Σταθερά σε αναπτυξιακή ρότα, παρά τα ταραγμένα ύδατα, πλέει το καράβι της ελληνικής οικονομίας αν και οι τριγμοί και οι αναταράξεις δε λείπουν με την κυβέρνηση να ψάχνει νέους πόρους για να γεμίσει ο κουμπαράς του ταμείου για την κλιματική κρίση.
Με την κλιματική αλλαγή να δείχνει τα δόντια της, ο εθνικός προϋπολογισμός δεν μπορεί να ανταπεξέλθει μόνος του στο κόστος των φυσικών καταστροφών. Η άμυνα έναντι των δεινών που προκαλούν φαινόμενα τύπου Daniel θα επιβαρύνει μοιραία και τις επιχειρήσεις για να μην «αδειάζουν» κάθε φορά τα κρατικά ταμεία
Έτσι, σταδιακά καθίσταται υποχρεωτική η ασφάλιση των εταιρειών ενώ η δημιουργία του ταμείου των φυσικών καταστροφών αποτελεί επιπρόσθετη δικλίδα ασφαλείας. Η βασική πηγή αιμοδοσίας του ταμείου, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ θα είναι το ειδικό τέλος στη διαμονή, το οποίο εκτιμάται ότι μπορεί να συνεισφέρει έσοδα 300 εκατ. ευρώ.
Το περιβαλλοντικό χαράτσι θα επιβαρύνει και όσους διαθέτουν βραχυχρόνια μίσθωση από τρία ακίνητα και πάνω, καθώς αυτοί θα αντιμετωπίζονται εφεξής ως επαγγελματίες, δηλαδή θα είναι υπόχρεοι ΦΠΑ και τα εν λόγω ακίνητα θα επιβαρύνονται με όλα τα προβλεπόμενα τέλη
Πλέον το τέλος διαμονής διαμορφώνεται από 1,5€ και φθάνει τα 10 € στην περίπτωση του πεντάστερου καταλύματος σε ημερήσια βάση. Έτσι, το Αποθεματικό για φυσικές καταστροφές αυξάνεται από τα 300 στα 600 εκατομμύρια ευρώ για το 2024.
Με το κεφάλι έξω από το νερό ο προϋπολογισμός
Οι πλημμύρες βέβαια έφεραν… τρικυμίες στον προϋπολογισμό που είναι ίσα βάρκα, ίσα νερά. Η πραγματική υπέρβαση στον στόχο για τα φορολογικά έσοδα στο 8μηνο είναι 1,8 δισ. ευρώ και το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού έχει ήδη χαθεί με τους δύο συμπληρωματικούς προϋπολογισμούς (1,3 δισ.) και τα μέτρα της ΔΕΘ.
Η πολύ καλή πορεία των εσόδων και λόγω ακρίβειας μπορεί να συνεχίστηκε στο 8μηνο αλλά τα δεδομένα στην εκτέλεση του προϋπολογισμού έχουν ανατραπεί πλήρως, τόσο εξαιτίας του υψηλού κόστους των καταστροφών όσο και λόγω των συμπληρωματικών παρεμβάσεων του υπουργείου Οικονομικών. Τα πραγματικά υπερέσοδα του προϋπολογισμού είναι 1,8 δισ. ευρώ και ήδη από αυτό το ποσό έχουν προϋπολογιστεί πρόσθετες δαπάνες 1,7 δισ., που σχεδόν τρυπάνε το «μαξιλαράκι ασφαλείας» πριν ακόμη υπολογιστούν τυχόν πρόσθετες έκτακτες δαπάνες που θα ακολουθήσουν.
Πάντως, σε γενικές γραμμές και λόγω του ότι η ελληνική οικονομία έχει μάθει στα δύσκολα και τα έκτακτα το κόστος των φυσικών καταστροφών, για την ώρα τουλάχιστον, θεωρείται διαχειρίσιμο από επενδυτές και αγορές, με την ανάπτυξη να παραμένει σταθερά ισχυρή, αν και ίσως παρουσιαστούν επιπλοκές και αρρυθμίες.
«Η ελληνική οικονομία, τα δημόσια οικονομικά, οι θεσμοί και το τραπεζικό σύστημα βιώνουν βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές», επεσήμανε ο πιο αυστηρός οίκος αξιολόγησης, η Μoody’s αναβαθμίζοντας εις διπλούν, παρά τις θεομηνίες, την ελληνική οικονομία που απέχει μία ανάσα από το να λάβει και από τη Moody’s την επενδυτική βαθμίδα την οποία πήρε η χώρα από τον καναδικό οίκο DBRS.
Μετά την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η Ελλάδα είναι σε θέση να προσελκύσει ευκολότερα επενδυτικά κεφάλαια που θα αισθάνονται μεγαλύτερη «ασφάλεια» να τοποθετηθούν σε ελληνικά ομόλογα, «ανοίγοντας» περαιτέρω τη χώρα σε επενδύσεις μακράς πνοής που θα εισφέρουν πολύτιμους πόρους στην πραγματική οικονομία.
Στις 20 Οκτωβρίου είναι η σειρά του Standard & Poors να εκδώσει… την ετυμηγορία του και ο κύκλος για φέτος θα κλείσει με τον Fitch την 1η Δεκεμβρίου.
Όπως επισημαίνει η βρετανική τράπεζα HSBC, σύμφωνα με τους περισσότερους οικονομολόγους ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος στο ΑΕΠ από τις πλημμύρες σε μια περιοχή που αντιπροσωπεύει το 15% της γεωργικής παραγωγής θα είναι περιορισμένος και το δημοσιονομικό κόστος διαχειρίσιμο. Ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ φέτος εκτιμάται πως θα είναι εφικτός, δεδομένης της υπεραπόδοσης του προϋπολογισμού μέχρι σήμερα και καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πρόθυμη να παρέχει βοήθεια έως και 2,5 δισ. ευρώ στη χώρα.
Σε ό,τι αφορά το μέτωπο της ανάπτυξης, ενώ οι δείκτες δραστηριότητας υποχωρούν σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ επιταχύνθηκε το δεύτερο τρίμηνο χάρη στην κατανάλωση, τονίζει η HSBC. Παράλληλα, ο τουρισμός είναι πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, ενώ η χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης επιταχύνεται, ιδιαίτερα για τα δάνεια που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών και όχι δημοσίων επενδύσεων.
Στο ίδιο μήκος κύματος, οι προσδοκίες για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στο σύνολο του έτους παραμένουν θετικές, αλλά μετριάζονται μετά τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν το φετινό καλοκαίρι διάφορες περιοχές της χώρας, σημειώνουν οι οικονομολόγοι της Alpha Bank.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Alpha Bank, η Θεσσαλία παράγει το 5,2% του ΑΕΠ της Ελλάδας, αποτελεί το 15% της συνολικής καλλιεργούμενης γεωργικής γης, ευθύνεται για το 14,1% του συνολικού προϊόντος του κλάδου «γεωργία, δασοκομία και αλιεία», καθώς και για το 6,4% της απασχόλησης.
Προκειμένου να εκτιμηθεί το μέγεθος της ζημιάς, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη αφενός οι καταστροφές στις υποδομές και την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και αφετέρου η επίπτωση που θα έχει στην οικονομική δραστηριότητα το γεγονός ότι οι αγροτικές εκτάσεις δεν δύνανται να επανέλθουν άμεσα στην προτέρα κατάσταση, σημειώνουν οι αναλυτές.
Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα είναι πιθανό να ασκηθούν ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, ενώ μεσοπρόθεσμα ενδέχεται να επέλθει επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου τόσο λόγω μείωσης των εξαγωγών αγαθών όσο και λόγω αναπλήρωσης, μέσω εισαγωγών, της απολεσθείσας αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής που προοριζόταν για εγχώρια κατανάλωση.
Επιπλέον, «η μείωση του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην παραγωγική διαδικασία (κτίρια, μηχανήματα, γη) αποτελεί, μακροπρόθεσμα, τη σημαντικότερη πρόκληση, καθώς επηρεάζει δυσμενώς τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας και, κατά συνέπεια, το δυνητικό προϊόν», καταλήγει η Alpha Bank.
Καθίσταται σαφές πως η ελληνική οικονομία θα πρέπει να μάθει να ζει στο νέο περιβάλλον της κλιματικής κρίσης.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24.09.2023