Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου έφεραν ολική αλλαγή στη σύνθεση της ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών, με τα τέσσερα μέλη του νέου οικονομικού επιτελείου να έχουν δυνατό αγώνα να δώσουν ως το τέλος της χρονιάς, καθώς πολλά και μεγάλα θέματα είναι ανοικτά στο τραπέζι, παρότι η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του ΥΠΟΙΚ τα πήγε εξαιρετικά καλά στη διάρκεια μίας πολύ δύσκολης τετραετίας.
Πολιτικός επικεφαλής του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ο Κωστής Χατζηδάκης, με αναπληρωτή υπουργό τον Νίκο Παπαθανάση και υφυπουργούς τους Θάνο Πετραλιά και Χάρη Θεοχάρη, μία ομάδα πολιτικών με τεχνοκρατικό προφίλ.
Ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης και ο αναπληρωτής υπουργός Νίκος Παπαθανάσης έχουν υπηρετήσει, σε οικονομικά υπουργεία, ο μεν πρώτος στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και, ο δεύτερος, στη διάρκεια της προηγούμενης κυβερνητικής περιόδου, στο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ενώ οι κ.κ. Θεοχάρης και Πετραλιάς, γνωρίζουν εκ των ένδον το ΥΠΟΙΚ, καθώς ο ένας θήτευσε ως Γ.Γ. Δημοσίων Εσόδων (2013-2014) και ο άλλος ως Γ.Γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής.
Η οικονομία δεν έχει να κάνει με στεγνούς αριθμούς, όπως πολλοί θεωρούν, γιατί στην πραγματικότητα πίσω από τα νούμερα και τους δείκτες, βρίσκονται πολιτικές επιλογές, κυβερνητικές επιλογές, που αναμένεται να μεταφέρει και να εκφράσει ο νέος Υπουργός.
Και αυτές οι επιλογές είναι, όπως έχουν διατυπωθεί από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, επιτάχυνση των αναπτυξιακών ρυθμών, περισσότερες επενδύσεις, βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και δικαιότερη συμμετοχή στον πλούτο που παράγεται στη χώρα.
Αυτοί είναι οι στόχοι, οι οποίοι για να υλοποιηθούν, απαιτούνται μέτρα κι αυτά περνάνε πάντοτε μέσα από το υπουργείο Οικονομικών, είτε αφορούν τα δημόσια οικονομικά, είτε την ιδιωτική οικονομία.
Να σημειωθεί ότι μέρες πριν τη διενέργεια των εκλογών του Ιουνίου, είχαν διαρρεύσει τα περιεχόμενα του φορολογικού νομοσχεδίου που υποτίθεται ότι έχει συνταχθεί και αφορά κυρίως φοροελαφρύνσεις.
Έτσι, θα έχουμε σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, αύξηση του αφορολογήτου ορίου στο εισόδημα (μέτρο ευνοϊκό για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς), μειώσεις τεκμηρίων, ελαφρύνσεις στον ΕΝΦΙΑ σε συνδυασμό με προσπάθεια τόνωσης της ασφαλιστικής συνείδησης των ιδιοκτητών ακινήτων, μείωση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων στις επιχειρήσεις αλλά και μείωση του φόρου των χρηματιστηριακών συναλλαγών κάτι που προφανώς θα ενισχύσει το trading και την Κεφαλαιαγορά.
Το οικονομικό επιτελείο της νέας κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία προφανώς και λαμβάνει υπόψη της τα αποτελέσματα της κάλπης, πρέπει να βρει τρόπους για να ανασάνει η ελληνική οικογένεια που έχει επιβαρυνθεί από την άνοδο του πληθωρισμού, παρότι αυτός ακολουθεί πορεία αποκλιμάκωσης κατά τους τελευταίους μήνες. Αποκλιμάκωση, μη λησμονούμε, δεν σημαίνει μείωση ονομαστικών τιμών.
Η ελάφρυνση αυτή, θα πρέπει να επιδιωχθεί σε ένα πιο σφικτό δημοσιονομικό περιβάλλον, αφού η Ε.Ε. επαναφέρει από το 2024 τους δημοσιονομικούς κανόνες που ίσχυαν προ πανδημίας, ενώ το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που έχει καταθέσει ο τέως ΥΠΟΙΚ Χρήστος Σταϊκούρας, προβλέπει αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα ως το 2026, στόχοι που για να επιτευχθούν πρέπει να επιτύχει εξαιρετικές επιδόσεις η χώρα στην υλοποίηση του «Ελλάδα 2.0», ήτοι στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης -κάτι που τώρα θα περάσει στην ευθύνη του κ. Παπαθανάση- αλλά και στην έγκαιρη ενεργοποίηση των δράσεων του ΕΣΠΑ, στην αύξηση των επενδύσεων, στην άνοδο του ΑΕΠ.
Με μία κουβέντα, το νέο οικονομικό επιτελείο έχει δύσκολο έργο μπροστά του, το οποίο μάλιστα πρέπει να υλοποιεί σε στενά χρονιά πλαίσια, ενώ οι δημοσιονομικοί στόχοι πολύ πιθανό θα συνεπάγονται και λιγότερα χρήματα... to go around, αφού η σύνδεση μίας πολιτικής πιο γενναιόδωρης σε κοινωνικές υποδομές και πιο δίκαιης, όπως και αποδοτικής, φορολογικά, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.
Πολλά, αν όχι όλα, θα κριθούν από την αύξηση του ΑΕΠ, που και αυτή σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί από την αύξηση των επενδύσεων, από Έλληνες και ξένους. Το 2022 ήταν χρονιά ρεκόρ για τις άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα μας, αφού ξεπέρασαν τα 7 δισ. ευρώ, αλλά οι περισσότερες κατευθύνθηκαν στην εξαγορά υφιστάμενων επιχειρήσεων και στην αγορά ακινήτων, με τη δημιουργία νέων παραγωγικών επενδύσεων (greenfield investments) να αποτελούν μικρό μέρος των συνολικών.
Επενδύσεις, λοιπόν, υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης, συνέχιση στην ανηφορική οδό των εξαγωγών αλλά και μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που το 2022 και λόγω ενεργειακής κρίσης, εκτοξεύτηκε κοντά στο 10% του ΑΕΠ.
Είναι σύνθετο το έργο του νέου οικονομικού επιτελείου, το οποίο έρχεται να επιτύχει έναν ακόμη πολύ σημαντικό στόχο που είχε προωθήσει δυναμικά η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του ΥΠΟΙΚ και άκουγε στην επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, έναν στόχο η κατάκτηση του οποίου θα είναι κρίσιμη για την προσέλκυση μεγάλων θεσμικών επενδυτών, κεφαλαίων μακροπρόθεσμης απόδοσης, κάτι πολύ σημαντικό ιδιαίτερα σε περίοδο ανόδου των επιτοκίων.
Έτσι, λοιπόν, η ομάδα «ειδικών αποστολών» της Καραγιώργη Σερβίας, έχει μπροστά της ένα δύσκολο εξάμηνο να διανύσει ως το τέλος του 2023, δίχως αυτό να σημαίνει πως οι συνεχείς προσπάθειες για άνοδο των αναπτυξιακών επιδόσεων της χώρας και παράλληλη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, θα την αφήσουν να ησυχάσει το 2024.