εξουσίαν του προς σύγκλησιν Βουλής, παρεκώλυσαν την εξουσίαν αυτού προς διορισμόν κυβερνήσεως, απεπειράθησαν να εξ αναγκάσουν αυτόν προς διορισμόν στρατιωτικής κυβερνήσεως υπό τον Γρηγόριον Σπαντιδάκην και εξηνάγκασαν αυτόν όπως προβή εις τον διορισμόν νέας, ουχί της εκλογής του κυβερνήσεως υπό πρόεδρον Κωνσταντίνον Κόλλιαν, της ιδίας αυτών εκλογής και αρεσκείας. Τέλος μετέβαλαν το πολίτευμα του κράτους από το της Βασιλευομένης Δημοκρατίας εις το καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967».
Οι ημερομηνίες
1974:
20 Ιουλίου, αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, εν μέσω κρίσης του Κυπριακού.
9 Σεπτεμβρίου, κατάθεση μήνυσης «επί εσχάτη προδοσία» από το δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο εναντίον των πραξικοπηματιών της χούντας.
3 Οκτωβρίου, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας εκδίδει Συντακτική Πράξη, με την οποία το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών ορίζεται αρμόδιο για την εξέταση της μήνυσης.
10 Οκτωβρίου, η Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων
καταθέτει κι αυτή μήνυση κατά 52 αξιωματικών.
1975:
2 Φεβρουαρίου, ξεκινάει η ανακριτική διαδικασία στο Συμβούλιο των εν Αθήναις Εφετών.
28 Απριλίου, περατώνεται η ανακριτική διαδικασία.
25 Ιουλίου, αρχίζει η δίκη των πραξικοπηματιών σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο των φυλακών Κορυδαλλού.
23 Αυγούστου, ανακοινώνονται οι αποφάσεις του δικαστηρίου από τον πρόεδρο Ιωάννη Ντεγιάννη.