Ένας στους δύο Θεσσαλονικείς δεν είχαν αρκετή ζέστη στο σπίτι τους το χειμώνα, καθώς τα χρόνια της οικονομικής κρίσης περιόρισαν κατά πολύ τις δαπάνες για θέρμανση, σύμφωνα με έρευνα για τις ενεργειακές ανάγκες, την ενεργειακή ένδεια και τις στάσεις του κοινού απέναντι στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τον χειμώνα που μας πέρασε και αποτελεί μέρος της αντίστοιχης που έγινε σε πανελλαδικό επίπεδο, με επικεφαλής τον Δρ. Πάνο Κοσμόπουλο, τ. διευθυντή του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικού και Ενεργειακού Σχεδιασμού Κτιρίων και Οικισμών, του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.
Η έρευνα διήρκεσε από τον Σεπτέμβριο του 2018 έως και τον περασμένο Μάρτιο, με 428 ερωτηματολόγια που κάλυψαν όλη την ευρύτερη περιοχή του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης και όλους τους όμορους περιφερειακούς δήμους.
«Υπάρχουν οικογένειες χωρίς θέρμανση κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να παρουσιαστεί με απλά στατιστικά στοιχεία... Η ενεργειακή ένδεια στη σημερινή Ελλάδα είναι γεγονός» τονίζει ο κ. Κοσμόπουλος στα συμπεράσματα της έρευνας.
Έσβησαν σόμπες και καλοριφέρ
Η εξήγηση για την… πτώση της θερμοκρασίας στα σπίτια των Θεσσαλονικέων είναι προφανής: στα χρόνια της κρίσης το εισόδημα μειώθηκε σε επτά από τα δέκα νοικοκυριά και αντίστοιχα το 60% λέει ότι αυξήθηκαν τα έξοδα. Στην ερώτηση σε σχέση με το πώς νιώθουν στο σπίτι τους από άποψη θερμοκρασίας, οι μισοί απαντούν είτε κρύο (21,9%) είτε δροσιά (27,8%), μέτρια λέει το 11,5%, ένας στους τέσσερις (26,5%) νιώθει αρκετή ζέστη και μόλις λίγο πάνω από ένας στους δέκα (12%) ζέστη.
Σε ένα μικρό ποσοστό νοικοκυριών της Θεσσαλονίκης (4,4%) η μόνη προφύλαξη από το κρύο είναι τα χοντρά ρούχα και τα σκεπάσματα. Όμως και όσοι ανάβουν καλοριφέρ ή σόμπα, το κάνουν με φειδώ. Πριν από μία δεκαετία η μέση δαπάνη για πετρέλαιο ήταν 1.191 ευρώ, όταν η τιμή του πετρελαίου ήταν 55 λεπτά του ευρώ -δηλαδή κατανάλωναν 2.165 λίτρα.
Τον χειμώνα που μας πέρασε η μέση δαπάνη για πετρέλαιο μειώθηκε στα 978 ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί σε 889 λίτρα, αφού η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης υπερδιπλασιάστηκε (1,10 ευρώ). Προκύπτει δηλαδή μια μείωση 25% στην ποσότητα του πετρελαίου που «έκαψαν» τα νοικοκυριά φέτος το χειμώνα.
Αντίστοιχα όσοι χρησιμοποιούσαν ηλεκτρικά σώματα ή κλιματιστικό προ δεκαετίας δαπανούσαν 1.305 ευρώ και το φετινό χειμώνα μόλις 687 ευρώ- και αφού δεν μειώθηκαν τα τιμολόγια του ρεύματος, προφανώς μειώθηκε η κατανάλωση.
Στο φυσικό αέριο η κατανάλωση έπεσε σχεδόν στο μισό: από τα 1.186 κυβικά αερίου στα 658 κυβικά (ή από τα 546 ευρώ με τιμή 0,46 ευρω/κ.μ. προ δεκαετίας φέτος η δαπάνη περιορίστηκε στα 428 ευρώ με τιμή 0,65 ευρω/κ.μ.).
Τέλος, όσοι χρησιμοποιούσαν σόμπα ή τζάκι, μείωσαν το ποσό που διέθεταν για ξύλα από 695 ευρώ στα 475 ευρώ. Ακόμη ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι όσοι προ δεκαετίας θερμαίνονταν με πετρέλαιο και πλέον χρησιμοποιούν πέλετ μείωσαν τη δαπάνη από τα 2.250 ευρώ σε κάτω από 1.000 ευρώ, όχι όμως μόνο εξαιτίας της χαμηλότερης τιμής του νέου καύσιμου αλλά και της χαμηλότερης κατανάλωσης.
Ο κ. Κοσμόπουλος επισημαίνει τη διαφοροποίηση μεταξύ των νοικοκυριών που διαθέτουν ανεξάρτητη θέρμανση (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, air-condition, ξύλα κτλ.) και τα διαμερίσματα πολυκατοικιών που έχουν ένα ενιαίο και κοινό για όλους σύστημα θέρμανσης, κάτι που σημαίνει ότι όλα τα νοικοκυριά πρέπει να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, προκειμένου το σύστημα να χρησιμοποιηθεί για το σύνολο της πολυκατοικίας. «Δυστυχώς, τελικά, το κεντρικό σύστημα τίθεται εκτός λειτουργίας, και κάθε νοικοκυριό έχει να αντιμετωπίσει ανεξάρτητα τις δικές του ανάγκες και να εφεύρει τους πιο οικονομικούς συνδυασμούς για τα μέσα θέρμανσης».
Εννιά στους δέκα ενδιαφέρονται για ΑΠΕ
Δύο στους τρεις θεωρούν ότι η θέρμανση κοστίζει πολύ ή αρκετά ακριβά. Μια καλή λύση για την τσέπη των καταναλωτών και το περιβάλλον θα ήταν μέρος των αναγκών των νοικοκυριών να καλύπτεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ).
Μάλιστα, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η απάντηση των συμμετεχόντων όταν ερωτώνται για τους λόγους που θεωρούν σημαντική τη χρήση ΑΠΕ. Οι περισσότεροι (33%) πιστεύουν ότι το σημαντικότερο όφελος είναι η «ανεξαρτητοποίηση» από άλλες χώρες ή εταιρείες, το 31% απαντά «για καθαρότερο περιβάλλον» και μόλις ένας στους πέντε για να μειώσει το ποσό που πληρώνει για την ενέργεια.
Το 37% των νοικοκυριών θα ήθελε να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκά στο σπίτι του, όμως αντίστοιχο ποσοστό απαντά «θα ήθελα, αλλά…» -τα αποσιωπητικά υπονοούν τα προβλήματα που συνάντησαν όσοι το επιχείρησαν.
Έξι στους δέκα δεν ασχολήθηκαν καν, γιατί θεωρούν την εγκατάσταση των φωτοβολταϊκών ασύμφορη, ενώ ένας στους τέσσερις χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατία από ασύμφορη έως αποτρεπτική. Πάντως εάν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές -δηλαδή η διαδικασία ήταν απλή και το οικονομικό όφελος διασφαλισμένο- μόνο ένας στους δέκα θα αδιαφορούσε, ένας στους τρεις θα εγκαθιστούσε σίγουρα φωτοβολταϊκό στη στέγη ή στον κήπο του σπιτιού του και το 57% θα το σκέφτονταν πολύ σοβαρά.
Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα που προκύπτει από την έρευνα είναι η αλλαγή της στάσης απέναντι στην αισθητική του περιβάλλοντος που αφορά την εγκατάσταση των ΑΠΕ σε όλη τη χώρα. Κατά τη διάρκεια δύο παλαιότερων ερευνών (π.χ. 2007, 2009), οι ερωτώμενοι φαίνονταν να είναι σταθερά ενάντια στις εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας, με επιχείρημα τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Στις μέρες μας οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για την εγκατάσταση ΑΠΕ. Τόσο τα φωτοβολταϊκά στα κτίρια και τα χωράφια όσο και οι ανεμογεννήτριες στα διάσελα των βουνών, είναι πιο αποδεκτά -ή ίσως αδιάφορα- σε σχέση με τις αντίστοιχες παλαιότερες έρευνές μας» σημειώνει ο κ. Κοσμόπουλος.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25-26 Μαΐου 2019