Κωνσταντίνος Καντόγλου
Η Έρση Σωτηροπούλου έχει χαράξει μία μεγάλη και σημαντική πορεία στην ελληνική λογοτεχνία και ποίηση. Γνωστή και ιδιαίτερα αγαπητή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, διαθέτει μία σταθερή και αξιοσέβαστη εκδοτική πορεία εδώ και τρεις και πλέον δεκαετίες, με έργα της όπως το «Ζιγκ Ζαγκ στις νεραντζιές» να σημειώνουν μεγάλη επιτυχία. Η Έρση Σωτηροπούλου θα βρίσκεται ως καλεσμένη στη 16η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, και με αυτήν την αφορμή μίλησε στη «ΜτΚ» για τις συγγραφικές της προτιμήσεις, τη θυελλώδη σχέση με τη μητέρα της, αλλά και για το τελευταίο της βιβλίο «Άνθρωπος στη θάλασσα», που σηματοδοτεί την επιστροφή της στον ποιητικό λόγο.
Το τελευταίο σας βιβλίο «Άνθρωπος στη θάλασσα» αφορά έμμεσα τη μάχη της μητέρας σας με την ασθένεια και στη συνέχεια την απώλειά της. Πώς καταλήξατε στην απόφαση να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Το φθινόπωρο του 2016 επρόκειτο να ταξιδέψω στην Ανταρτική με ένα ιστιοφόρο. Αυτό το ταξίδι το είχα προγραμματίσει δύο χρόνια νωρίτερα, όταν είχα υποβάλει την πρόταση στους οργανωτές να δημιουργήσω ένα υβριδικό καλλιτεχνικό έργο πάνω στα τέσσερα στοιχεία της φύσης, αυτά που συνθέτουν το αλφαβητάρι της ύπαρξής μας. Η πρότασή μου τους άρεσε και με δέχτηκαν, όμως εκείνο το καλοκαίρι η μητέρα μου αρρώστησε και πλέον αμφέβαλλα αν θα μπορούσα να πραγματοποιήσω το ταξίδι. Έπειτα η μητέρα μου πέθανε και σε μια βδομάδα έφυγα για την Ανταρκτική. Ωστόσο, αυτό που σκόπευα να γράψω στο ιστιοφόρο άλλαξε εντελώς, γιατί η μητέρα μου πλέον είχε εισχωρήσει μέσα του και το είχε ανατρέψει και το είχε μεταμορφώσει. Έζησα το πένθος στους παγετώνες, όπου είναι ένα τοπίο συγκίνησης. Ο τίτλος «Άνθρωπος στη θάλασσα» παραπέμπει στο «Man overboard» και αυτός ήταν και ο αρχικός τίτλος του βιβλίου. Είναι δηλαδή ο διεθνής ναυτικός όρος για τις απαραίτητες ενέργειες που πρέπει να γίνουν όταν πέσει άνθρωπος στη θάλασσα, μια άσκηση πολύ επίπονη και κουραστική, που απαιτεί μεγάλη σταθερότητα και δεν πρέπει να χάσεις λεπτό από τα μάτια σου το ναυαγό. Έτσι κατά κάποιο τρόπο υπήρχε μια αναλογία με τη φροντίδα και την προσοχή που χρειάζεται ένα πρόσωπο αγαπημένο όταν βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση, όταν κινδυνεύει, γιατί νιώθεις ότι αν παραλείψεις κάτι ή να κάνεις κάτι στραβά, μπορεί να αποβεί μοιραίο.
Με τη μητέρα σας είχατε μία πολύ θυελλώδη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα σχέση, σας έχει επηρεάσει αυτή η σχέση καλλιτεχνικά και δημιουργικά;
Φαντάζομαι πολύ. Ακόμα θυμάμαι τώρα μία κριτική που είχε βγει για το πρώτο μου πεζό το «Διακοπές χωρίς πτώμα» στα «ΝΕΑ» από τη Μαρία Παπαδοπούλου, η οποία ξεκινούσε το κείμενό της με μία αναφορά σε μία φανταστική συνέντευξη που περιείχε το βιβλίο. Στη συνέντευξη αυτή μια δημοσιογράφος θέτει τις ερωτήσεις και μια συγγραφέας δίνει τις απαντήσεις, αλλά εγώ αποτυπώνω μόνο τις απαντήσεις. Κάποια στιγμή η συγγραφέας εξομολογείται ότι ο πρώτος κανόνας για να γίνεις συγγραφέας είναι να μισείς τη μητέρα σου. Και αυτό η δημοσιογράφος το είχε πάρει σαν μότο. Η μητέρα μου διάβασε το κείμενο, αλλά καθώς ήταν μια γυναίκα έξυπνη, το είχε δεχτεί και με πολύ χιούμορ. Ήταν μια ιδιαίτερα έντονη προσωπικότητα η μητέρα μου, όχι εύκολη, ενδιαφέρουσα όμως.
Πιστεύετε ότι το «Άνθρωπος στη θάλασσα» σηματοδοτεί την επιστροφή σας στην ποίηση γενικότερα, σκοπεύετε να εκδώσετε και άλλες ποιητικές δουλειές από εδώ και στο εξής;
Μπορώ να το ξέρω; Ελπίζω να μην προκύψει πάλι έπειτα από τριάντα χρόνια. Έγγραφα εν τω μεταξύ ποίηση, χωρίς να εκδώσω κάτι, αλλά και ο τρόπος που γράφω πεζογραφία είναι με απαιτήσεις ποίησης στη γλώσσα και πολύ συχνά με τρόπο μη άμεσα αντιληπτό από τον αναγνώστη, οι στίχοι ενσωματώνονταν μέσα στον πεζό λόγο. Τώρα για ένα ολοκληρωμένο έργο όπως είναι το «άνθρωπος στη θάλασσα», που έχει μια αυτονομία, η ποίηση είναι πολύ απαιτητική και έρχεται όποτε της γουστάρει.
Εσείς τα τελευταία χρόνια έχετε μία σταθερή εκδοτική παρουσία. Η έμπνευση από πού προκύπτει πέρα από την προσωπική σας ζωή;
Πολύ τυχαία πράγματα. Συνήθως είναι μια εντύπωση φευγαλέα, μία κουβέντα που μπορεί να ακούσει κανείς στο δρόμο, κάτι που μπορεί να πει ένας ταξιτζής ή ένας ήχος που αποτυπώνεται στο υποσυνείδητό σου, ή να περπατάς στο δρόμο βράδυ και να ακούς να χτυπάει ένα τηλέφωνο σε ένα άδειο διαμέρισμα.
Κάθε ημέρα φέρνει νέες ιδέες, έχει πολλά ερεθίσματα, δύο-τρεις από αυτές τις ιδέες μπορεί να προχωρήσουν, οι άλλες θα σβήσουν. Αυτό που έχει σημασία είναι πόσο επίμονο είναι το ερέθισμα, πόσο επανέρχεται στο μυαλό σου και πότε, και αν από κάποια στιγμή και μετά αρχίζει να σε βασανίζει. Και στην αρχή είναι αρκετά αόριστο, τουλάχιστον από αυτήν τη διαδικασία για μένα άλλοι ξεκινούν να γράψουν πάνω σε μια συγκεκριμένη ιδέα, αυτό δεν συμβαίνει για μένα. Το γεγονός ότι υπάρχει κάποιο ερέθισμα το οποίο γίνεται εμμονή, σημαίνει ότι το ερέθισμα κρύβει κάτι άλλο από κάτω και αυτό το άλλο συνεπάγεται πολύ σκάψιμο, πολύ καταβύθιση. Αν ήξερα δηλαδή από την αρχή πού πάω, τι θέλω να γράψω και ποια θα είναι η πλοκή με όλες τις λεπτομέρειες, ενδεχομένως να μην το έγραφα, να βαρυνόμουνα. Το γράψιμο είναι μια μύηση και για το συγγραφέα, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση.
Πέρα από το «Άνθρωπος στη θάλασσα», ποιο άλλο έργο σας θα λέγατε ότι έχει τα πιο έντονα βιωματικά στοιχεία;
Αυτό νομίζω ότι υπάρχει λίγο πολύ σε όλα τα βιβλία, αλλά βέβαια είναι η πρώτη ύλη η οποία στη συνέχεια διαμορφώνεται. Μου φαίνεται τελείως ανιαρό να γράφεις μόνο για τον εαυτό σου, έχει νόημα να γράφεις αν αυτό που γράφεις σε ξεπερνάει, το να γράφω για τη ζωή μου μόνο δεν έχει νόημα. Νομίζω το «Διακοπές χωρίς πτώμα» είναι αυτό με τα περισσότερα προσωπικά-βιωματικά στοιχεία. Θα έλεγα και το «Τι μένει από τη νύχτα», παρόλο που αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ιστορικό όπως τον Καβάφη και μια άλλη εποχή, περιλαμβάνει πολλά στοιχεία που αφορούν τη διαδικασία και το πάθος για το γράψιμο, είναι στοιχεία κοινά που τα μοιράζομαι.