«Η δημογραφική εικόνα της χώρας μας διαφέρει σήμερα σημαντικά από αυτήν των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Έχουμε: i) υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού μας σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας, ii) μια σημαντική αύξηση του προσδόκιμου ζωής μας, iii) μείωση της γονιμότητας (του αριθμού δηλ. των παιδιών που έφεραν στον κόσμοι οι γενεές που γεννήθηκαν κυρίως μετά το 1960, εξ’ ου και η μετά το 1980 ταχύτατη μείωση των γεννήσεων), iv) μείωση των γάμων, αύξηση των διαζυγίων και των συμφώνων συμβίωσης με αποτέλεσμα την αλλαγή της σύνθεσης και της δομής των νοικοκυριών και των οικογενειών με την ανάδυση νέων οικογενειακών μοντέλων, v) συνεχή αύξηση του ειδικού βάρους των 65 ετών και άνω (άμεση επίπτωση της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της μείωσης της γονιμότητας) vi) αύξηση των θανάτων λόγω της δημογραφικής γήρανσης, μιας αύξησης που σε συνδυασμό με την μείωση των γεννήσεων οδήγησε στην εμφάνιση μετά το 2010 σε εθνικό επίπεδο αρνητικών φυσικών ισοζυγίων. Επίσης, έχουμε παρουσία αλλοδαπών που στη μεγάλη τους πλειοψηφία εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, αυξάνοντας τον πληθυσμό τους και συμμετέχοντας ενεργά στη γεννητικότητα (άνω του 10% % των γεννήσεων της περιόδου της 2004-2021 προήλθαν από αλλοδαπές μητέρες), και, τέλος, μια αναστροφή σε εθνικό επίπεδο των μεταναστευτικών ισοζυγίων, που από θετικά μέχρι το 2010 μετατράπηκαν σε αρνητικά και, που σε συνδυασμό με τα επίσης αρνητικά φυσικά ισοζύγια, προκάλεσαν την μείωση του πληθυσμού μας μετά το 2010». Πρόκειται για τα εισαγωγικά στοιχεία που παραθέτουν οι καθ. Βύρων Κοτζαμάνης και Βασίλη Παππάς, στο 47ο τεύχος των «Δημογραφικών Νέων», ενός ψηφιακού δελτίου που συνεκδίδουν το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ) και το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ)του Παν. Θεσσαλίας
Αν φύγουμε από το εθνικό επίπεδο, γράφουν οι δυο αυτοί ερευνητές, θα διαπιστώσουμε όμως σημαντικές διαφοροποιήσεις όλων σχεδόν των δημογραφικών δεικτών, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε ενδοπεριφερειακό επίπεδο αναφέροντας στη συνέχεια ότι η εικόνα διαφέρει όχι μόνον από Περιφέρεια σε Περιφέρεια αλλά και στο εσωτερικό κάθε μιας από αυτές (ανάμεσα στις Περιφερειακές Ενότητες και τους Δήμους της, και, συχνά ακόμη περισσότερο, ανάμεσα στις Δημοτικές Ενότητες και Κοινότητές της). Στο πρόσφατο δε τεύχος των «Δημογραφικών Νέων», οι Κοτζαμάνης και Παππάς επικεντρώνονται στη Θεσσαλία, αναδεικνύοντας ειδικότερα με τη βοήθεια των χαρτών που δημιουργούν κάποιες από τις υφιστάμενες έντονες ενδοπεριφερειακές διαφοροποιήσεις, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι η εικόνα που δίνουν αναφέρεται στην προ του Ιανού και Ντάνιελ περίοδο καθώς δεν στάθηκε δυνατόν να συμπεριλάβουν και τις επιπτώσεις στους δημογραφικούς δείκτες των δύο αυτών φαινομένων λόγω πλήρους έλλειψης δεδομένων.
Η Θεσσαλία με βάση τα αποτελέσματα των αναλύσεων τους που συνοπτικά παρουσιάζουν, δεν βρίσκεται στην πλέον δυσμενή δημογραφικά θέση συγκρινόμενη με τις λοιπές ελληνικές Περιφέρειες αν και, προσελκύοντας ένα σχετικά μικρό αριθμό οικονομικών μεταναστών τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, είχε από τις μικρότερες αυξήσεις του πληθυσμού το 1991-2001, μια πολύ μικρή μείωση την δεκαετία 2011-2021 (δεκαετία κατά την οποία όλες οι ελληνικές Περιφέρειες -εκτός της Κρήτης και του Ν. Αιγαίου- έχασαν πληθυσμό), και τέλος μια μεγαλύτερη μείωση (-6%) το 2011-2021, υπερδιπλάσια αυτής (-3%) της χώρας.
Εξετάζοντας τους δείκτες θνησιμότητας και γονιμότητας, οι δυο ερευνητές αναφέρουν ότι αυτοί βρίσκονται κοντά στους εθνικούς μέσους όρους με μικρές σχετικά διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις πέντε Περιφερειακές Ενότητές της Θεσσαλίας, η οποία έχει σχετικά «ήπια» αρνητικά φυσικά Ισοζύγια και δεν είναι από τις πλέον γερασμένες Περιφέρειες της χώρας. Σε ενδοπεριφερειακό επίπεδο (σε επίπεδο Δήμων και Δημοτικών Ενοτήτων), όμως, με βάση τα στοιχεία που παραθέτουν, και χαρτογραφούν οι αποκλίσεις από τους μέσους περιφερειακούς όρους (μεταβολές του συνολικού πληθυσμού, ηλιακές δομές/γήρανση- νεότητα, φυσικά ισοζύγια κ.ο.κ.) είναι σημαντικές για την πλειοψηφία των Δήμων και Δημοτικών Ενοτήτων του μη πεδινού τμήματός της Θεσσαλίας, που βρίσκονται σε ιδιαίτερα προβληματική θέση (στα πρόθυρα της δημογραφικής κατάρρευσης αναφέρουν ειδικότερα, με επιπτώσεις στην οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή της). Στην κατάσταση αυτή συνέτεινε σημαντικά δε κατ’ αυτούς συσσωρευτικά και η εσωτερική μετανάστευση των προηγούμενων δεκαετιών με τη εγκατάλειψη των περιοχών αυτών από τμήμα του νεανικού πληθυσμού τους.
Μιλώντας δε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων οι κκ Κοτζαμάνης και Παππάς δηλώνουν ότι: «Βάσιμα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι από δημογραφική σκοπιά δεν υπάρχει μία Θεσσαλία, καθώς οι διαφοροποιήσεις είναι εντονότατες ανάμεσα στα δυο τμήματά της. Η Θεσσαλία φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, καθώς έντονες ενδοπεριφερειακές διαφοροποιήσεις καταγράφονται με βάση τις αναλύσεις του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών στις περισσότερες Περιφέρειες της χώρας μας. Οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε πλήθος πεδίων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο οφείλουν, επομένως, όχι μόνον να θεωρήσουν ως δεδομένες κάποιες μη αναστρέψιμες τις αμέσως επόμενες δεκαετίες τάσεις, να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις τους και να τις λάβουν υπόψη, αλλά και να λάβουν από τώρα μέτρα, τα οποία, εκτός των άλλων, θα στοχεύουν, τόσο στην επιβράδυνση των ρυθμών μείωσης και γήρανσης του πληθυσμού, όσο και στην προοδευτική αντιστροφή κάποιων βασικών τάσεων που επηρεάζουν καθοριστικά τα δημογραφικά μεγέθη. Τα μέτρα αυτά όμως, δεν είναι δυνατόν να είναι οριζόντια, και να μην λαμβάνουν υπόψη τις υφιστάμενες σημαντικές διαφοροποιήσεις σε περιφερειακό και ενδοπεριφερειακό επίπεδο».