Το μυθιστόρημα αρχίζει με τη φράση: «Οι άνθρωποι θυμούνται και διηγούνται μόνο αυτό που μπορούν να κατανοήσουν και να μετατρέψουν σε μύθο».
Γραμμένο το 1945, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, «Το γεφύρι του Δρίνου» είναι όχι μόνο το πιο εμβληματικό και δημοφιλέστερο έργο της σερβικἠς λογοτεχνίας, αλλά η αξεπέραστη γοητευτική βαλκανική σάγκα. Ο Ίβο Άντριτς κέντησε με καθηλωτική μαεστρία ένα χρονικό τεσσάρων αιώνων γύρω από το γεφύρι που βρίσκεται στη βοσνιακή πόλη Βίσεγκραντ. Παρέταξε με εκθαμβωτική διεισδυτικότητα την ανθρώπινη ύλη που αποδεικνύεται τόσο συνταρακτική όμως και τόσο φθαρτή όταν συγκριθεί με το χρόνο, που διαβρώνει με τις φερτές ανατροπές του ό,τι φοβάται το σήμερα.
Ο ίδιος ο νομπελίστας Άντριτς είναι γνήσιο τέκνο της βαλκανικής Βαβέλ. Βόσνιος στην καταγωγή, επέλεξε να γίνει Σέρβος και μετά βάλθηκε να αφηγηθεί την ιστορία όλης της ανησύχαστης χερσονήσου του Αίμου, μιας αιμάτινης γειτονιάς που μόνο λίγο καιρό ηρεμεί και μετά πάλι επιχειρεί να αναδιευθετήσει τους σκελετούς που κρύβει στα εικονοστάσιά της.
Ο Ίβο Άντριτς αναφέρει κάπου στο έπος του ότι τα γεφύρια είναι από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού. Σε φέρνουν σε επαφή με τον άλλο και όλες οι ελπίδες μας βρίσκονται στην άλλη πλευρά, λέει.
Μύθοι και αλήθειες, επινοήματα και πραγματικότητα σήμερα δοκιμάζονται στην κάλπη μερικά χιλιόμετρα βορειότερα της Θεσσαλονίκης. Το βέλος του χρόνου δεν μπορεί να γυρίσει πίσω, αποφαίνεται ο σκοτεινός φιλόσοφος.
Οι άνθρωποι είμαστε και ποτάμια και γέφυρες. Από χώμα και νερό, τόποι κυκλωμένοι από σύνορα, με ονόματα όχι αυτές που γράφουν τα χαρτιά, αλλά ό,τι χαράχθηκε εντός μας. Μπορούμε να διαλέξουμε να γίνουμε εμείς τα γεγονότα, να μετακινήσουμε εσωτερικά και εξωτερικά όρια. Δεν είναι εύκολο να ζεις σε καταραμένη αυλή, αλλά αφού εκείνη σε επέλεξε, προσπαθείς να συνυπάρχεις. Διαρκώς. Ο Άντριτς απέφευγε συστηματικά να δηλώνει θρησκεία ή εθνική ταυτότητα, δήλωνε μόνο τον τόπο καταγωγής του, έλεγε «είμαι ένας άνθρωπος της πατρίδας μου».