Εμβληματική φιγούρα του προ τηλεόρασης λαϊκού σινεμά αλλά και εξίσου επιτυχημένων λαϊκών απλών τραγουδιών για τους μη προνομιούχους και τους κατατρεγμένους, ο Νίκος Ξανθόπουλος έφυγε από τη ζωή στα 89 του χρόνια.
Οι μάστορες του Χόλυγουντ της μπελ επόκ είχαν επινοήσει το όρο «η μεγάλη απόδραση» για το σινεμά.
Ο ίδιος ήταν το «όχημα» για το σινεμά της παρηγοριάς, της φτώχειας, του ζόφου, της αδικίας αλλά και της της υπομονής, της τιμιότητας και της ψυχικής δύναμης. Ήταν το «παιδί του λαού» όπως τον ήθελε η λαϊκή ρήση. Τον λάτρεψαν εκατομμύρια άνθρωποι.
Έζησα , συνωθούμενος, μια τέτοια στιγμή έξω από τον κινηματογράφο «Παρθενών» στη γενέτειρά μου Νάουσα γύρω στα 1967 όταν βρέθηκαν εκεί ο Νίκος Ξανθόπουλος και η συμπρωταγωνιστριά του Μάρθα Βούρτση για την προβολή μιας ταινίας τους. Μέγα το πλήθος.
Μου μεταφέρθηκε ο εξής διάλογος. Ρώτησε ο Ξανθόπουλος πόσο πληθυσμό έχει η Νάουσα.
“Γύρω στις δεκαπέντε με δεκαοκτώ χιλιάδες κατοίκους» του είπαν.
-«Είναι περίεργο, είπε ο ηθοποιός. «Εγώ είδα εδώ τουλάχιστον τριάντα χιλιάδες κόσμου»!,,,
Στις φωτογραφίες:
Κρατώ πολύτιμη ανάμνηση μια εφ' όλης της ύλης συνέντευξη μας γύρω στο 2000, στην εκπομπή μου «Με μια Τρίτη Ματιά» της ΕΡΤ3 και ένα γύρισμα στα Λαδάδικα όπου τραγουδούσε.
Και βέβαια την εικόνα του συγχωρεμένου του πατέρα μου το 1966 να ρίχνει την μια μετά την άλλη τις δραχμές στο τζουκ μποξ της ταβέρνας της γειτονιάς για εκείνο το τραγουδάκι που έλεγε στο ρεφρέν :
«Σιγά θ’ ανέβεις τα σκαλιά, θα βρεις στην πόρτα τα κλειδιά»
Μέχρι που ήρθε ένα μεσημέρι στο σπίτι κρατώντας δυο «σαρανταπεντάρια» . Τα άκουγε πια στο πικαπ που συνδέονταν με το ραδιοφωνο! Το «Σιγά θ ανέβεις τα σκαλιά» και το «Πετραδάκι Πετραδάκι» και γλιτώσαμε τις δυσεύρετες δραχμούλες.