Αντιφάσεις; Στις 30 Απριλίου ενημερωθήκαμε ειδησεογραφικά για πτώση 35,7% στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) στην Ελλάδα το ’23 σε σχέση με το ’22 (έκθεση του ΟΟΣΑ για τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίων). Συγκεκριμένα, μετά το ρεκόρ των 8,4 δισ. $ που επενδύθηκαν εδώ το 2022, το 2023 το συνολικό ποσό υποχώρησε στα 5,4 δισ. $, πέφτοντας κάτω κι από το 2021, όταν το ύψος τους έφτασε στα 6,3 δισ. $. Πάντως και σε παγκόσμιο επίπεδο σημειώθηκε πτώση: οι παγκόσμιες ροές ΑΞΕ μειώθηκαν κατά 7% το 2023, σε 1,4 τρισ. $, συνεχίζοντας την πτωτική τους τάση και παραμένοντας υπό τα προπανδημικά επίπεδα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά (οι ΗΠΑ απορροφούν τη μερίδα του λέοντος, ~68% του συνόλου).
Μετά αυτά τα κακά μαντάτα, στις 6 Μαΐου έρχεται άλλο δημοσίευμα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, βασιζόμενο στην ίδια έκθεση μα από άλλη σκοπιά, όπου τονίζεται η σημαντική αύξηση των ΑΞΕ την τελευταία τριετία σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη. Αναλυτικότερα, από κατά μέσο όρο 4,2 δισ. $ στην τριετία 2017-2019 έφτασαν στα 6,7 δισ. στην τριετία 2021-2023, σημειώνοντας αύξηση 62%. Μετά την αναπόφευκτη κακή επίδοση του ’20 (τότε είχαν μειωθεί στα 3,2 δισ. $, όταν παγκοσμίως μειώθηκαν κατά 58%), οι εν Ελλάδι ΑΞΕ το ’21 σχεδόν διπλασιάστηκαν (άγγιξαν τα 6,3 δισ. $), για να φτάσουν στο ιστορικά υψηλό επίπεδο των 8,4 δισ. το ’22. Πέρσι υποχώρησαν στα 5,4 δισ., δηλαδή σε επίπεδο σαφώς υψηλότερο συγκριτικά με την περίοδο 2017-2019.
Όπως εύκολα αντιλαμβάνεστε, αμφότερα τα δημοσιεύματα ισχύουν, με μόνη διαφορά ότι το δεύτερο υποστηρίζει το κυβερνητικό αφήγημα περί οικονομίας-τρένου. Προφανώς χτυπάει άσχημα η διαπίστωση ότι το 2023 οι ΑΞΕ στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 36% έναντι εκείνων του 2022. Εξίσου άσχημα όμως χτυπάνε κι άλλες μετρήσεις, όπως η κατάταξή μας στην προτελευταία θέση ως προς την αγοραστική δύναμη, η μεταξύ ’22-’23 μείωση των εξαγωγών μας κατά 11,6%, ή η αντίστοιχη μείωση λιανικών πωλήσεων κατά 9,6%. Ακόμη και η χαμηλή ανεργία ύψους 9,4% καταγράφηκε από την ΕΛΣΤΑΤ για ένα μήνα πέρσι, βάσει μη εποχικά προσαρμοσμένων στοιχείων. Το επόμενο δελτίο Τύπου της Αρχής αναμένεται να μας διαφωτίσει.
Το πλέον αξιοθρήνητο της υπόθεσης είναι πως σε αμφότερα τα δημοσιεύματα ερμηνεύεται θετικά η σταδιακή αύξηση ελληνικών επενδύσεων στο εξωτερικό, από 0,4 δισ. $ ετησίως το 2017-19 σε 2,8 δισ. το 2021, σε 3,2 δισ. το 2022, ενώ το 2023 προσέγγισαν τα 4 δισ. $. Με απλά λόγια, ο δεκαπλασιασμός της εξόδου πολύτιμων εθνικών κεφαλαίων ερμηνεύεται ως ενίσχυση της εθνικής οικονομίας, αν και πιθανότατα το ισοζύγιο κεφαλαίων προς και από την ελληνική οικονομία επίσης μειώθηκε μεταξύ 2021-23 σε σχέση με το διάστημα 2017-19. Είναι άκρως ανησυχητικό ότι μετά τέτοια τεράστια υποτίμηση οι Έλληνες επιχειρηματίες επενδύουν τα κέρδη τους στο εξωτερικό, ότι τοποθετούν αλλού τα διαθέσιμά τους αυτοί που διαθέτουν εμπειρία από τις ιδιαιτερότητες της ντόπιας νομοθεσίας, τραπεζικής και αγοράς εργασίας. Πάντως το συνολικό απόθεμα επενδύσεων από ελληνικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό ανερχόταν το 2022 στα 16,7 δισ. $ (7,7% του ΑΕΠ), όταν το αντίστοιχο συνολικό απόθεμα ΑΞΕ στην Ελλάδα αυξήθηκε το ίδιο έτος στα 50,8 δισ. $ (23,2% του ΑΕΠ).
Όπως προανέφερα, το ’23 ήταν δύσκολη χρονιά για τις ΑΞΕ σε όλη την υφήλιο • η διεθνής επιδείνωση του οικονομικού κλίματος (πληθωρισμός και αύξηση των επιτοκίων λειτούργησαν αντιαναπτυξιακά, ειδικά στην Ευρωζώνη), οι… Κασσάνδρες που επιμένουν να μιλούν για επικείμενο σκάσιμο της παγκόσμιας φούσκας αξιών, και η γεωπολιτική αστάθεια (πολεμικές επιχειρήσεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή) επιβάρυναν το επενδυτικό περιβάλλον. Πάντα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι παγκόσμιες ΑΞΕ μειώθηκαν κατά 7% στα 1,4 τρισ. $, κινούμενες για δεύτερο συναπτό έτος σε επίπεδα χαμηλότερα εκείνων πριν από την πανδημία. Ειδικά σε μεταβατικές οικονομικές περιόδους όπως η τρέχουσα, τέτοιες επιφυλακτικές συμπεριφορές των επενδυτών είναι απολύτως εύλογες. Ωστόσο, η παραδοχή αυτή προφανώς δε συνεπάγεται και εφησυχασμό ή στρουθοκαμηλισμό εκ μέρους μας.
Η αδιαμφισβήτητη μεσοσταθμική αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών μετά το 2017 συνδυάστηκε με αύξηση των εισαγωγών (ενέργεια, τρόφιμα, πρώτες ύλες), συντηρώντας έτσι το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η ποσοστιαία μείωση του χρέους προκύπτει λόγω της ονομαστικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ (εδώ συμβάλλει και η συρρίκνωση της παραοικονομίας) και της συνεχιζόμενης ανάλωση διαθεσίμων των φορέων του Δημοσίου.
Μέχρι και οι ως τώρα ΑΞΕ αφορούν την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου (μέσω εξαγορών), την επανεπένδυση κερδών, την εγκατάσταση εμπορικών αλυσίδων και τον ενδοομιλικό δανεισμό. Πολύ σπανίως αφορούν παραγωγικές επενδύσεις… από τα μπετά, όπως συμβαίνει στις λοιπές βαλκανικές χώρες της ΕΕ. Εν ολίγοις, μπορεί τα πράγματα να βελτιώνονται, όμως σίγουρα δεν βελτιώνονται με δυναμική ικανή να καλύψει το συσσωρευμένο επενδυτικό έλλειμμα 100 δισ. € κατά τη μνημονιακή περίοδο • με τους ρυθμούς του 2023, το εν λόγω κενό θα καλυφθεί περίπου το 2040.
Δυστυχώς, μετά 34 χρόνια μεταρρυθμίσεων και «μεταρρυθμίσεων» το πρόβλημα της χαμηλής ελληνικής παραγωγικότητας συνεχίζει να αποθαρρύνει πάμπολλους σοβαρούς επενδυτές. Οι Θεσμοί επεδίωξαν να το αντιμετωπίσουν με τρόπο μάλλον ταιριαστό σε τριτοκοσμικό κράτος: μέσω της προκρούστειας μείωσης μισθών. Αρνητικές συνέπειες της προσέγγισης τούτης ήταν η φυγή ίσως του καλύτερου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό και η άνθηση δραστηριοτήτων χαμηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η αγροδιατροφή και ο τουρισμός. Παρά τις θεαματικές βελτιώσεις στις παραγωγικές διαδικασίες, η κλωστοϋφαντουργία δεν παρουσιάζει σημάδια αναγέννησης. Ο λιγνίτης επίσης ενταφιάστηκε υπέρ των ΑΠΕ, χωρίς να διερευνηθεί εξαντλητικά η σημασία του για ολάκερη την εθνική οικονομία. Ο κλάδος των εξορύξεων γενικά βρίσκεται σε στασιμότητα, εξαιτίας της υποκριτικής υπερευαισθησίας μας ως προς την προστασία της φύσης.
Παράλληλα, με εξαίρεση κάποια αξιόλογη κινητικότητα σε Miltech, Theon και ΕΑΣ, η υπόλοιπη αμυντική βιομηχανία ομφαλοσκοπεί (τρανό παράδειγμα η ΕΛΒΟ μας). Πλέον η κινητικότητα στη βαριά βιομηχανία σχεδόν εξαντλείται στην επαναλειτουργία των ναυπηγείων (συχνά εν αναμονή αμυντικών συμβάσεων), στον Μυτιληναίο, στην ΤΕΡΝΑ, στο Γερμανό, στην Hellas Gold, στα ξένα data και innovation centers, στις μεγάλες σωληνουργίες και στα δομικά υλικά, με άλλα λόγια σε τομείς κατά κανόνα παραδοσιακούς. Άλλες ουσιαστικές επενδύσεις στη μεταποίηση δεν θα πρέπει να αναμένονται στο ορατό μέλλον. Λόγω της παρατεταμένης εκκρεμότητας γύρω από τις χρήσεις γης (π.χ. Καλοχώρι), οι κατάλληλες για υποδοχή βιομηχανιών εκτάσεις παραμένουν λίγες και ακριβές.
Την ίδια στιγμή, το αρτηριοσκληρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα αδιαφορεί για ειδικότητες τεχνικές και μεσαίου μάνατζμεντ. Το ίδιο εκπαιδευτικό σύστημα επιμένει να παράγει γιατρούς, φιλόλογους, δικηγόρους, διακοσμητές και θεολόγους, όταν η πραγματική οικονομία παρακαλά για πληροφορικάριους, νοσηλευτές, μηχανολόγους, αποθηκάριους και στελέχη εξαγωγών. Η διακομματική εμμονή στην Πράσινη Μετάβαση έχει επιβαρύνει δραματικά το ενεργειακό κόστος, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα κάθε εξωστρεφούς κλάδου. Οι τράπεζες σήμερα ομοιάζουν περισσότερο σε δημόσιες υπηρεσίες παρά σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο αδυσώπητος διωγμός των μνημονιακών οφειλετών στερεί από ένα εκατομμύριο συμπολίτες μας τη δυνατότητα να συνεισφέρουν στην επιθυμητή πρόοδο. Η κατάρρευση των περασμένων ετών αναζωπύρωσε την ατελέσφορη επιχειρηματικότητα ανάγκης στον τριτογενή τομέα, διατηρείται δε άθραυστη η «γυάλινη οροφή» για όσες μικρές μονάδες πασχίζουν να γίνουν μεσαίες. Κι ας μη ξεχνάμε πως αμφισβητούνται τα χειροπιαστά αποτελέσματα από τη νέα πρωτοβουλία για ταχύτερη απόδοση δικαιοσύνης.
Δίχως υπερβολή, η Ελλάδα εξακολουθεί να υποφέρει από όσες αδυναμίες την οδήγησαν στη χρεοκοπία. Μπορεί λοιπόν η κατάσταση να έχει βελτιωθεί σημειακά, όμως εξίσου ή και περισσότερο βελτιωμένη εμφανίζεται η παραγωγικότητα κάθε κράτους με το οποίο ανταγωνίζεται η χώρα μας για Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Και χωρίς ΑΞΕ δεν παράγεται εγχώριος πλούτος, δεν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, δεν συνεχίζεται η χρηματιστηριακή άνοδος, δεν αυξάνονται τα δημόσια έσοδα. Χάρη και στις πλάτες οίκων αξιολόγησης, επώνυμων δημοσιολογόντων και πολυεθνικών ομίλων (πολύ πρόσφατα η HSBC), η κυβέρνηση εν πολλοίς επιλέγει την επικοινωνιακή διαχείριση του όλου θέματος αντί να αναμετράται γενναία με όσα μας κρατούν στάσιμους μετά το ’90. Παραδόξως, στο Μαξίμου δείχνουν να αγνοούν ότι με 5,5 δισ. € ΑΞΕ ετησίως αποκλείεται να πάμε πουθενά. Φοβάμαι πως κάποια στιγμή λίγο μετά το 2032 θα μπορούσαμε να ξανατεθούμε ενώπιον δημοσιονομικού αδιεξόδου. Σε ένα τέτοιο σενάριο, θα βρεθούμε σε πολύ χειρότερη μοίρα απ’ όσο ήμασταν το 2010. Θα υπάρχει Ελλάδα μετά;
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12.05.2024